Αρκάς
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τήκω»
(τήκω: λιώνω)
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τήκω, τήκεις, τήκει, τήκομεν, τήκετε, τήκουσι(ν)
Υποτακτική
τήκω, τήκῃς, τήκῃ, τήκωμεν, τήκητε, τήκωσι(ν)
Ευκτική
τήκοιμι, τήκοις, τήκοι, τήκοιμεν, τήκοιτε, τήκοιεν
Προστακτική
---, τῆκε, τηκέτω, ---, τήκετε, τηκόντων (ή τηκέτωσαν)
Απαρέμφατο
τήκειν
Μετοχή
τήκων, τήκουσα, τῆκον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτηκον, ἔτηκες, ἔτηκε, ἐτήκομεν, ἐτήκετε, ἔτηκον
Αόριστος
Οριστική
ἔτηξα, ἔτηξας, ἔτηξε(ν), ἐτήξαμεν, ἐτήξατε, ἔτηξαν
Υποτακτική
τήξω, τήξῃς, τήξῃ, τήξωμεν, τήξητε, τήξωσι(ν)
Ευκτική
τήξαιμι, τήξαις ή τήξειας, τήξαι ή τήξειε(ν), τήξαιμεν, τήξαιτε, τήξαιεν ή τήξειαν
Προστακτική
---, τῆξον, τηξάτω, ---, τήξατε, τηξάντων (ή τηξάτωσαν)
Απαρέμφατο
τῆξαι
Μετοχή
τήξας, τήξασα, τῆξαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τήκομαι, τήκῃ ή τήκει, τήκεται, τηκόμεθα, τήκεσθε, τήκονται
Υποτακτική
τήκωμαι, τήκῃ, τήκηται, τηκώμεθα, τήκησθε, τήκωνται
Ευκτική
τηκοίμην, τήκοιο, τήκοιτο, τηκοίμεθα, τήκοισθε, τήκοιντο
Προστακτική
---, τήκου, τηκέσθω, ---, τήκεσθε, τηκέσθων ή τηκέσθωσαν
Απαρέμφατο
τήκεσθαι
Μετοχή
τηκόμενος
τηκομένη
τηκόμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐτήχθην, ἐτήχθης, ἐτήχθη, ἐτήχθημεν, ἐτήχθητε, ἐτήχθησαν
Υποτακτική
τηχθῶ, τηχθῇς, τηχθῇ, τηχθῶμεν, τηχθῆτε, τηχθῶσι(ν)
Ευκτική
τηχθείην, τηχθείης, τηχθείη, τηχθείημεν ή τηχθεῖμεν, τηχθείητε ή τηχθεῖτε, τηχθείησαν ή τηχθεῖεν
Προστακτική
---, τήχθητι, τηχθήτω, ---, τήχθητε, τηχθέντων ή τηχθήτωσαν
Απαρέμφατο
τηχθῆναι
Μετοχή
τηχθείς
τηχθεῖσα
τηχθέν
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐτάκην, ἐτάκης, ἐτάκη, ἐτάκημεν, ἐτάκητε, ἐτάκησαν
Υποτακτική
τακῶ, τακῇς, τακῇ, τακῶμεν, τακῆτε, τακῶσι(ν)
Ευκτική
τακείην, τακείης, τακείη, τακείημεν ή τακεῖμεν, τακείητε ή τακεῖτε, τακείησαν ή τακεῖεν
Προστακτική
---, τάκηθι, τακήτω, ---, τάκητε, τακέντων ή τακήτωσαν
Απαρέμφατο
τακῆναι
Μετοχή
τακείς, τακεῖσα, τακέν
Παρακείμενος (Ενεργητικός ως μέσος ή
παθητικός)
Οριστική
τέτηκα, τέτηκας, τέτηκε, τετήκαμεν, τετήκατε, τετήκασι(ν)
Υποτακτική
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός ὦ
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός ᾖς
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός ᾖ
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα ὦμεν
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα ἦτε
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα ὦσι
Ευκτική
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός εἴην
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός εἴης
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός εἴη
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα εἴημεν (εἶμεν)
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα εἴητε (εἶτε)
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός ἴσθι
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός ἔστω
---
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα ἔστε
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
τετηκέναι
Μετοχή
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός
Υπερσυντέλικος
ἐτετήκειν, ἐτετήκεις, ἐτετήκει, ἐτετήκεμεν, ἐτετήκετε, ἐτετήκεσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τήκω»
(τήκω: λιώνω)
Ενεστώτας
Οριστική
τήκω, τήκεις, τήκει, τήκομεν, τήκετε, τήκουσι(ν)
τήκω, τήκῃς, τήκῃ, τήκωμεν, τήκητε, τήκωσι(ν)
τήκοιμι, τήκοις, τήκοι, τήκοιμεν, τήκοιτε, τήκοιεν
Προστακτική
---, τῆκε, τηκέτω, ---, τήκετε, τηκόντων (ή τηκέτωσαν)
τήκειν
Μετοχή
τήκων, τήκουσα, τῆκον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτηκον, ἔτηκες, ἔτηκε, ἐτήκομεν, ἐτήκετε, ἔτηκον
Αόριστος
Οριστική
ἔτηξα, ἔτηξας, ἔτηξε(ν), ἐτήξαμεν, ἐτήξατε, ἔτηξαν
τήξω, τήξῃς, τήξῃ, τήξωμεν, τήξητε, τήξωσι(ν)
τήξαιμι, τήξαις ή τήξειας, τήξαι ή τήξειε(ν), τήξαιμεν, τήξαιτε, τήξαιεν ή τήξειαν
Προστακτική
---, τῆξον, τηξάτω, ---, τήξατε, τηξάντων (ή τηξάτωσαν)
τῆξαι
τήξας, τήξασα, τῆξαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τήκομαι, τήκῃ ή τήκει, τήκεται, τηκόμεθα, τήκεσθε, τήκονται
τήκωμαι, τήκῃ, τήκηται, τηκώμεθα, τήκησθε, τήκωνται
τηκοίμην, τήκοιο, τήκοιτο, τηκοίμεθα, τήκοισθε, τήκοιντο
Προστακτική
---, τήκου, τηκέσθω, ---, τήκεσθε, τηκέσθων ή τηκέσθωσαν
Απαρέμφατο
τήκεσθαι
Μετοχή
τηκόμενος
τηκομένη
τηκόμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐτήχθην, ἐτήχθης, ἐτήχθη, ἐτήχθημεν, ἐτήχθητε, ἐτήχθησαν
τηχθῶ, τηχθῇς, τηχθῇ, τηχθῶμεν, τηχθῆτε, τηχθῶσι(ν)
τηχθείην, τηχθείης, τηχθείη, τηχθείημεν ή τηχθεῖμεν, τηχθείητε ή τηχθεῖτε, τηχθείησαν ή τηχθεῖεν
---, τήχθητι, τηχθήτω, ---, τήχθητε, τηχθέντων ή τηχθήτωσαν
Απαρέμφατο
τηχθῆναι
τηχθείς
τηχθεῖσα
Οριστική
ἐτάκην, ἐτάκης, ἐτάκη, ἐτάκημεν, ἐτάκητε, ἐτάκησαν
τακῶ, τακῇς, τακῇ, τακῶμεν, τακῆτε, τακῶσι(ν)
τακείην, τακείης, τακείη, τακείημεν ή τακεῖμεν, τακείητε ή τακεῖτε, τακείησαν ή τακεῖεν
---, τάκηθι, τακήτω, ---, τάκητε, τακέντων ή τακήτωσαν
Απαρέμφατο
τακῆναι
τακείς, τακεῖσα, τακέν
Οριστική
τέτηκα, τέτηκας, τέτηκε, τετήκαμεν, τετήκατε, τετήκασι(ν)
Υποτακτική
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός ὦ
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός ᾖς
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα ὦμεν
Ευκτική
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός εἴην
Προστακτική
---
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός ἴσθι
τετηκότες- τετηκυῖαι- τετηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
τετηκέναι
Μετοχή
τετηκώς- τετηκυῖα- τετηκός
Υπερσυντέλικος
ἐτετήκειν, ἐτετήκεις, ἐτετήκει, ἐτετήκεμεν, ἐτετήκετε, ἐτετήκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου