Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σημαίνω / σημαίνομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σημαίνω / σημαίνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Nikki Smith
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σημαίνω / σημαίνομαι»
 
σημαίνω: φανερώνω, γνωστοποιώ, δίνω σημείο/σημάδι, υποδεικνύει, σφραγίζω, διατάζω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σημαίνω, σημαίνεις, σημαίνει, σημαίνομεν, σημαίνετε, σημαίνουσι(ν)
Υποτακτική
σημαίνω, σημαίνς, σημαίν, σημαίνωμεν, σημαίνητε, σημαίνωσι(ν)
Ευκτική
σημαίνοιμι, σημαίνοις, σημαίνοι, σημαίνοιμεν, σημαίνοιτε, σημαίνοιεν
Προστακτική
---, σήμαινε, σημαινέτω, ---, σημαίνετε, σημαινόντων (ή σημαινέτωσαν)
Απαρέμφατο
σημαίνειν
Μετοχή
σημαίνων, σημαίνουσα, σημανον
 
Παρατατικός
Οριστική
σήμαινον, σήμαινες, σήμαινε, σημαίνομεν, σημαίνετε, σήμαινον
 
Μέλλοντας
Οριστική
σημαν, σημανες, σημανε, σημανομεν, σημανετε, σημανοσι(ν)
Ευκτική
σημανομι, σημανος, σημανο, ή σημανοίην, σημανοίης, σημανοίη, σημανομεν, σημανοτε, σημανοεν
Απαρέμφατο
σημανεν
Μετοχή
σημανν, σημανοσα, σημανον
 
Αόριστος
Οριστική
σήμηνα, σήμηνας, σήμηνε(ν), σημήναμεν, σημήνατε, σήμηναν
& σήμανα, σήμανας, σήμανε(ν), σημάναμεν, σημάνατε, σήμαναν
Υποτακτική
σημήνω, σημήνς, σημήν, σημήνωμεν, σημήνητε, σημήνωσι(ν)
Ευκτική
σημήναιμι, σημήναις / σημήνειας, σημήναι / σημήνειε(ν), σημήναιμεν, σημήναιτε, σημήναιεν / σημήνειαν
Προστακτική
---, σήμηνον, σημηνάτω, ---, σημήνατε, σημηνάντων (ή σημηνάτωσαν)
Απαρέμφατο
σημναι
Μετοχή
σημήνας, σημήνασα, σημναν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σεσήμαγκα, σεσήμαγκας, σεσήμαγκε, σεσημάγκαμεν, σεσημάγκατε, σεσημάγκασι(ν)
 
Υποτακτική
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός ς
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός
σεσημαγκότες- σεσημαγκυαι- σεσημαγκότα μεν
σεσημαγκότες- σεσημαγκυαι- σεσημαγκότα τε
σεσημαγκότες- σεσημαγκυαι- σεσημαγκότα σι
 
Ευκτική
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός εην
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός εης
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός εη
σεσημαγκότες- σεσημαγκυαι- σεσημαγκότα εημεν (εμεν)
σεσημαγκότες- σεσημαγκυαι- σεσημαγκότα εητε (ετε)
σεσημαγκότες- σεσημαγκυαι- σεσημαγκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός σθι
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός στω
---
σεσημαγκότες- σεσημαγκυαι- σεσημαγκότα στε
σεσημαγκότες- σεσημαγκυαι- σεσημαγκότα στων
 
Απαρέμφατο
σεσημαγκέναι
Μετοχή
σεσημαγκώς- σεσημαγκυα- σεσημαγκός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σημαίνομαι, σημαίν/σημαίνει, σημαίνεται, σημαινόμεθα, σημαίνεσθε, σημαίνονται
Υποτακτική
σημαίνωμαι, σημαίν, σημαίνηται, σημαινώμεθα, σημαίνησθε, σημαίνωνται
Ευκτική
σημαινοίμην, σημαίνοιο, σημαίνοιτο, σημαινοίμεθα, σημαίνοισθε, σημαίνοιντο
Προστακτική
---, σημαίνου, σημαινέσθω, ---, σημαίνεσθε, σημαινέσθων ή σημαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
σημαίνεσθαι
Μετοχή
σημαινόμενος
σημαινομένη
σημαινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σημαινόμην, σημαίνου, σημαίνετο, σημαινόμεθα, σημαίνεσθε, σημαίνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
σημανομαι, σημαν/σημανε, σημανεται, σημανομεθα, σημανεσθε, σημανονται
Ευκτική
σημανοίμην, σημανοο, σημανοτο, σημανοίμεθα, σημανοσθε, σημανοντο
Απαρέμφατο
σημανεσθαι
Μετοχή
σημανούμενος
σημανουμένη
σημανούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
σημανθήσομαι, σημανθήσ/σημανθήσει, σημανθήσεται, σημανθησόμεθα, σημανθήσεσθε, σημανθήσονται
Ευκτική
σημανθησοίμην, σημανθήσοιο, σημανθήσοιτο, σημανθησοίμεθα, σημανθήσοισθε, σημανθήσοιντο
Απαρέμφατο
σημανθήσεσθαι
Μετοχή
σημανθησόμενος
σημανθησομένη
σημανθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
σημηνάμην, σημήνω, σημήνατο, σημηνάμεθα, σημήνασθε, σημήναντο
Υποτακτική
σημήνωμαι, σημήν, σημήνηται, σημηνώμεθα, σημήνησθε, σημήνωνται
Ευκτική
σημηναίμην, σημήναιο, σημήναιτο, σημηναίμεθα, σημήναισθε, σημήναιντο
Προστακτική
---, σήμηναι, σημηνάσθω, ---, σημήνασθε, σημηνάσθων ή σημηνάσθωσαν
Απαρέμφατο
σημήνασθαι
Μετοχή
σημηνάμενος
σημηναμένη
σημηνάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
σημάνθην, σημάνθης, σημάνθη, σημάνθημεν, σημάνθητε, σημάνθησαν
Υποτακτική
σημανθ, σημανθς, σημανθ, σημανθμεν, σημανθτε, σημανθσι(ν)
Ευκτική
σημανθείην, σημανθείης, σημανθείη, σημανθείημεν ή σημανθεμεν, σημανθείητε ή σημανθετε, σημανθείησαν ή σημανθεεν
Προστακτική
---, σημάνθητι, σημανθήτω, ---, σημάνθητε, σημανθέντων ή σημανθήτωσαν
Απαρέμφατο
σημανθναι
Μετοχή
σημανθείς
σημανθεσα
σημανθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σεσήμασμαι, σεσήμανσαι, σεσήμανται, σεσημάσμεθα, σεσήμανθε, σεσημασμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον ς
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα μεν
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα τε
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα σι
 
Ευκτική
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον εην
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον εης
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον εη
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα εημεν (εμεν)
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα εητε (ετε)
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σεσήμανσο, σεσημάνθω, --- σεσήμανθε, σεσημάνθων ή σεσημάνθωσαν
 
Απαρέμφατο
σεσημάνθαι
Μετοχή
σεσημασμένος,
σεσημασμένη,
σεσημασμένον
 
Υπερσυντέλικος
σεσημάσμην, σεσήμανσο, σεσήμαντο, σεσημάσμεθα, σεσήμανθε, σεσημασμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...