Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οἰμώζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οἰμώζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Tony Rubino

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ομώζω»
 
(ομώζω: θρηνώ, κλαίω δυνατά)
 
Ενεστώτας
Οριστική
ομώζω, ομώζεις, ομώζει, ομώζομεν, ομώζετε, ομώζουσι(ν)
Υποτακτική
ομώζω, ομώζς, ομώζ, ομώζωμεν, ομώζητε, ομώζωσι(ν)
Ευκτική
ομώζοιμι, ομώζοις, ομώζοι, ομώζοιμεν, ομώζοιτε, ομώζοιεν
Προστακτική
---, ομωζε, ομωζέτω, ---, ομώζετε, ομωζόντων (ή ομωζέτωσαν)
Απαρέμφατο
ομώζειν
Μετοχή
ομώζων, ομώζουσα, ομζον
 
Παρατατικός
Οριστική
μωζον, μωζες, μωζε, μώζομεν, μώζετε, μωζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ομώξομαι, ομώξ/ομώξει, ομώξεται, ομωξόμεθα, ομώξεσθε, ομώξονται
Ευκτική
ομωξοίμην, ομώξοιο, ομώξοιτο, ομωξοίμεθα, ομώξοισθε, ομώξοιντο
Απαρέμφατο
ομώξεσθαι
Μετοχή
ομωξόμενος
ομωξομένη
ομωξόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μωξα, μωξας, μωξε(ν), μώξαμεν, μώξατε, μωξαν
Υποτακτική
ομώξω, ομώξς, ομώξ, ομώξωμεν, ομώξητε, ομώξωσι(ν)
Ευκτική
ομώξαιμι, ομώξαις ή ομώξειας, ομώξαι ή ομώξειε(ν), ομώξαιμεν, ομώξαιτε, ομώξαιεν ή ομώξειαν
Προστακτική
---, ομωξον, ομωξάτω, ---, ομώξατε, ομωξάντων (ή ομωξάτωσαν)
Απαρέμφατο
ομξαι
Μετοχή
ομώξας, ομώξασα, ομξαν
 
Μέσος Αόριστος
Οριστική
μωξάμην, μώξω, μώξατο, μωξάμεθα, μώξασθε, μώξαντο
Υποτακτική
ομώξωμαι, ομώξ, ομώξηται, ομωξώμεθα, ομώξησθε, ομώξωνται
Ευκτική
ομωξαίμην, ομώξαιο, ομώξαιτο, ομωξαίμεθα, ομώξαισθε, ομώξαιντο
Προστακτική
---, ομωξαι, ομωξάσθω, ---, ομώξασθε, ομωξάσθων ή ομωξάσθωσαν
Απαρέμφατο
ομώξασθαι
Μετοχή
ομωξάμενος
ομωξαμένη
ομωξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μώχθην, μώχθης, μώχθη, μώχθημεν, μώχθητε, μώχθησαν
Υποτακτική
ομωχθ, ομωχθς, ομωχθ, ομωχθμεν, ομωχθτε, ομωχθσι(ν)
Ευκτική
ομωχθείην, ομωχθείης, ομωχθείη, ομωχθείημεν ή ομωχθεμεν, ομωχθείητε ή ομωχθετε, ομωχθείησαν ή ομωχθεεν
Προστακτική
---, ομώχθητι, ομωχθήτω, ---, ομώχθητε, ομωχθέντων ή ομωχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ομωχθναι
Μετοχή
ομωχθείς
ομωχθεσα
ομωχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μωγμαι, μωξαι, μωκται, μώγμεθα, μωχθε, μωγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
μωγμένος- μωγμένη-μωγμένον
μωγμένος- μωγμένη-μωγμένον ς
μωγμένος- μωγμένη-μωγμένον
μωγμένοι- μωγμέναι-μωγμένα μεν
μωγμένοι- μωγμέναι-μωγμένα τε
μωγμένοι- μωγμέναι-μωγμένα σι
 
Ευκτική
μωγμένος- μωγμένη-μωγμένον εην
μωγμένος- μωγμένη-μωγμένον εης
μωγμένος- μωγμένη-μωγμένον εη
μωγμένοι- μωγμέναι-μωγμένα εημεν (εμεν)
μωγμένοι- μωγμέναι-μωγμένα εητε (ετε)
μωγμένοι- μωγμέναι-μωγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μωξο, μώχθω, --- μωχθε, μώχθων ή μώχθωσαν
 
Απαρέμφατο
μχθαι
Μετοχή
μωγμένος,
μωγμένη,
μωγμένον
 
Υπερσυντέλικος
μώγμην, μωξο, μωκτο, μώγμεθα, μωχθε, μωγμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...