Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εὑρίσκω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εὑρίσκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ata Alishahi

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ερίσκω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ερίσκω, ερίσκεις, ερίσκει, ερίσκομεν, ερίσκετε, ερίσκουσι(ν)
Υποτακτική
ερίσκω, ερίσκς, ερίσκ, ερίσκωμεν, ερίσκητε, ερίσκωσι(ν)
Ευκτική
ερίσκοιμι, ερίσκοις, ερίσκοι, ερίσκοιμεν, ερίσκοιτε, ερίσκοιεν
Προστακτική
---, ερισκε, ερισκέτω, ---, ερίσκετε, ερισκόντων (ή ερισκέτωσαν)
Απαρέμφατο
ερίσκειν
Μετοχή
ερίσκων, ερίσκουσα, ερίσκον
 
Παρατατικός
Οριστική
ηρισκον, ηρισκες, ηρισκε, ηρίσκομεν, ηρίσκετε, ηρισκον
& ερισκον, ερισκες, ερισκε, ερίσκομεν, ερίσκετε, ερισκον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ερήσω, ερήσεις, ερήσει, ερήσομεν, ερήσετε, ερήσουσι(ν)
Ευκτική
ερήσοιμι, ερήσοις, ερήσοι, ερήσοιμεν, ερήσοιτε, ερήσοιεν
Απαρέμφατο
ερήσειν
Μετοχή
ερήσων, ερήσουσα, ερσον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
ηρον, ηρες, ηρε(ν), ηρομεν, ηρετε, ηρον
& ερον, ερες, ερε(ν), ερομεν, ερετε, ερον
Υποτακτική
ερω, ερς, ερ, ερωμεν, ερητε, ερωσι(ν)
Ευκτική
εροιμι, εροις, εροι, εροιμεν, εροιτε, εροιεν
Προστακτική
---, ερέ, ερέτω, ---, ερετε, ερόντων (ή ερέτωσαν)
Απαρέμφατο
ερεν
Μετοχή
ερών, εροσα, ερόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ηρηκα, ηρηκας, ηρηκε, ηρήκαμεν, ηρήκατε, ηρήκασι(ν)
& ερηκα, ερηκας, ερηκε, ερήκαμεν, ερήκατε, ερήκασι(ν)
 
Υποτακτική
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός ς
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός
ερηκότες- ερηκυαι- ερηκότα μεν
ερηκότες- ερηκυαι- ερηκότα τε
ερηκότες- ερηκυαι- ερηκότα σι
 
Ευκτική
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός εην
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός εης
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός εη
ερηκότες- ερηκυαι- ερηκότα εημεν (εμεν)
ερηκότες- ερηκυαι- ερηκότα εητε (ετε)
ερηκότες- ερηκυαι- ερηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός σθι
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός στω
---
ερηκότες- ερηκυαι- ερηκότα στε
ερηκότες- ερηκυαι- ερηκότα στων
 
Απαρέμφατο
ερηκέναι
Μετοχή
ερηκώς- ερηκυα- ερηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ερήκειν, ερήκεις, ερήκει, ερήκεμεν, ερήκετε, ερήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ερίσκομαι, ερίσκρίσκει, ερίσκεται, ερισκόμεθα, ερίσκεσθε, ερίσκονται
Υποτακτική
ερίσκωμαι, ερίσκ, ερίσκηται, ερισκώμεθα, ερίσκησθε, ερίσκωνται
Ευκτική
ερισκοίμην, ερίσκοιο, ερίσκοιτο, ερισκοίμεθα, ερίσκοισθε, ερίσκοιντο
Προστακτική
---, ερίσκου, ερισκέσθω, ---, ερίσκεσθε, ερισκέσθων ή ερισκέσθωσαν
Απαρέμφατο
ερίσκεσθαι
Μετοχή
ερισκόμενος
ερισκομένη
ερισκόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
ηρισκόμην, ηρίσκου, ηρίσκετο, ηρισκόμεθα, ηρίσκεσθε, ηρίσκοντο
& ερισκόμην, ερίσκου, ερίσκετο, ερισκόμεθα, ερίσκεσθε, ερίσκοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ερήσομαι, ερήσρήσει, ερήσεται, ερησόμεθα, ερήσεσθε, ερήσονται
Ευκτική
ερησοίμην, ερήσοιο, ερήσοιτο, ερησοίμεθα, ερήσοισθε, ερήσοιντο
Απαρέμφατο
ερήσεσθαι
Μετοχή
ερησόμενος
ερησομένη
ερησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ερεθήσομαι, ερεθήσρεθήσει, ερεθήσεται, ερεθησόμεθα, ερεθήσεσθε, ερεθήσονται
Ευκτική
ερεθησοίμην, ερεθήσοιο, ερεθήσοιτο, ερεθησοίμεθα, ερεθήσοισθε, ερεθήσοιντο
Απαρέμφατο
ερεθήσεσθαι
Μετοχή
ερεθησόμενος
ερεθησομένη
ερεθησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
ηρόμην, ηρου, ηρετο, ηρόμεθα, ηρεσθε, ηροντο
& ερόμην, ερου, ερετο, ερόμεθα, ερεσθε, εροντο
Υποτακτική
ερωμαι, ερ, ερηται, ερώμεθα, ερησθε, ερωνται
Ευκτική
εροίμην, εροιο, εροιτο, εροίμεθα, εροισθε, εροιντο
Προστακτική
---, ερο, ερέσθω, ----, ερεσθε, ερέσθων
Απαρέμφατο
ερέσθαι
Μετοχή
ερόμενος, ερομένη, ερόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ηρέθην, ηρέθης, ηρέθη, ηρέθημεν, ηρέθητε, ηρέθησαν
& ερέθην, ερέθης, ερέθη, ερέθημεν, ερέθητε, ερέθησαν
Υποτακτική
ερεθ, ερεθς, ερεθ, ερεθμεν, ερεθτε, ερεθσι(ν)
Ευκτική
ερεθείην, ερεθείης, ερεθείη, ερεθείημεν ή ερεθεμεν, ερεθείητε ή ερεθετε, ερεθείησαν ή ερεθεεν
Προστακτική
---, ερέθητι, ερεθήτω, ---, ερέθητε, ερεθέντων ή ερεθήτωσαν
Απαρέμφατο
ερεθναι
Μετοχή
ερεθείς
ερεθεσα
ερεθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ηρημαι, ηρησαι, ηρηται, ηρήμεθα, ηρησθε, ηρηνται
& ερημαι, ερησαι, ερηται, ερήμεθα, ερησθε, ερηνται
 
Υποτακτική
ερημένος- ερημένη-ερημένον
ερημένος- ερημένη-ερημένον ς
ερημένος- ερημένη-ερημένον
ερημένοι- ερημέναι-ερημένα μεν
ερημένοι- ερημέναι-ερημένα τε
ερημένοι- ερημέναι-ερημένα σι
 
Ευκτική
ερημένος- ερημένη-ερημένον εην
ερημένος- ερημένη-ερημένον εης
ερημένος- ερημένη-ερημένον εη
ερημένοι- ερημέναι-ερημένα εημεν (εμεν)
ερημένοι- ερημέναι-ερημένα εητε (ετε)
ερημένοι- ερημέναι-ερημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, ερησο, ερήσθω, --- ερησθε, ερήσθων ή ερήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ερσθαι
Μετοχή
ερημένος,
ερημένη,
ερημένον
 
Υπερσυντέλικος
ερήμην, ερησο, ερητο, ερήμεθα, ερησθε, ερηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...