Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγγέλλω / ἀγγέλλομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγγέλλω / ἀγγέλλομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Abraham Janssens

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γγέλλω / γγέλλομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γγέλλω, γγέλλεις, γγέλλει, γγέλλομεν, γγέλλετε, γγέλλουσι(ν)
Υποτακτική
γγέλλω, γγέλλς, γγέλλ, γγέλλωμεν, γγέλλητε, γγέλλωσι(ν)
Ευκτική
γγέλλοιμι, γγέλλοις, γγέλλοι, γγέλλοιμεν, γγέλλοιτε, γγέλλοιεν
Προστακτική
---, γγελλε, γγελλέτω, ---, γγέλλετε, γγελλόντων (ή γγελλέτωσαν)
Απαρέμφατο
γγέλλειν
Μετοχή
γγέλλων, γγέλλουσα, γγέλλον
 
Παρατατικός
Οριστική
γγελλον, γγελλες, γγελλε, γγέλλομεν, γγέλλετε, γγελλον
 
Μέλλοντας
Οριστική
γγελ, γγελες, γγελε, γγελομεν, γγελετε, γγελοσι(ν)
Ευκτική
γγελομι, γγελος, γγελο, ή γγελοίην, γγελοίης, γγελοίη, γγελομεν, γγελοτε, γγελοεν
Απαρέμφατο
γγελεν
Μετοχή
γγελν, γγελοσα, γγελον
 
Αόριστος
Οριστική
γγειλα, γγειλας, γγειλε(ν), γγείλαμεν, γγείλατε, γγειλαν
Υποτακτική
γγείλω, γγείλς, γγείλ, γγείλωμεν, γγείλητε, γγείλωσι(ν)
Ευκτική
γγείλαιμι, γγείλαις / γγείλειας, γγείλαι / γγείλειεν, γγείλαιμεν, γγείλαιτε, γγείλαιεν / γγείλειαν
Προστακτική
---, γγειλον, γγειλάτω, ---, γγείλατε, γγειλάντων (ή γγειλάτωσαν)
Απαρέμφατο
γγελαι
Μετοχή
γγείλας, γγείλασα, γγελαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γγελκα, γγελκας, γγελκε, γγέλκαμεν, γγέλκατε, γγέλκασι(ν)
 
Υποτακτική
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός ς
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός
γγελκότες- γγελκυαι- γγελκότα μεν
γγελκότες- γγελκυαι- γγελκότα τε
γγελκότες- γγελκυαι- γγελκότα σι
 
Ευκτική
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός εην
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός εης
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός εη
γγελκότες- γγελκυαι- γγελκότα εημεν (εμεν)
γγελκότες- γγελκυαι- γγελκότα εητε (ετε)
γγελκότες- γγελκυαι- γγελκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός σθι
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός στω
---
γγελκότες- γγελκυαι- γγελκότα στε
γγελκότες- γγελκυαι- γγελκότα στων
 
Απαρέμφατο
γγελκέναι
Μετοχή
γγελκώς- γγελκυα- γγελκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
γγέλκειν, γγέλκεις, γγέλκει, γγέλκεμεν, γγέλκετε, γγέλκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γγέλλομαι, γγέλλ/γγέλλει, γγέλλεται, γγελλόμεθα, γγέλλεσθε, γγέλλονται
Υποτακτική
γγέλλωμαι, γγέλλ, γγέλληται, γγελλώμεθα, γγέλλησθε, γγέλλωνται
Ευκτική
γγελλοίμην, γγέλλοιο, γγέλλοιτο, γγελλοίμεθα, γγέλλοισθε, γγέλλοιντο
Προστακτική
---, γγέλλου, γγελλέσθω, ---, γγέλλεσθε, γγελλέσθων ή γγελλέσθωσαν
Απαρέμφατο
γγέλλεσθαι
Μετοχή
γγελλόμενος
γγελλομένη
γγελλόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
γγελλόμην, γγέλλου, γγέλλετο, γγελλόμεθα, γγέλλεσθε, γγέλλοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
γγελομαι, γγελ/γγελε, γγελεται, γγελομεθα, γγελεσθε, γγελονται
Ευκτική
γγελοίμην, γγελοο, γγελοτο, γγελοίμεθα, γγελοσθε, γγελοντο
Απαρέμφατο
γγελεσθαι
Μετοχή
γγελούμενος
γγελουμένη
γγελούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
γγελθήσομαι, γγελθήσ/γγελθήσει, γγελθήσεται, γγελθησόμεθα, γγελθήσεσθε, γγελθήσονται
Ευκτική
γγελθησοίμην, γγελθήσοιο, γγελθήσοιτο, γγελθησοίμεθα, γγελθήσοισθε, γγελθήσοιντο
Απαρέμφατο
γγελθήσεσθαι
Μετοχή
γγελθησόμενος
γγελθησομένη
γγελθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
γγειλάμην, γγείλω, γγείλατο, γγειλάμεθα, γγείλασθε, γγείλαντο
Υποτακτική
γγείλωμαι, γγείλ, γγείληται, γγειλώμεθα, γγείλησθε, γγείλωνται
Ευκτική
γγειλαίμην, γγείλαιο, γγείλαιτο, γγειλαίμεθα, γγείλαισθε, γγείλαιντο
Προστακτική
---, γγειλαι, γγειλάσθω, ---, γγείλασθε, γγειλάσθων ή γγειλάσθωσαν
Απαρέμφατο
γγείλασθαι
Μετοχή
γγειλάμενος
γγειλαμένη
γγειλάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
γγέλθην, γγέλθης, γγέλθη, γγέλθημεν, γγέλθητε, γγέλθησαν
Υποτακτική
γγελθ, γγελθς, γγελθ, γγελθμεν, γγελθτε, γγελθσι(ν)
Ευκτική
γγελθείην, γγελθείης, γγελθείη, γγελθείημεν ή γγελθεμεν, γγελθείητε ή γγελθετε, γγελθείησαν ή γγελθεεν
Προστακτική
---, γγέλθητι, γγελθήτω, ---, γγέλθητε, γγελθέντων ή γγελθήτωσαν
Απαρέμφατο
γγελθναι
Μετοχή
γγελθείς
γγελθεσα
γγελθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γγελμαι, γγελσαι, γγελται, γγέλμεθα, γγελσθε, γγελμένοι εσι(ν)
 
Υποτακτική
γγελμένος- γγελμένη-γγελμένον
γγελμένος- γγελμένη-γγελμένον ς
γγελμένος- γγελμένη-γγελμένον
γγελμένοι- γγελμέναι-γγελμένα μεν
γγελμένοι- γγελμέναι-γγελμένα τε
γγελμένοι- γγελμέναι-γγελμένα σι
 
Ευκτική
γγελμένος- γγελμένη-γγελμένον εην
γγελμένος- γγελμένη-γγελμένον εης
γγελμένος- γγελμένη-γγελμένον εη
γγελμένοι- γγελμέναι-γγελμένα εημεν (εμεν)
γγελμένοι- γγελμέναι-γγελμένα εητε (ετε)
γγελμένοι- γγελμέναι-γγελμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, γγελσο, γγέλθω, ---, γγελθε, γγέλθων ή γγέλθωσαν
 
Απαρέμφατο
γγέλθαι
Μετοχή
γγελμένος,
γγελμένη,
γγελμένον
 
Υπερσυντέλικος
γγέλμην, γγελσο, γγελτο, γγέλμεθα, γγελθε, γγελμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...