Θεόδωρος Βρυζάκης, Η Ελλάς Ευγνωμονούσα
(1858)
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιμάω / τιμῶ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τιμῶ, τιμᾷς, τιμᾷ, τιμῶμεν, τιμᾶτε, τιμῶσι(ν)
τιμῶ, τιμᾷς, τιμᾷ, τιμῶμεν, τιμᾶτε, τιμῶσι(ν)
τιμῷμι, τιμῷς, τιμῷ ή τιμῴην, τιμῴης, τιμῴη, τιμῷμεν, τιμῷτε, τιμῷεν
---, τίμα, τιμάτω, ---, τιμᾶτε, τιμώντων ή τιμάτωσαν
τιμᾶν
τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν
Παρατατικός
ἐτίμων, ἐτίμας, ἐτίμα, ἐτιμῶμεν, ἐτιμᾶτε, ἐτίμων
Μέλλοντας
Οριστική
τιμήσω, τιμήσεις, τιμήσει, τιμήσομεν, τιμήσετε, τιμήσουσι(ν)
τιμήσοιμι, τιμήσοις, τιμήσοι, τιμήσοιμεν, τιμήσοιτε, τιμήσοιεν
Απαρέμφατο
τιμήσειν
Μετοχή
τιμήσων, τιμήσουσα, τιμῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐτίμησα, ἐτίμησας, ἐτίμησε(ν), ἐτιμήσαμεν, ἐτιμήσατε, ἐτίμησαν
τιμήσω, τιμήσῃς, τιμήσῃ, τιμήσωμεν, τιμήσητε, τιμήσωσι(ν)
τιμήσαιμι, τιμήσαις ή τιμήσειας, τιμήσαι ή τιμήσειε(ν), τιμήσαιμεν, τιμήσαιτε, τιμήσαιεν ή τιμήσειαν
Προστακτική
---, τίμησον, τιμησάτω, ---, τιμήσατε, τιμησάντων (ή τιμησάτωσαν)
Απαρέμφατο
τιμῆσαι
τιμήσας, τιμήσασα, τιμῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
τετίμηκα, τετίμηκας, τετίμηκε, τετιμήκαμεν, τετιμήκατε, τετιμήκασι(ν)
Υποτακτική
τετιμηκώς-τετιμηκυῖα-τετιμηκός ὦ
τετιμηκώς-τετιμηκυῖα-τετιμηκός ᾖς
τετιμηκότες-τετιμηκυῖαι-τετιμηκότα ὦμεν
Ευκτική
τετιμηκώς-τετιμηκυῖα-τετιμηκός εἴην
Προστακτική
---
τετιμηκώς-τετιμηκυῖα-τετιμηκός ἴσθι
τετιμηκότες-τετιμηκυῖαι-τετιμηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
τετιμηκέναι
Μετοχή
τετιμηκώς, τετιμηκυῖα, τετιμηκός
Υπερσυντέλικος
ἐτετιμήκειν, ἐτετιμήκεις, ἐτετιμήκει, ἐτετιμήκεμεν, ἐτετιμήκετε, ἐτετιμήκεσαν
Μέση φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τιμῶμαι, τιμᾷ, τιμᾶται, τιμώμεθα, τιμᾶσθε, τιμῶνται
τιμῶμαι, τιμᾷ, τιμᾶται, τιμώμεθα, τιμᾶσθε, τιμῶνται
τιμῴμην, τιμῷο, τιμῷτο, τιμῴμεθα, τιμῷσθε, τιμῷντο
--- τιμῶ, τιμάσθω, --- τιμᾶσθε, τιμάσθων ή τιμάσθωσαν
τιμᾶσθαι
τιμώμενος, τιμωμένη, τιμώμενον
Παρατατικός
ἐτιμώμην, ἐτιμῶ, ἐτιμᾶτο, ἐτιμώμεθα, ἐτιμᾶσθε, ἐτιμῶντο
Μέλλοντας
Οριστική
τιμήσομαι, τιμήσῃ ή τιμήσει, τιμήσεται, τιμησόμεθα, τιμήσεσθε, τιμήσονται
τιμησοίμην, τιμήσοιο, τιμήσοιτο, τιμησοίμεθα, τιμήσοισθε, τιμήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμήσεσθαι
Μετοχή
τιμησόμενος
τιμησομένη
τιμησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τιμηθήσομαι, τιμηθήσῃ ή τιμηθήσει, τιμηθήσεται, τιμηθησόμεθα, τιμηθήσεσθε, τιμηθήσονται
τιμηθησοίμην, τιμηθήσοιο, τιμηθήσοιτο, τιμηθησοίμεθα, τιμηθήσοισθε, τιμηθήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμηθήσεσθαι
Μετοχή
τιμηθησόμενος, τιμηθησομένη, τιμηθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐτιμησάμην, ἐτιμήσω, ἐτιμήσατο, ἐτιμησάμεθα, ἐτιμήσασθε, ἐτιμήσαντο
τιμήσωμαι, τιμήσῃ, τιμήσηται, τιμησώμεθα, τιμήσησθε, τιμήσωνται
τιμησαίμην, τιμήσαιο, τιμήσαιτο, τιμησαίμεθα, τιμήσαισθε, τιμήσαιντο
Προστακτική
---, τίμησαι, τιμησάσθω, ---, τιμήσασθε, τιμησάσθων ή τιμησάσθωσαν
Απαρέμφατο
τιμήσασθαι
Μετοχή
τιμησάμενος
τιμησαμένη
τιμησάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐτιμήθην, ἐτιμήθης, ἐτιμήθη, ἐτιμήθημεν, ἐτιμήθητε, ἐτιμήθησαν
τιμηθῶ, τιμηθῇς, τιμηθῇ, τιμηθῶμεν, τιμηθῆτε, τιμηθῶσι(ν)
τιμηθείην, τιμηθείης, τιμηθείη, τιμηθείημεν ή τιμηθεῖμεν, τιμηθείητε ή τιμηθεῖτε, τιμηθείησαν ή τιμηθεῖεν
---, τιμήθητι, τιμηθήτω, ---, τιμήθητε, τιμηθέντων ή τιμηθήτωσαν
Απαρέμφατο
τιμηθῆναι
τιμηθείς
τιμηθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
τετίμημαι, τετίμησαι, τετίμηται, τετιμήμεθα, τετίμησθε, τετίμηνται
Υποτακτική
τετιμημένος-τετιμημένη-τετιμημένον ὦ
τετιμημένος-τετιμημένη-τετιμημένον ᾖς
τετιμημένοι-τετιμημέναι-τετιμημένα ὦμεν
Ευκτική
τετιμημένος-τετιμημένη-τετιμημένον εἴην
Προστακτική
---, τετίμησο, τετιμήσθω, ---, τετίμησθε, τετιμήσθων ή τετιμήσθωσαν
Απαρέμφατο
τετιμῆσθαι
Μετοχή
τετιμημένος-τετιμημένη-τετιμημένον
Υπερσυντέλικος
ἐτετιμήμην, ἐτετίμησο, ἐτετίμητο, ἐτετιμήμεθα, ἐτετίμησθε, ἐτετίμηντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου