Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πνέω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πνέω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Irina Sztukowski
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πνέω»
 
(πνέω = φυσάω)
 
Ενεστώτας
Οριστική
πνέω, πνες, πνε, πνέομεν, πνετε, πνέουσι(ν)
Υποτακτική
πνέω, πνές, πνέ, πνέωμεν, πνέητε, πνέωσι(ν)
Ευκτική
πνέοιμι, πνέοις, πνέοι, πνέοιμεν, πνέοιτε, πνέοιεν
Προστακτική
---, πνε, πνείτω, ---, πνετε, πνεόντων (ή πνείτωσαν)
Απαρέμφατο
πνεν
Μετοχή
πνέων, πνέουσα, πνέον
 
Παρατατικός
Οριστική
πνεον, πνεις, πνει, πνέομεν, πνετε, πνεον
 
Μέλλοντας
Οριστική
πνεύσομαι, πνεύσ ή πνεύσει, πνεύσεται, πνευσόμεθα, πνεύσεσθε, πνεύσονται
Ευκτική
πνευσοίμην, πνεύσοιο, πνεύσοιτο, πνευσοίμεθα, πνεύσοισθε, πνεύσοιντο
Απαρέμφατο
πνεύσεσθαι
Μετοχή
πνευσόμενος
πνευσομένη
πνευσόμενον
 
Μέλλοντας
Οριστική
πνευσομαι, πνευσ ή πνευσε, πνευσεται, πνευσομεθα, πνευσεσθε, πνευσονται
Ευκτική
πνευσοίμην, πνευσοο, πνευσοτο, πνευσοίμεθα, πνευσοσθε, πνευσοντο
Απαρέμφατο
πνευσεσθαι
Μετοχή
πνευσούμενος
πνευσουμένη
πνευσούμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πνευσα, πνευσας, πνευσε(ν), πνεύσαμεν, πνεύσατε, πνευσαν
Υποτακτική
πνεύσω, πνεύσς, πνεύσ, πνεύσωμεν, πνεύσητε, πνεύσωσι(ν)
Ευκτική
πνεύσαιμι, πνεύσαις ή πνεύσειας, πνεύσαι ή πνεύσειε(ν), πνεύσαιμεν, πνεύσαιτε, πνεύσαιεν ή πνεύσειαν
Προστακτική
---, πνεσον, πνευσάτω, ---, πνεύσατε, πνευσάντων (ή πνευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
πνεσαι
Μετοχή
πνεύσας, πνεύσασα, πνεσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπνευκα, πέπνευκας, πέπνευκε, πεπνεύκαμεν, πεπνεύκατε, πεπνεύκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός ς
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός
πεπνευκότες- πεπνευκυαι- πεπνευκότα μεν
πεπνευκότες- πεπνευκυαι- πεπνευκότα τε
πεπνευκότες- πεπνευκυαι- πεπνευκότα σι
 
Ευκτική
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός εην
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός εης
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός εη
πεπνευκότες- πεπνευκυαι- πεπνευκότα εημεν (εμεν)
πεπνευκότες- πεπνευκυαι- πεπνευκότα εητε (ετε)
πεπνευκότες- πεπνευκυαι- πεπνευκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός σθι
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός στω
---
πεπνευκότες- πεπνευκυαι- πεπνευκότα στε
πεπνευκότες- πεπνευκυαι- πεπνευκότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπενευκέναι
Μετοχή
πεπνευκώς- πεπνευκυα- πεπνευκός

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...