Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐγείρω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐγείρω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dina Belenko
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γείρω»
 
(γείρω = ξυπνώ, σηκώνω, εξεγείρω) 
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γείρω, γείρεις, γείρει, γείρομεν, γείρετε, γείρουσι(ν)
Υποτακτική
γείρω, γείρς, γείρ, γείρωμεν, γείρητε, γείρωσι(ν)
Ευκτική
γείροιμι, γείροις, γείροι, γείροιμεν, γείροιτε, γείροιεν
Προστακτική
---, γειρε, γειρέτω, ---, γείρετε, γειρόντων (ή γειρέτωσαν)
Απαρέμφατο
γείρειν
Μετοχή
γείρων, γείρουσα, γερον
 
Παρατατικός
Οριστική
γειρον, γηρες, γηρε, γήρομεν, γήρετε, γειρον
 
Μέλλοντας
Οριστική
γερ, γερες, γερε, γερομεν, γερετε, γεροσι(ν)
Ευκτική
γερομι, γερος, γερο, ή γεροίην, γεροίης, γεροίη, γερομεν, γεροτε, γεροεν
Απαρέμφατο
γερεν
Μετοχή
γερν, γεροσα, γερον
 
Αόριστος
Οριστική
γειρα, γειρας, γειρε(ν), γείραμεν, γείρατε, γειραν
Υποτακτική
γείρω, γείρς, γείρ, γείρωμεν, γείρητε, γείρωσι(ν)
Ευκτική
γείραιμι, γείραις / γείρειας, γείραι / γείρειε(ν), γείραιμεν, γείραιτε, γείραιεν / γείρειαν
Προστακτική
---, γειρον, γειράτω, ---, γείρατε, γειράντων (ή γειράτωσαν)
Απαρέμφατο
γεραι
Μετοχή
γείρας, γείρασα, γεραν
 
Παρακείμενος Α΄
Οριστική
γήγερκα, γήγερκας, γήγερκε, γηγέρκαμεν, γηγέρκατε, γηγέρκασι(ν)
 
Υποτακτική
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός ς
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα μεν
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα τε
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα σι
 
Ευκτική
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός εην
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός εης
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός εη
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα εημεν (εμεν)
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα εητε (ετε)
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός σθι
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός στω
---
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα στε
γηγερκότες- γηγερκυαι- γηγερκότα στων
 
Απαρέμφατο
γηγερκέναι
Μετοχή
γηγερκώς- γηγερκυα- γηγερκός
 
Παρακείμενος Β΄
Οριστική
γρήγορα, γρήγορας, γρήγορε, γρηγόραμεν, γρηγόρατε, γρηγόρασι(ν)
 
Υποτακτική
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός ς
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός
γρηγορότες- γρηγορυαι- γρηγορότα μεν
γρηγορότες- γρηγορυαι- γρηγορότα τε
γρηγορότες- γρηγορυαι- γρηγορότα σι
 
Ευκτική
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός εην
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός εης
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός εη
γρηγορότες- γρηγορυαι- γρηγορότα εημεν (εμεν)
γρηγορότες- γρηγορυαι- γρηγορότα εητε (ετε)
γρηγορότες- γρηγορυαι- γρηγορότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός σθι
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός στω
---
γρηγορότες- γρηγορυαι- γρηγορότα στε
γρηγορότες- γρηγορυαι- γρηγορότα στων
 
Απαρέμφατο
γρηγορέναι
Μετοχή
γρηγορώς- γρηγορυα- γρηγορός
 
Υπερσυντέλικος Α΄
Οριστική
γηγέρκειν, γηγέρκεις, γηγέρκει, γηγέρκεμεν, γηγέρκετε, γηγέρκεσαν
 
Υπερσυντέλικος Β΄
Οριστική
γρηγόρειν, γρηγόρεις, γρηγόρει, γρηγόρεμεν, γρηγόρετε, γρηγόρεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γείρομαι, γείρ/γείρει, γείρεται, γειρόμεθα, γείρεσθε, γείρονται
Υποτακτική
γείρωμαι, γείρ, γείρηται, γειρώμεθα, γείρησθε, γείρωνται
Ευκτική
γειροίμην, γείροιο, γείροιτο, γειροίμεθα, γείροισθε, γείροιντο
Προστακτική
---, γείρου, γειρέσθω, ---, γείρεσθε, γειρέσθων ή γειρέσθωσαν
Απαρέμφατο
γείρεσθαι
Μετοχή
γειρόμενος
γειρομένη
γειρόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
γειρόμην, γείρου, γείρετο, γειρόμεθα, γείρεσθε, γείροντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
γερομαι, γερ/γερε, γερεται, γερομεθα, γερεσθε, γερονται
Ευκτική
γεροίμην, γεροο, γεροτο, γεροίμεθα, γεροσθε, γεροντο
Απαρέμφατο
γερεσθαι
Μετοχή
γερούμενος
γερουμένη
γερούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
γερθήσομαι, γερθήσ/γερθήσει, γερθήσεται, γερθησόμεθα, γερθήσεσθε, γερθήσονται
Ευκτική
γερθησοίμην, γερθήσοιο, γερθήσοιτο, γερθησοίμεθα, γερθήσοισθε, γερθήσοιντο
Απαρέμφατο
γερθήσεσθαι
Μετοχή
γερθησόμενος
γερθησομένη
γερθησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
γρόμην, γρου, γρετο, γρόμεθα, γρεσθε, γροντο
Υποτακτική
γρωμαι, γρ, γρηται, γρώμεθα, γρησθε, γρωνται
Ευκτική
γροίμην, γροιο, γροιτο, γροίμεθα, γροισθε, γροιντο
Προστακτική
---, γρο, γρέσθω, ----, γρεσθε, γρέσθων
Απαρέμφατο
γρέσθαι
Μετοχή
γρόμενος, γρομένη, γρόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
γέρθην, γέρθης, γέρθη, γέρθημεν, γέρθητε, γέρθησαν
Υποτακτική
γερθ, γερθς, γερθ, γερθμεν, γερθτε, γερθσι(ν)
Ευκτική
γερθείην, γερθείης, γερθείη, γερθείημεν ή γερθεμεν, γερθείητε ή γερθετε, γερθείησαν ή γερθεεν
Προστακτική
---, γέρθητι, γερθήτω, ---, γέρθητε, γερθέντων ή γερθήτωσαν
Απαρέμφατο
γερθναι
Μετοχή
γερθείς
γερθεσα
γερθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γήγερμαι, γήγερσαι, γήγερται, γηγέρμεθα, γήγερσθε, γηγερμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον ς
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα μεν
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα τε
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα σι
 
Ευκτική
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον εην
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον εης
γηγερμένος- γηγερμένη-γηγερμένον εη
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα εημεν (εμεν)
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα εητε (ετε)
γηγερμένοι- γηγερμέναι-γηγερμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, γήγερσο, γηγέρθω, --- γήγερθε, γηγέρθων ή γηγέρθωσαν
 
Απαρέμφατο
γηγέρθαι
Μετοχή
γηγερμένος,
γηγερμένη,
γηγερμένον
 
Υπερσυντέλικος
γηγέρμην, γήγερσο, γήγερτο, γηγέρμεθα, γήγερσθε, γηγερμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...