Cindy Greenbean
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐθέλω & θέλω»
Ενεστώτας
Οριστική
ἐθέλω, ἐθέλεις, ἐθέλει, ἐθέλομεν, ἐθέλετε, ἐθέλουσι(ν)
& θέλω, θέλεις, θέλει, θέλομεν,
θέλετε, θέλουσι(ν)
Υποτακτική
ἐθέλω, ἐθέλῃς, ἐθέλῃ, ἐθέλωμεν, ἐθέλητε, ἐθέλωσι(ν)
& θέλω, θέλῃς, θέλῃ, θέλωμεν, θέλητε, θέλωσι(ν)
Ευκτική
ἐθέλοιμι, ἐθέλοις, ἐθέλοι, ἐθέλοιμεν, ἐθέλοιτε, ἐθέλοιεν
& θέλοιμι, θέλοις, θέλοι, θέλοιμεν,
θέλοιτε, θέλοιεν
Προστακτική
---, ἔθελε, ἐθελέτω, ---, ἐθέλετε, ἐθελόντων (ή ἐθελέτωσαν)
& ---, θέλε, θελέτω, ---, θέλετε, θελόντων
(ή θελέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἐθέλειν & θέλειν
Μετοχή
ἐθέλων, ἐθέλουσα, ἐθέλον
& θέλων, θέλουσα, θέλον
Παρατατικός
Οριστική
ἤθελον, ἤθελες, ἤθελε, ἠθέλομεν, ἠθέλετε, ἤθελον
Μέλλοντας
Οριστική
ἐθελήσω, ἐθελήσεις, ἐθελήσει, ἐθελήσομεν, ἐθελήσετε, ἐθελήσουσι(ν)
Ευκτική
ἐθελήσοιμι, ἐθελήσοις, ἐθελήσοι, ἐθελήσοιμεν, ἐθελήσοιτε, ἐθελήσοιεν
Απαρέμφατο
ἐθελήσειν
Μετοχή
ἐθελήσων, ἐθελήσουσα, ἐθελῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἠθέλησα, ἠθέλησας, ἠθέλησε(ν), ᾐτήσαμεν, ᾐτήσατε, ᾔτησαν
Υποτακτική
ἐθελήσω, ἐθελήσῃς, ἐθελήσῃ, ἐθελήσωμεν, ἐθελήσητε, ἐθελήσωσι(ν)
Ευκτική
ἐθελήσαιμι, ἐθελήσαις ή ἐθελήσειας, ἐθελήσαι ή ἐθελήσαιε(ν) ἐθελήσαιμεν, ἐθελήσαιτε, ἐθελήσαιεν ή ἐθελήσειαν
Προστακτική
---, ἐθέλησον, ἐθελησάτω, ---, ἐθελήσατε, ἐθελησάντων (ή ἐθελησάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἐθελῆσαι
Μετοχή
ἐθελήσας, ἐθελήσασα, ἐθελῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἠθέληκα, ἠθέληκας, ἠθέληκε, ἠθελήκαμεν, ἠθελήκατε, ἠθελήκασι(ν)
Υποτακτική
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ὦ
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ᾖς
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ᾖ
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ὦμεν
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ἦτε
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ὦσι
Ευκτική
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός εἴην
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός εἴης
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός εἴη
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα εἴημεν (εἶμεν)
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα εἴητε (εἶτε)
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ἴσθι
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ἔστω
---
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ἔστε
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἠθεληκέναι
Μετοχή
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἠθελήκειν, ἠθελήκεις, ἠθελήκει, ἠθελήκεμεν, ἠθελήκετε, ἠθελήκεσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐθέλω & θέλω»
Ενεστώτας
Οριστική
ἐθέλω, ἐθέλεις, ἐθέλει, ἐθέλομεν, ἐθέλετε, ἐθέλουσι(ν)
Υποτακτική
ἐθέλω, ἐθέλῃς, ἐθέλῃ, ἐθέλωμεν, ἐθέλητε, ἐθέλωσι(ν)
ἐθέλοιμι, ἐθέλοις, ἐθέλοι, ἐθέλοιμεν, ἐθέλοιτε, ἐθέλοιεν
Προστακτική
---, ἔθελε, ἐθελέτω, ---, ἐθέλετε, ἐθελόντων (ή ἐθελέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἐθέλειν & θέλειν
ἐθέλων, ἐθέλουσα, ἐθέλον
Παρατατικός
Οριστική
ἤθελον, ἤθελες, ἤθελε, ἠθέλομεν, ἠθέλετε, ἤθελον
Οριστική
ἐθελήσω, ἐθελήσεις, ἐθελήσει, ἐθελήσομεν, ἐθελήσετε, ἐθελήσουσι(ν)
ἐθελήσοιμι, ἐθελήσοις, ἐθελήσοι, ἐθελήσοιμεν, ἐθελήσοιτε, ἐθελήσοιεν
ἐθελήσειν
ἐθελήσων, ἐθελήσουσα, ἐθελῆσον
Οριστική
ἠθέλησα, ἠθέλησας, ἠθέλησε(ν), ᾐτήσαμεν, ᾐτήσατε, ᾔτησαν
ἐθελήσω, ἐθελήσῃς, ἐθελήσῃ, ἐθελήσωμεν, ἐθελήσητε, ἐθελήσωσι(ν)
ἐθελήσαιμι, ἐθελήσαις ή ἐθελήσειας, ἐθελήσαι ή ἐθελήσαιε(ν) ἐθελήσαιμεν, ἐθελήσαιτε, ἐθελήσαιεν ή ἐθελήσειαν
---, ἐθέλησον, ἐθελησάτω, ---, ἐθελήσατε, ἐθελησάντων (ή ἐθελησάτωσαν)
ἐθελῆσαι
ἐθελήσας, ἐθελήσασα, ἐθελῆσαν
Οριστική
ἠθέληκα, ἠθέληκας, ἠθέληκε, ἠθελήκαμεν, ἠθελήκατε, ἠθελήκασι(ν)
Υποτακτική
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ὦ
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ᾖς
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ὦμεν
Ευκτική
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός εἴην
Προστακτική
---
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ἴσθι
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἠθεληκέναι
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἠθελήκειν, ἠθελήκεις, ἠθελήκει, ἠθελήκεμεν, ἠθελήκετε, ἠθελήκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου