Luis Sarmento
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαλέγομαι»
Οριστική
διαλέγομαι, διαλέγῃ/διαλέγει, διαλέγεται, διαλεγόμεθα, διαλέγεσθε, διαλέγονται
διαλέγωμαι, διαλέγῃ, διαλέγηται, διαλεγώμεθα, διαλέγησθε, διαλέγωνται
διαλεγοίμην, διαλέγοιο, διαλέγοιτο, διαλεγοίμεθα, διαλέγοισθε, διαλέγοιντο
Προστακτική
---, διαλέγου, διαλεγέσθω, ---, διαλέγεσθε, διαλεγέσθων ή διαλεγέσθωσαν
Απαρέμφατο
διαλέγεσθαι
Μετοχή
διαλεγόμενος
διαλεγομένη
διαλεγόμενον
Παρατατικός
Οριστική
διελεγόμην, διελέγου, διελέγετο, διελεγόμεθα, διελέγεσθε, διελέγοντο
Οριστική
διαλέξομαι, διαλέξῃ/διαλέξει, διαλέξεται, διαλεξόμεθα, διαλέξεσθε, διαλέξονται
διαλεξοίμην, διαλέξοιο, διαλέξοιτο, διαλεξοίμεθα, διαλέξοισθε, διαλέξοιντο
Απαρέμφατο
διαλέξεσθαι
Μετοχή
διαλεξόμενος
διαλεξομένη
διαλεξόμενον
Οριστική
διαλεχθήσομαι, διαλεχθήσῃ/διαλεχθήσει, διαλεχθήσεται, διαλεχθησόμεθα, διαλεχθήσεσθε, διαλεχθήσονται
διαλεχθησοίμην, διαλεχθήσοιο, διαλεχθήσοιτο, διαλεχθησοίμεθα, διαλεχθήσοισθε, διαλεχθήσοιντο
Απαρέμφατο
διαλεχθήσεσθαι
Μετοχή
διαλεχθησόμενος
διαλεχθησομένη
διαλεχθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
διελέχθην, διελέχθης, διελέχθη, διελέχθημεν, διελέχθητε, διελέχθησαν
διαλεχθῶ, διαλεχθῇς, διαλεχθῇ, διαλεχθῶμεν, διαλεχθῆτε, διαλεχθῶσι(ν)
διαλεχθείην, διαλεχθείης, διαλεχθείη, διαλεχθείημεν ή διαλεχθεῖμεν, διαλεχθείητε ή διαλεχθεῖτε, διαλεχθείησαν ή διαλεχθεῖεν
---, διαλέχθητι, διαλεχθήτω, ---, διαλέχθητε, διαλεχθέντων ή διαλεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
διαλεχθῆναι
διαλεχθείς
διαλεχθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
διείλεγμαι, διείλεξαι, διείλεκται, διειλέγμεθα, δείλεχθε, διειλεγμένοι εἰσι(ν)
Υποτακτική
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον ὦ
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον ᾖς
διειλεγμένοι- διειλεγμέναι-διειλεγμένα ὦμεν
Ευκτική
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον εἴην
Προστακτική
---, διείλεξο, διειλέχθω, --- διείλεχθε, διειλέχθων ή διειλέχθωσαν
Απαρέμφατο
διειλέχθαι
Μετοχή
διειλεγμένος,
διειλεγμένη,
διειλεγμένον
Υπερσυντέλικος
διειλέγμην, διείλεξο, διείλεκτο, διειλέγμεθα, διείλεχθε, διειλεγμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου