Donika Mishineva
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οἴομαι & οἶμαι»
[αποθετικό: νομίζω, φρονώ]
Ενεστώτας
Οριστική
οἴομαι / οἶμαι, οἴῃ/οἴει, οἴεται, οἰόμεθα, οἴεσθε, οἴονται
Υποτακτική
οἴωμαι, οἴῃ, οἴηται, οἰώμεθα, οἴησθε, οἴωνται
Ευκτική
οἰοίμην, οἴοιο, οἴοιτο, οἰοίμεθα, οἴοισθε, οἴοιντο
Προστακτική
---, οἴου, οἰέσθω, ---, οἴεσθε, οἰέσθων ή οἰέσθωσαν
Απαρέμφατο
οἴεσθαι
Μετοχή
οἰόμενος
οἰομένη
οἰόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ᾠόμην / ᾤμην, ᾤου, ᾤετο, ᾠόμεθα, ᾤεσθε, ᾤοντο
Μέλλοντας
Οριστική
οἰήσομαι, οἰήσῃ/οἰήσει, οἰήσεται, οἰησόμεθα, οἰήσεσθε, οἰήσονται
Ευκτική
οἰησοίμην, οἰήσοιο, οἰήσοιτο, οἰησοίμεθα, οἰήσοισθε, οἰήσοιντο
Απαρέμφατο
οἰήσεσθαι
Μετοχή
οἰησόμενος
οἰησομένη
οἰησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ᾠήθην, ᾠήθης, ᾠήθη, ᾠήθημεν, ᾠήθητε, ᾠήθησαν
Υποτακτική
οἰηθῶ, οἰηθῇς, οἰηθῇ, οἰηθῶμεν, οἰηθῆτε, οἰηθῶσι(ν)
Ευκτική
οἰηθείην, οἰηθείης, οἰηθείη, οἰηθείημεν ή οἰηθεῖμεν, οἰηθείητε ή οἰηθεῖτε, οἰηθείησαν ή οἰηθεῖεν
Προστακτική
---, οἰήθητι, οἰηθήτω, ---, οἰήθητε, οἰηθέντων ή οἰηθήτωσαν
Απαρέμφατο
οἰηθῆναι
Μετοχή
οἰηθείς
οἰηθεῖσα
οἰηθέν
Παρακείμενος
Οριστική
νενόμικα, νενόμικας, νενόμικε, νενομίκαμεν, νενομίκατε, νενομίκασι(ν)
Υποτακτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ὦ
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ᾖς
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ᾖ
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ὦμεν
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἦτε
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ὦσι
Ευκτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴην
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴης
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴη
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα εἴημεν (εἶμεν)
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα εἴητε (εἶτε)
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ἴσθι
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ἔστω
---
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἔστε
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἔστων
Απαρέμφατο
νενομικέναι
Μετοχή
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐνενομίκειν, ἐνενομίκεις, ἐνενομίκει, ἐνενομίκεμεν, ἐνενομίκετε, ἐνενομίκεσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οἴομαι & οἶμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
οἴομαι / οἶμαι, οἴῃ/οἴει, οἴεται, οἰόμεθα, οἴεσθε, οἴονται
οἴωμαι, οἴῃ, οἴηται, οἰώμεθα, οἴησθε, οἴωνται
οἰοίμην, οἴοιο, οἴοιτο, οἰοίμεθα, οἴοισθε, οἴοιντο
---, οἴου, οἰέσθω, ---, οἴεσθε, οἰέσθων ή οἰέσθωσαν
οἴεσθαι
οἰόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ᾠόμην / ᾤμην, ᾤου, ᾤετο, ᾠόμεθα, ᾤεσθε, ᾤοντο
Οριστική
οἰήσομαι, οἰήσῃ/οἰήσει, οἰήσεται, οἰησόμεθα, οἰήσεσθε, οἰήσονται
οἰησοίμην, οἰήσοιο, οἰήσοιτο, οἰησοίμεθα, οἰήσοισθε, οἰήσοιντο
οἰήσεσθαι
οἰησόμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ᾠήθην, ᾠήθης, ᾠήθη, ᾠήθημεν, ᾠήθητε, ᾠήθησαν
οἰηθῶ, οἰηθῇς, οἰηθῇ, οἰηθῶμεν, οἰηθῆτε, οἰηθῶσι(ν)
οἰηθείην, οἰηθείης, οἰηθείη, οἰηθείημεν ή οἰηθεῖμεν, οἰηθείητε ή οἰηθεῖτε, οἰηθείησαν ή οἰηθεῖεν
---, οἰήθητι, οἰηθήτω, ---, οἰήθητε, οἰηθέντων ή οἰηθήτωσαν
οἰηθῆναι
οἰηθείς
Παρακείμενος
Οριστική
νενόμικα, νενόμικας, νενόμικε, νενομίκαμεν, νενομίκατε, νενομίκασι(ν)
Υποτακτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ὦ
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ᾖς
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ὦμεν
Ευκτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴην
Προστακτική
---
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ἴσθι
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἔστε
Απαρέμφατο
νενομικέναι
Μετοχή
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐνενομίκειν, ἐνενομίκεις, ἐνενομίκει, ἐνενομίκεμεν, ἐνενομίκετε, ἐνενομίκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου