Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐλαύνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐλαύνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Greg Beecham


Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λαύνω»

λαύνω = καταδιώκω, πηγαίνω έφιππος 

Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λαύνω, λαύνεις, λαύνει, λαύνομεν, λαύνετε, λαύνουσι(ν)
Υποτακτική
λαύνω, λαύνς, λαύν, λαύνωμεν, λαύνητε, λαύνωσι(ν)
Ευκτική
λαύνοιμι, λαύνοις, λαύνοι, λαύνοιμεν, λαύνοιτε, λαύνοιεν
Προστακτική
---, λαυνε, λαυνέτω, ---, λαύνετε, λαυνόντων (ή λαυνέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαύνειν
Μετοχή
λαύνων, λαύνουσα, λαύνον
 
Παρατατικός
Οριστική
λαυνον, λαυνες, λαυνε, λαύνομεν, λαύνετε, λαυνον
 
Μέλλοντας
Οριστική
λ, λες, λε, λομεν, λετε, λοσι(ν)
Ευκτική
λομι, λος, λο, ή λοίην, λοίης, λοίη, λομεν, λοτε, λοεν
Απαρέμφατο
λεν
Μετοχή
λν, λοσα, λον
 
Αόριστος
Οριστική
λασα, λασας, λασε(ν), λάσαμεν, λάσατε, λασαν
Υποτακτική
λάσω, λάσς, λάσ, λάσωμεν, λάσητε, λάσωσι(ν)
Ευκτική
λάσαιμι, λάσαις / λάσειας, λάσαι / λάσειε(ν), λάσαιμεν, λάσαιτε, λάσαιεν / λάσειαν
Προστακτική
---, λασον, λασάτω, ---, λάσατε, λασάντων (ή λασάτωσαν)
Απαρέμφατο
λάσαι
Μετοχή
λάσας, λάσασα, λάσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λήλακα, λήλακας, λήλακε, ληλάκαμεν, ληλάκατε, ληλάκασι(ν)
 
Υποτακτική
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός ς
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός
ληλακότες- ληλακυαι- ληλακότα μεν
ληλακότες- ληλακυαι- ληλακότα τε
ληλακότες- ληλακυαι- ληλακότα σι
 
Ευκτική
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός εην
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός εης
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός εη
ληλακότες- ληλακυαι- ληλακότα εημεν (εμεν)
ληλακότες- ληλακυαι- ληλακότα εητε (ετε)
ληλακότες- ληλακυαι- ληλακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός σθι
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός στω
---
ληλακότες- ληλακυαι- ληλακότα στε
ληλακότες- ληλακυαι- ληλακότα στων
 
Απαρέμφατο
ληλακέναι
Μετοχή
ληλακώς- ληλακυα- ληλακός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ληλάκειν, ληλάκεις, ληλάκει, ληλάκεμεν, ληλάκετε, ληλάκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λαύνομαι, λαύν/λαύνει, λαύνεται, λαυνόμεθα, λαύνεσθε, λαύνονται
Υποτακτική
λαύνωμαι, λαύν, λαύνηται, λαυνώμεθα, λαύνησθε, λαύνωνται
Ευκτική
λαυνοίμην, λαύνοιο, λαύνοιτο, λαυνοίμεθα, λαύνοισθε, λαύνοιντο
Προστακτική
---, λαύνου, λαυνέσθω, ---, λαύνεσθε, λαυνέσθων ή λαυνέσθωσαν
Απαρέμφατο
λαύνεσθαι
Μετοχή
λαυνόμενος
λαυνομένη
λαυνόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
λαυνόμην, λαύνου, λαύνετο, λαυνόμεθα, λαύνεσθε, λαύνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
λάσομαι, λάσ/λάσει, λάσεται, λασόμεθα, λάσεσθε, λάσονται
Ευκτική
λασοίμην, λάσοιο, λάσοιτο, λασοίμεθα, λάσοισθε, λάσοιντο
Απαρέμφατο
λάσεσθαι
Μετοχή
λασόμενος
λασομένη
λασόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λαθήσομαι, λαθήσ/λαθήσει, λαθήσεται, λαθησόμεθα, λαθήσεσθε, λαθήσονται
Ευκτική
λαθησοίμην, λαθήσοιο, λαθήσοιτο, λαθησοίμεθα, λαθήσοισθε, λαθήσοιντο
Απαρέμφατο
λαθήσεσθαι
Μετοχή
λαθησόμενος
λαθησομένη
λαθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
λασάμην, λάσω, λάσατο, λασάμεθα, λάσασθε, λάσαντο
Υποτακτική
λάσωμαι, λάσ, λάσηται, λασώμεθα, λάσησθε, λάσωνται
Ευκτική
λασαίμην, λάσαιο, λάσαιτο, λασαίμεθα, λάσαισθε, λάσαιντο
Προστακτική
---, λασαι, λασάσθω, ---, λάσασθε, λασάσθων ή λασάσθωσαν
Απαρέμφατο
λάσασθαι
Μετοχή
λασάμενος
λασαμένη
λασάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λάθην, λάθης, λάθη, λάθημεν, λάθητε, λάθησαν
Υποτακτική
λαθ, λαθς, λαθ, λαθμεν, λαθτε, λαθσι(ν)
Ευκτική
λαθείην, λαθείης, λαθείη, λαθείημεν ή λαθεμεν, λαθείητε ή λαθετε, λαθείησαν ή λαθεεν
Προστακτική
---, λάθητι, λαθήτω, ---, λάθητε, λαθέντων ή λαθήτωσαν
Απαρέμφατο
λαθναι
Μετοχή
λαθείς
λαθεσα
λαθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λήλαμαι, λήλασαι, λήλαται, ληλάμεθα, λήλασθε, λήλανται
 
Υποτακτική
ληλαμένος- ληλαμένη-ληλαμένον
ληλαμένος- ληλαμένη-ληλαμένον ς
ληλαμένος- ληλαμένη-ληλαμένον
ληλαμένοι- ληλαμέναι-ληλαμένα μεν
ληλαμένοι- ληλαμέναι-ληλαμένα τε
ληλαμένοι- ληλαμέναι-ληλαμένα σι
 
Ευκτική
ληλαμένος- ληλαμένη-ληλαμένον εην
ληλαμένος- ληλαμένη-ληλαμένον εης
ληλαμένος- ληλαμένη-ληλαμένον εη
ληλαμένοι- ληλαμέναι-ληλαμένα εημεν (εμεν)
ληλαμένοι- ληλαμέναι-ληλαμένα εητε (ετε)
ληλαμένοι- ληλαμέναι-ληλαμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, λήλασο, ληλάσθω, --- λήλασθε, ληλάσθων ή ληλάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ληλάσθαι
Μετοχή
ληλαμένος,
ληλαμένη,
ληλαμένον
 
Υπερσυντέλικος
ληλάμην, λήλασο, λήλατο, ληλάμεθα, λήλασθε, λήλαντο
 
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...