Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τήκω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τήκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Αρκάς 
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τήκω»
 
(τήκω: λιώνω)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τήκω, τήκεις, τήκει, τήκομεν, τήκετε, τήκουσι(ν)
Υποτακτική
τήκω, τήκς, τήκ, τήκωμεν, τήκητε, τήκωσι(ν)
Ευκτική
τήκοιμι, τήκοις, τήκοι, τήκοιμεν, τήκοιτε, τήκοιεν
Προστακτική
---, τκε, τηκέτω, ---, τήκετε, τηκόντων (ή τηκέτωσαν)
Απαρέμφατο
τήκειν
Μετοχή
τήκων, τήκουσα, τκον
 
Παρατατικός
Οριστική
τηκον, τηκες, τηκε, τήκομεν, τήκετε, τηκον
 
Αόριστος
Οριστική
τηξα, τηξας, τηξε(ν), τήξαμεν, τήξατε, τηξαν
Υποτακτική
τήξω, τήξς, τήξ, τήξωμεν, τήξητε, τήξωσι(ν)
Ευκτική
τήξαιμι, τήξαις ή τήξειας, τήξαι ή τήξειε(ν), τήξαιμεν, τήξαιτε, τήξαιεν ή τήξειαν
Προστακτική
---, τξον, τηξάτω, ---, τήξατε, τηξάντων (ή τηξάτωσαν)
Απαρέμφατο
τξαι
Μετοχή
τήξας, τήξασα, τξαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τήκομαι, τήκ ή τήκει, τήκεται, τηκόμεθα, τήκεσθε, τήκονται
Υποτακτική
τήκωμαι, τήκ, τήκηται, τηκώμεθα, τήκησθε, τήκωνται
Ευκτική
τηκοίμην, τήκοιο, τήκοιτο, τηκοίμεθα, τήκοισθε, τήκοιντο
Προστακτική
---, τήκου, τηκέσθω, ---, τήκεσθε, τηκέσθων ή τηκέσθωσαν
Απαρέμφατο
τήκεσθαι
Μετοχή
τηκόμενος
τηκομένη
τηκόμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
τήχθην, τήχθης, τήχθη, τήχθημεν, τήχθητε, τήχθησαν
Υποτακτική
τηχθ, τηχθς, τηχθ, τηχθμεν, τηχθτε, τηχθσι(ν)
Ευκτική
τηχθείην, τηχθείης, τηχθείη, τηχθείημεν ή τηχθεμεν, τηχθείητε ή τηχθετε, τηχθείησαν ή τηχθεεν
Προστακτική
---, τήχθητι, τηχθήτω, ---, τήχθητε, τηχθέντων ή τηχθήτωσαν
Απαρέμφατο
τηχθναι
Μετοχή
τηχθείς
τηχθεσα
τηχθέν
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
τάκην, τάκης, τάκη, τάκημεν, τάκητε, τάκησαν
Υποτακτική
τακ, τακς, τακ, τακμεν, τακτε, τακσι(ν)
Ευκτική
τακείην, τακείης, τακείη, τακείημεν ή τακεμεν, τακείητε ή τακετε, τακείησαν ή τακεεν
Προστακτική
---, τάκηθι, τακήτω, ---, τάκητε, τακέντων ή τακήτωσαν
Απαρέμφατο
τακναι
Μετοχή
τακείς, τακεσα, τακέν
 
Παρακείμενος (Ενεργητικός ως μέσος ή παθητικός)
Οριστική
τέτηκα, τέτηκας, τέτηκε, τετήκαμεν, τετήκατε, τετήκασι(ν)
 
Υποτακτική
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός ς
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός
τετηκότες- τετηκυαι- τετηκότα μεν
τετηκότες- τετηκυαι- τετηκότα τε
τετηκότες- τετηκυαι- τετηκότα σι
 
Ευκτική
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός εην
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός εης
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός εη
τετηκότες- τετηκυαι- τετηκότα εημεν (εμεν)
τετηκότες- τετηκυαι- τετηκότα εητε (ετε)
τετηκότες- τετηκυαι- τετηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός σθι
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός στω
---
τετηκότες- τετηκυαι- τετηκότα στε
τετηκότες- τετηκυαι- τετηκότα στων
 
Απαρέμφατο
τετηκέναι
Μετοχή
τετηκώς- τετηκυα- τετηκός
 
Υπερσυντέλικος
τετήκειν, τετήκεις, τετήκει, τετήκεμεν, τετήκετε, τετήκεσαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...