Bill Bell
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συλλέγω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συλλέγω, συλλέγεις, συλλέγει, συλλέγομεν, συλλέγετε, συλλέγουσι(ν)
Υποτακτική
συλλέγω, συλλέγῃς, συλλέγῃ, συλλέγωμεν, συλλέγητε, συλλέγωσι(ν)
Ευκτική
συλλέγοιμι, συλλέγοις, συλλέγοι, συλλέγοιμεν, συλλέγοιτε, συλλέγοιεν
Προστακτική
---, σύλλεγε, συλλεγέτω, ---, συλλέγετε, συλλεγόντων (ή συλλεγέτωσαν)
Απαρέμφατο
συλλέγειν
Μετοχή
συλλέγων, συλλέγουσα, συλλέγον
Παρατατικός
Οριστική
συνέλεγον, συνέλεγες, συνέλεγε, συνελέγομεν, συνελέγετε, συνέλεγον
Μέλλοντας
Οριστική
συλλέξω, συλλέξεις, συλλέξει, συλλέξομεν, συλλέξετε, συλλέξουσι(ν)
Ευκτική
συλλέξοιμι, συλλέξοις, συλλέξοι, συλλέξοιμεν, συλλέξοιτε, συλλέξοιεν
Απαρέμφατο
συλλέξειν
Μετοχή
συλλέξων, συλλέξουσα, συλλέξον
Αόριστος
Οριστική
συνέλεξα, συνέλεξας, συνέλεξε(ν), συνελέξαμεν, συνελέξατε, συνέλεξαν
Υποτακτική
συλλέξω, συλλέξῃς, συλλέξῃ, συλλέξωμεν, συλλέξητε, συλλέξωσι(ν)
Ευκτική
συλλέξαιμι, συλλέξαις ή συλλέξειας, συλλέξαι ή συλλέξειε(ν), συλλέξαιμεν, συλλέξαιτε, συλλέξαιεν ή συλλέξειαν
Προστακτική
---, συλλέξον, συλλεξάτω, ---, συλλέξατε, συλλεξάντων (ή συλλεξάτωσαν)
Απαρέμφατο
συλλέξαι
Μετοχή
συλλέξας, συλλέξασα, συλλέξαν
Παρακείμενος
Οριστική
συνείλοχα, συνείλοχας, συνείλοχε, συνειλόχαμεν, συνειλόχατε, συνειλόχασι(ν)
Υποτακτική
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός ὦ
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός ᾖς
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός ᾖ
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα ὦμεν
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα ἦτε
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα ὦσι
Ευκτική
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός εἴην
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός εἴης
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός εἴη
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα εἴημεν (εἶμεν)
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα εἴητε (εἶτε)
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός ἴσθι
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός ἔστω
---
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα ἔστε
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα ἔστων
Απαρέμφατο
συνειλοχέναι
Μετοχή
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συλλέγομαι, συλλέγῃ/συλλέγει, συλλέγεται, συλλεγόμεθα, συλλέγεσθε, συλλέγονται
Υποτακτική
συλλέγωμαι, συλλέγῃ, συλλέγηται, συλλεγώμεθα, συλλέγησθε, συλλέγωνται
Ευκτική
συλλεγοίμην, συλλέγοιο, συλλέγοιτο, συλλεγοίμεθα, συλλέγοισθε, συλλέγοιντο
Προστακτική
---, συλλέγου, συλλεγέσθω, ---, συλλέγεσθε, συλλεγέσθων ή συλλεγέσθωσαν
Απαρέμφατο
συλλέγεσθαι
Μετοχή
συλλεγόμενος
συλλεγομένη
συλλεγόμενον
Παρατατικός
Οριστική
συνελεγόμην, συνελέγου, συνελέγετο, συνελεγόμεθα, συνελέγεσθε, συνελέγοντο
Μέλλοντας
Οριστική
συλλέξομαι, συλλέξῃ/συλλέξει, συλλέξεται, συλλεξόμεθα, συλλέξεσθε, συλλέξονται
Ευκτική
συλλεξοίμην, συλλέξοιο, συλλέξοιτο, συλλεξοίμεθα, συλλέξοισθε, συλλέξοιντο
Απαρέμφατο
συλλέξεσθαι
Μετοχή
συλλεξόμενος
συλλεξομένη
συλλεξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας Β΄
Οριστική
συλλεγήσομαι, συλλεγήσῃ/συλλεγήσει, συλλεγήσεται, συλλεγησόμεθα, συλλεγήσεσθε, συλλεγήσονται
Ευκτική
συλλεγησοίμην, συλλεγήσοιο, συλλεγήσοιτο, συλλεγησοίμεθα, συλλεγήσοισθε, συλλεγήσοιντο
Απαρέμφατο
συλλεγήσεσθαι
Μετοχή
συλλεγησόμενος
συλλεγησομένη
συλλεγησόμενον
Αόριστος
Οριστική
συνελεξάμην, συνελέξω, συνελέξατο, συνελεξάμεθα, συνελέξασθε, συνελέξαντο
Υποτακτική
συλλέξωμαι, συλλέξῃ, συλλέξηται, συλλεξώμεθα, συλλέξησθε, συλλέξωνται
Ευκτική
συλλεξαίμην, συλλέξαιο, συλλέξαιτο, συλλεξαίμεθα, συλλέξαισθε, συλλέξαιντο
Προστακτική
---, σύλλεξαι, συλλεξάσθω, ---, συλλέξασθε, συλλεξάσθων ή συλλεξάσθωσαν
Απαρέμφατο
συλλέξασθαι
Μετοχή
συλλεξάμενος
συλλεξαμένη
συλλεξάμενον
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
συνελέγην, συνελέγης, συνελέγη, συνελέγημεν, συνελέγητε, συνελέγησαν
Υποτακτική
συλλεγῶ, συλλεγῇς, συλλεγῇ, συλλεγῶμεν, συλλεγῆτε, συλλεγῶσι(ν)
Ευκτική
συλλεγείην, συλλεγείης, συλλεγείη, συλλεγείημεν ή συλλεγεῖμεν, συλλεγείητε ή συλλεγεῖτε, συλλεγείησαν ή συλλεγεῖεν
Προστακτική
---, συλλέγηθι, συλλεγήτω, ---, συλλέγητε, συλλεγέντων ή συλλεγήτωσαν
Απαρέμφατο
συλλεγῆναι
Μετοχή
συλλεγείς
συλλεγεῖσα
συλλεγέν
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
συνελέχθην, συνελέχθης, συνελέχθη, συνελέχθημεν, συνελέχθητε, συνελέχθησαν
Υποτακτική
συλλεχθῶ, συλλεχθῇς, συλλεχθῇ, συλλεχθῶμεν, συλλεχθῆτε, συλλεχθῶσι(ν)
Ευκτική
συλλεχθείην, συλλεχθείης, συλλεχθείη, συλλεχθείημεν ή συλλεχθεῖμεν, συλλεχθείητε ή συλλεχθεῖτε, συλλεχθείησαν ή συλλεχθεῖεν
Προστακτική
---, συλλέχθητι, συλλεχθήτω, ---, συλλέχθητε, συλλεχθέντων ή συλλεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
συλλεχθῆναι
Μετοχή
συλλεχθείς
συλλεχθεῖσα
συλλεχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
συνείλεγμαι, συνείλεξαι, συνείλεκται, συνειλέγμεθα, συνείλεχθε, συνειλεγμένοι εἰσι(ν)
Υποτακτική
συνειλεγμένος- συνειλεγμένη-συνειλεγμένον ὦ
συνειλεγμένος- συνειλεγμένη-συνειλεγμένον ᾖς
συνειλεγμένος-
συνειλεγμένη-συνειλεγμένον ᾖ
συνειλεγμένοι- συνειλεγμέναι-συνειλεγμένα ὦμεν
συνειλεγμένοι-
συνειλεγμέναι-συνειλεγμένα ἦτε
συνειλεγμένοι-
συνειλεγμέναι-συνειλεγμένα ὦσι
Ευκτική
συνειλεγμένος- συνειλεγμένη-συνειλεγμένον εἴην
συνειλεγμένος-
συνειλεγμένη-συνειλεγμένον εἴης
συνειλεγμένος-
συνειλεγμένη-συνειλεγμένον εἴη
συνειλεγμένοι-
συνειλεγμέναι-συνειλεγμένα εἴημεν
(εἶμεν)
συνειλεγμένοι- συνειλεγμέναι-συνειλεγμένα
εἴητε (εἶτε)
συνειλεγμένοι-
συνειλεγμέναι-συνειλεγμένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---, συνείλεξο, συνειλέχθω, --- συνείλεχθε, συνειλέχθων ή συνειλέχθωσαν
Απαρέμφατο
συνειλέχθαι
Μετοχή
συνειλεγμένος,
συνειλεγμένη,
συνειλεγμένον
Υπερσυντέλικος
συνειλέγμην, συνείλεξο, συνείλεκτο, συνειλέγμεθα, συνείλεχθε, συνειλεγμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συλλέγω»
Ενεστώτας
Οριστική
συλλέγω, συλλέγεις, συλλέγει, συλλέγομεν, συλλέγετε, συλλέγουσι(ν)
συλλέγω, συλλέγῃς, συλλέγῃ, συλλέγωμεν, συλλέγητε, συλλέγωσι(ν)
συλλέγοιμι, συλλέγοις, συλλέγοι, συλλέγοιμεν, συλλέγοιτε, συλλέγοιεν
Προστακτική
---, σύλλεγε, συλλεγέτω, ---, συλλέγετε, συλλεγόντων (ή συλλεγέτωσαν)
Απαρέμφατο
συλλέγειν
Μετοχή
συλλέγων, συλλέγουσα, συλλέγον
Παρατατικός
Οριστική
συνέλεγον, συνέλεγες, συνέλεγε, συνελέγομεν, συνελέγετε, συνέλεγον
Μέλλοντας
Οριστική
συλλέξω, συλλέξεις, συλλέξει, συλλέξομεν, συλλέξετε, συλλέξουσι(ν)
συλλέξοιμι, συλλέξοις, συλλέξοι, συλλέξοιμεν, συλλέξοιτε, συλλέξοιεν
Απαρέμφατο
συλλέξειν
Μετοχή
συλλέξων, συλλέξουσα, συλλέξον
Αόριστος
Οριστική
συνέλεξα, συνέλεξας, συνέλεξε(ν), συνελέξαμεν, συνελέξατε, συνέλεξαν
συλλέξω, συλλέξῃς, συλλέξῃ, συλλέξωμεν, συλλέξητε, συλλέξωσι(ν)
συλλέξαιμι, συλλέξαις ή συλλέξειας, συλλέξαι ή συλλέξειε(ν), συλλέξαιμεν, συλλέξαιτε, συλλέξαιεν ή συλλέξειαν
Προστακτική
---, συλλέξον, συλλεξάτω, ---, συλλέξατε, συλλεξάντων (ή συλλεξάτωσαν)
Απαρέμφατο
συλλέξαι
Μετοχή
συλλέξας, συλλέξασα, συλλέξαν
Παρακείμενος
Οριστική
συνείλοχα, συνείλοχας, συνείλοχε, συνειλόχαμεν, συνειλόχατε, συνειλόχασι(ν)
Υποτακτική
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός ὦ
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός ᾖς
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα ὦμεν
Ευκτική
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός εἴην
Προστακτική
---
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός ἴσθι
συνειλοχότες- συνειλοχυῖαι- συνειλοχότα ἔστε
Απαρέμφατο
συνειλοχέναι
Μετοχή
συνειλοχώς- συνειλοχυῖα- συνειλοχός
Οριστική
συλλέγομαι, συλλέγῃ/συλλέγει, συλλέγεται, συλλεγόμεθα, συλλέγεσθε, συλλέγονται
συλλέγωμαι, συλλέγῃ, συλλέγηται, συλλεγώμεθα, συλλέγησθε, συλλέγωνται
συλλεγοίμην, συλλέγοιο, συλλέγοιτο, συλλεγοίμεθα, συλλέγοισθε, συλλέγοιντο
Προστακτική
---, συλλέγου, συλλεγέσθω, ---, συλλέγεσθε, συλλεγέσθων ή συλλεγέσθωσαν
Απαρέμφατο
συλλέγεσθαι
Μετοχή
συλλεγόμενος
συλλεγομένη
συλλεγόμενον
Παρατατικός
Οριστική
συνελεγόμην, συνελέγου, συνελέγετο, συνελεγόμεθα, συνελέγεσθε, συνελέγοντο
Μέλλοντας
Οριστική
συλλέξομαι, συλλέξῃ/συλλέξει, συλλέξεται, συλλεξόμεθα, συλλέξεσθε, συλλέξονται
συλλεξοίμην, συλλέξοιο, συλλέξοιτο, συλλεξοίμεθα, συλλέξοισθε, συλλέξοιντο
Απαρέμφατο
συλλέξεσθαι
Μετοχή
συλλεξόμενος
συλλεξομένη
συλλεξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας Β΄
Οριστική
συλλεγήσομαι, συλλεγήσῃ/συλλεγήσει, συλλεγήσεται, συλλεγησόμεθα, συλλεγήσεσθε, συλλεγήσονται
συλλεγησοίμην, συλλεγήσοιο, συλλεγήσοιτο, συλλεγησοίμεθα, συλλεγήσοισθε, συλλεγήσοιντο
Απαρέμφατο
συλλεγήσεσθαι
Μετοχή
συλλεγησόμενος
συλλεγησομένη
συλλεγησόμενον
Οριστική
συνελεξάμην, συνελέξω, συνελέξατο, συνελεξάμεθα, συνελέξασθε, συνελέξαντο
συλλέξωμαι, συλλέξῃ, συλλέξηται, συλλεξώμεθα, συλλέξησθε, συλλέξωνται
συλλεξαίμην, συλλέξαιο, συλλέξαιτο, συλλεξαίμεθα, συλλέξαισθε, συλλέξαιντο
Προστακτική
---, σύλλεξαι, συλλεξάσθω, ---, συλλέξασθε, συλλεξάσθων ή συλλεξάσθωσαν
Απαρέμφατο
συλλέξασθαι
Μετοχή
συλλεξάμενος
συλλεξαμένη
συλλεξάμενον
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
συνελέγην, συνελέγης, συνελέγη, συνελέγημεν, συνελέγητε, συνελέγησαν
συλλεγῶ, συλλεγῇς, συλλεγῇ, συλλεγῶμεν, συλλεγῆτε, συλλεγῶσι(ν)
συλλεγείην, συλλεγείης, συλλεγείη, συλλεγείημεν ή συλλεγεῖμεν, συλλεγείητε ή συλλεγεῖτε, συλλεγείησαν ή συλλεγεῖεν
---, συλλέγηθι, συλλεγήτω, ---, συλλέγητε, συλλεγέντων ή συλλεγήτωσαν
Απαρέμφατο
συλλεγῆναι
συλλεγείς
συλλεγεῖσα
Οριστική
συνελέχθην, συνελέχθης, συνελέχθη, συνελέχθημεν, συνελέχθητε, συνελέχθησαν
συλλεχθῶ, συλλεχθῇς, συλλεχθῇ, συλλεχθῶμεν, συλλεχθῆτε, συλλεχθῶσι(ν)
συλλεχθείην, συλλεχθείης, συλλεχθείη, συλλεχθείημεν ή συλλεχθεῖμεν, συλλεχθείητε ή συλλεχθεῖτε, συλλεχθείησαν ή συλλεχθεῖεν
---, συλλέχθητι, συλλεχθήτω, ---, συλλέχθητε, συλλεχθέντων ή συλλεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
συλλεχθῆναι
συλλεχθείς
συλλεχθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
συνείλεγμαι, συνείλεξαι, συνείλεκται, συνειλέγμεθα, συνείλεχθε, συνειλεγμένοι εἰσι(ν)
Υποτακτική
συνειλεγμένος- συνειλεγμένη-συνειλεγμένον ὦ
συνειλεγμένος- συνειλεγμένη-συνειλεγμένον ᾖς
συνειλεγμένοι- συνειλεγμέναι-συνειλεγμένα ὦμεν
Ευκτική
συνειλεγμένος- συνειλεγμένη-συνειλεγμένον εἴην
Προστακτική
---, συνείλεξο, συνειλέχθω, --- συνείλεχθε, συνειλέχθων ή συνειλέχθωσαν
Απαρέμφατο
συνειλέχθαι
Μετοχή
συνειλεγμένος,
συνειλεγμένη,
συνειλεγμένον
Υπερσυντέλικος
συνειλέγμην, συνείλεξο, συνείλεκτο, συνειλέγμεθα, συνείλεχθε, συνειλεγμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου