Nikki Smith
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σημαίνω / σημαίνομαι»
σημαίνω: φανερώνω, γνωστοποιώ, δίνω
σημείο/σημάδι, υποδεικνύει, σφραγίζω, διατάζω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σημαίνω, σημαίνεις, σημαίνει, σημαίνομεν, σημαίνετε, σημαίνουσι(ν)
Υποτακτική
σημαίνω, σημαίνῃς, σημαίνῃ, σημαίνωμεν, σημαίνητε, σημαίνωσι(ν)
Ευκτική
σημαίνοιμι, σημαίνοις, σημαίνοι, σημαίνοιμεν, σημαίνοιτε, σημαίνοιεν
Προστακτική
---, σήμαινε, σημαινέτω, ---, σημαίνετε, σημαινόντων (ή σημαινέτωσαν)
Απαρέμφατο
σημαίνειν
Μετοχή
σημαίνων, σημαίνουσα, σημαῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσήμαινον, ἐσήμαινες, ἐσήμαινε, ἐσημαίνομεν, ἐσημαίνετε, ἐσήμαινον
Μέλλοντας
Οριστική
σημανῶ, σημανεῖς, σημανεῖ, σημανοῦμεν, σημανεῖτε, σημανοῦσι(ν)
Ευκτική
σημανοῖμι, σημανοῖς, σημανοῖ, ή σημανοίην, σημανοίης, σημανοίη, σημανοῖμεν, σημανοῖτε, σημανοῖεν
Απαρέμφατο
σημανεῖν
Μετοχή
σημανῶν, σημανοῦσα, σημανοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐσήμηνα, ἐσήμηνας, ἐσήμηνε(ν), ἐσημήναμεν, ἐσημήνατε, ἐσήμηναν
& ἐσήμανα, ἐσήμανας, ἐσήμανε(ν), ἐσημάναμεν, ἐσημάνατε, ἐσήμαναν
Υποτακτική
σημήνω, σημήνῃς, σημήνῃ, σημήνωμεν, σημήνητε, σημήνωσι(ν)
Ευκτική
σημήναιμι, σημήναις / σημήνειας, σημήναι / σημήνειε(ν), σημήναιμεν, σημήναιτε, σημήναιεν / σημήνειαν
Προστακτική
---, σήμηνον, σημηνάτω, ---, σημήνατε, σημηνάντων (ή σημηνάτωσαν)
Απαρέμφατο
σημῆναι
Μετοχή
σημήνας, σημήνασα, σημῆναν
Παρακείμενος
Οριστική
σεσήμαγκα, σεσήμαγκας, σεσήμαγκε, σεσημάγκαμεν, σεσημάγκατε, σεσημάγκασι(ν)
Υποτακτική
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ὦ
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ᾖς
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ᾖ
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ὦμεν
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ἦτε
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ὦσι
Ευκτική
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός εἴην
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός εἴης
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός εἴη
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα εἴημεν (εἶμεν)
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα εἴητε (εἶτε)
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ἴσθι
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ἔστω
---
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ἔστε
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ἔστων
Απαρέμφατο
σεσημαγκέναι
Μετοχή
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σημαίνομαι, σημαίνῃ/σημαίνει, σημαίνεται, σημαινόμεθα, σημαίνεσθε, σημαίνονται
Υποτακτική
σημαίνωμαι, σημαίνῃ, σημαίνηται, σημαινώμεθα, σημαίνησθε, σημαίνωνται
Ευκτική
σημαινοίμην, σημαίνοιο, σημαίνοιτο, σημαινοίμεθα, σημαίνοισθε, σημαίνοιντο
Προστακτική
---, σημαίνου, σημαινέσθω, ---, σημαίνεσθε, σημαινέσθων ή σημαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
σημαίνεσθαι
Μετοχή
σημαινόμενος
σημαινομένη
σημαινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσημαινόμην, ἐσημαίνου, ἐσημαίνετο, ἐσημαινόμεθα, ἐσημαίνεσθε, ἐσημαίνοντο
Μέλλοντας
Οριστική
σημανοῦμαι, σημανῇ/σημανεῖ, σημανεῖται, σημανοῦμεθα, σημανεῖσθε, σημανοῦνται
Ευκτική
σημανοίμην, σημανοῖο, σημανοῖτο, σημανοίμεθα, σημανοῖσθε, σημανοῖντο
Απαρέμφατο
σημανεῖσθαι
Μετοχή
σημανούμενος
σημανουμένη
σημανούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
σημανθήσομαι, σημανθήσῃ/σημανθήσει, σημανθήσεται, σημανθησόμεθα, σημανθήσεσθε, σημανθήσονται
Ευκτική
σημανθησοίμην, σημανθήσοιο, σημανθήσοιτο, σημανθησοίμεθα, σημανθήσοισθε, σημανθήσοιντο
Απαρέμφατο
σημανθήσεσθαι
Μετοχή
σημανθησόμενος
σημανθησομένη
σημανθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐσημηνάμην, ἐσημήνω, ἐσημήνατο, ἐσημηνάμεθα, ἐσημήνασθε, ἐσημήναντο
Υποτακτική
σημήνωμαι, σημήνῃ, σημήνηται, σημηνώμεθα, σημήνησθε, σημήνωνται
Ευκτική
σημηναίμην, σημήναιο, σημήναιτο, σημηναίμεθα, σημήναισθε, σημήναιντο
Προστακτική
---, σήμηναι, σημηνάσθω, ---, σημήνασθε, σημηνάσθων ή σημηνάσθωσαν
Απαρέμφατο
σημήνασθαι
Μετοχή
σημηνάμενος
σημηναμένη
σημηνάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐσημάνθην, ἐσημάνθης, ἐσημάνθη, ἐσημάνθημεν, ἐσημάνθητε, ἐσημάνθησαν
Υποτακτική
σημανθῶ, σημανθῇς, σημανθῇ, σημανθῶμεν, σημανθῆτε, σημανθῶσι(ν)
Ευκτική
σημανθείην, σημανθείης, σημανθείη, σημανθείημεν ή σημανθεῖμεν, σημανθείητε ή σημανθεῖτε, σημανθείησαν ή σημανθεῖεν
Προστακτική
---, σημάνθητι, σημανθήτω, ---, σημάνθητε, σημανθέντων ή σημανθήτωσαν
Απαρέμφατο
σημανθῆναι
Μετοχή
σημανθείς
σημανθεῖσα
σημανθέν
Παρακείμενος
Οριστική
σεσήμασμαι, σεσήμανσαι, σεσήμανται, σεσημάσμεθα, σεσήμανθε, σεσημασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον ὦ
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον ᾖς
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον ᾖ
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα ὦμεν
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα ἦτε
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα ὦσι
Ευκτική
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον εἴην
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον
εἴης
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον
εἴη
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα
εἴημεν (εἶμεν)
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα
εἴητε (εἶτε)
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα
εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, σεσήμανσο, σεσημάνθω, --- σεσήμανθε, σεσημάνθων ή σεσημάνθωσαν
Απαρέμφατο
σεσημάνθαι
Μετοχή
σεσημασμένος,
σεσημασμένη,
σεσημασμένον
Υπερσυντέλικος
ἐσεσημάσμην, ἐσεσήμανσο, ἐσεσήμαντο, ἐσεσημάσμεθα, ἐσεσήμανθε, σεσημασμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σημαίνω / σημαίνομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σημαίνω, σημαίνεις, σημαίνει, σημαίνομεν, σημαίνετε, σημαίνουσι(ν)
σημαίνω, σημαίνῃς, σημαίνῃ, σημαίνωμεν, σημαίνητε, σημαίνωσι(ν)
σημαίνοιμι, σημαίνοις, σημαίνοι, σημαίνοιμεν, σημαίνοιτε, σημαίνοιεν
Προστακτική
---, σήμαινε, σημαινέτω, ---, σημαίνετε, σημαινόντων (ή σημαινέτωσαν)
Απαρέμφατο
σημαίνειν
Μετοχή
σημαίνων, σημαίνουσα, σημαῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσήμαινον, ἐσήμαινες, ἐσήμαινε, ἐσημαίνομεν, ἐσημαίνετε, ἐσήμαινον
Μέλλοντας
Οριστική
σημανῶ, σημανεῖς, σημανεῖ, σημανοῦμεν, σημανεῖτε, σημανοῦσι(ν)
σημανοῖμι, σημανοῖς, σημανοῖ, ή σημανοίην, σημανοίης, σημανοίη, σημανοῖμεν, σημανοῖτε, σημανοῖεν
σημανεῖν
σημανῶν, σημανοῦσα, σημανοῦν
Οριστική
ἐσήμηνα, ἐσήμηνας, ἐσήμηνε(ν), ἐσημήναμεν, ἐσημήνατε, ἐσήμηναν
σημήνω, σημήνῃς, σημήνῃ, σημήνωμεν, σημήνητε, σημήνωσι(ν)
σημήναιμι, σημήναις / σημήνειας, σημήναι / σημήνειε(ν), σημήναιμεν, σημήναιτε, σημήναιεν / σημήνειαν
Προστακτική
---, σήμηνον, σημηνάτω, ---, σημήνατε, σημηνάντων (ή σημηνάτωσαν)
Απαρέμφατο
σημῆναι
σημήνας, σημήνασα, σημῆναν
Παρακείμενος
Οριστική
σεσήμαγκα, σεσήμαγκας, σεσήμαγκε, σεσημάγκαμεν, σεσημάγκατε, σεσημάγκασι(ν)
Υποτακτική
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ὦ
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ᾖς
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ὦμεν
Ευκτική
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός εἴην
Προστακτική
---
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ἴσθι
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ἔστε
Απαρέμφατο
σεσημαγκέναι
Μετοχή
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σημαίνομαι, σημαίνῃ/σημαίνει, σημαίνεται, σημαινόμεθα, σημαίνεσθε, σημαίνονται
σημαίνωμαι, σημαίνῃ, σημαίνηται, σημαινώμεθα, σημαίνησθε, σημαίνωνται
σημαινοίμην, σημαίνοιο, σημαίνοιτο, σημαινοίμεθα, σημαίνοισθε, σημαίνοιντο
Προστακτική
---, σημαίνου, σημαινέσθω, ---, σημαίνεσθε, σημαινέσθων ή σημαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
σημαίνεσθαι
Μετοχή
σημαινόμενος
σημαινομένη
σημαινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσημαινόμην, ἐσημαίνου, ἐσημαίνετο, ἐσημαινόμεθα, ἐσημαίνεσθε, ἐσημαίνοντο
Μέλλοντας
Οριστική
σημανοῦμαι, σημανῇ/σημανεῖ, σημανεῖται, σημανοῦμεθα, σημανεῖσθε, σημανοῦνται
σημανοίμην, σημανοῖο, σημανοῖτο, σημανοίμεθα, σημανοῖσθε, σημανοῖντο
σημανεῖσθαι
σημανούμενος
σημανουμένη
σημανούμενον
Οριστική
σημανθήσομαι, σημανθήσῃ/σημανθήσει, σημανθήσεται, σημανθησόμεθα, σημανθήσεσθε, σημανθήσονται
σημανθησοίμην, σημανθήσοιο, σημανθήσοιτο, σημανθησοίμεθα, σημανθήσοισθε, σημανθήσοιντο
Απαρέμφατο
σημανθήσεσθαι
Μετοχή
σημανθησόμενος
σημανθησομένη
σημανθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐσημηνάμην, ἐσημήνω, ἐσημήνατο, ἐσημηνάμεθα, ἐσημήνασθε, ἐσημήναντο
σημήνωμαι, σημήνῃ, σημήνηται, σημηνώμεθα, σημήνησθε, σημήνωνται
σημηναίμην, σημήναιο, σημήναιτο, σημηναίμεθα, σημήναισθε, σημήναιντο
Προστακτική
---, σήμηναι, σημηνάσθω, ---, σημήνασθε, σημηνάσθων ή σημηνάσθωσαν
Απαρέμφατο
σημήνασθαι
Μετοχή
σημηνάμενος
σημηναμένη
σημηνάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐσημάνθην, ἐσημάνθης, ἐσημάνθη, ἐσημάνθημεν, ἐσημάνθητε, ἐσημάνθησαν
σημανθῶ, σημανθῇς, σημανθῇ, σημανθῶμεν, σημανθῆτε, σημανθῶσι(ν)
σημανθείην, σημανθείης, σημανθείη, σημανθείημεν ή σημανθεῖμεν, σημανθείητε ή σημανθεῖτε, σημανθείησαν ή σημανθεῖεν
---, σημάνθητι, σημανθήτω, ---, σημάνθητε, σημανθέντων ή σημανθήτωσαν
Απαρέμφατο
σημανθῆναι
σημανθείς
σημανθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
σεσήμασμαι, σεσήμανσαι, σεσήμανται, σεσημάσμεθα, σεσήμανθε, σεσημασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον ὦ
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον ᾖς
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα ὦμεν
Ευκτική
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον εἴην
Προστακτική
---, σεσήμανσο, σεσημάνθω, --- σεσήμανθε, σεσημάνθων ή σεσημάνθωσαν
Απαρέμφατο
σεσημάνθαι
Μετοχή
σεσημασμένος,
σεσημασμένη,
σεσημασμένον
Υπερσυντέλικος
ἐσεσημάσμην, ἐσεσήμανσο, ἐσεσήμαντο, ἐσεσημάσμεθα, ἐσεσήμανθε, σεσημασμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου