Scott Bean
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνοίγω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνοίγω, ἀνοίγεις, ἀνοίγει, ἀνοίγομεν, ἀνοίγετε, ἀνοίγουσι(ν)
Υποτακτική
ἀνοίγω, ἀνοίγῃς, ἀνοίγῃ, ἀνοίγωμεν, ἀνοίγητε, ἀνοίγωσι(ν)
Ευκτική
ἀνοίγοιμι, ἀνοίγοις, ἀνοίγοι, ἀνοίγοιμεν, ἀνοίγοιτε, ἀνοίγοιεν
Προστακτική
---, ἄνοιγε, ἀνοιγέτω, ---, ἀνοίγετε, ἀνοιγόντων (ή ἀνοιγέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀνοίγειν
Μετοχή
ἀνοίγων, ἀνοίγουσα, ἀνοῖγον
Παρατατικός
Οριστική
ἀνέῳγον, ἀνέῳγες, ἀνέῳγε, ἀνεῴγομεν, ἀνεῴγετε, ἀνέῳγον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀνοίξω, ἀνοίξεις, ἀνοίξει, ἀνοίξομεν, ἀνοίξετε, ἀνοίξουσι(ν)
Ευκτική
ἀνοίξοιμι, ἀνοιξοις, ἀνοίξοι, ἀνοίξοιμεν, ἀνοίξοιτε, ἀνοίξοιεν
Απαρέμφατο
ἀνοίξειν
Μετοχή
ἀνοίξων, ἀνοίξουσα, ἀνοῖξον
Αόριστος
Οριστική
ἤνοιξα, ἤνοιξας, ἤνοιξε(ν), ἠνοίξαμεν, ἠνοίξατε, ἤνοιξαν
Υποτακτική
ἀνοίξω, ἀνοίξῃς, ἀνοίξῃ, ἀνοίξωμεν, ἀνοίξητε, ἀνοίξωσι(ν)
Ευκτική
ἀνοίξαιμι, ἀνοίξαις ή ἀνοίξειας, ἀνοίξαι ή ἀνοίξειε(ν), ἀνοίξαιμεν, ἀνοίξαιτε, ἀνοίξαιεν ή ἀνοίξειαν
Προστακτική
---, ἄνοιξον, ἀνοιξάτω, ---, ἀνοίξατε, ἀνοιξάντων (ή ἀνοιξάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀνοῖξαι
Μετοχή
ἀνοίξας, ἀνοίξασα, ἀνοῖξαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀνέῳχα, ἀνέῳχας, ἀνέῳχε, ἀνεῴχαμεν, ἀνεῴχατε, ἀνεῴχασι(ν)
Υποτακτική
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός ὦ
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός ᾖς
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός ᾖ
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα ὦμεν
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα ἦτε
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα ὦσι
Ευκτική
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός εἴην
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός εἴης
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός εἴη
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα εἴημεν (εἶμεν)
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα εἴητε (εἶτε)
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός ἴσθι
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός ἔστω
---
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα ἔστε
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἀνεῳχέναι
Μετοχή
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνοίγομαι, ἀνοίγῃ ή ἀνοίγει, ἀνοίγεται, ἀνοιγόμεθα, ἀνοίγεσθε, ἀνοίγονται
Υποτακτική
ἀνοίγωμαι, ἀνοίγῃ, ἀνοίγηται, ἀνοιγώμεθα, ἀνοίγησθε, ἀνοίγωνται
Ευκτική
ἀνοιγοίμην, ἀνοίγοιο, ἀνοίγοιτο, ἀνοιγοίμεθα, ἀνοίγοισθε, ἀνοίγοιντο
Προστακτική
---, ἀνοίγου, ἀνοιγέσθω, ---, ἀνοίγεσθε, ἀνοιγέσθων ή ἀνοιγέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀνοίγεσθαι
Μετοχή
ἀνοιγόμενος
ἀνοιγομένη
ἀνοιγόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἀνεῳγόμην, ἀνεῴγου, ἀνεῴγετο, ἀνεῳγόμεθα, ἀνεῴγεσθε, ἀνεῴγοντο
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἀνεῴχθην, ἀνεῴχθης, ἀνεῴχθη, ἀνεῴχθημεν, ἀνεῴχθητε, ἀνεῴχθησαν
Υποτακτική
ἀνοιχθῶ, ἀνοιχθῇς, ἀνοιχθῇ, ἀνοιχθῶμεν, ἀνοιχθῆτε, ἀνοιχθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀνοιχθείην, ἀνοιχθείης, ἀνοιχθείη, ἀνοιχθείημεν ή ἀνοιχθεῖμεν, ἀνοιχθείητε ή ἀνοιχθεῖτε, ἀνοιχθείησαν ή ἀνοιχθεῖεν
Προστακτική
---, ἀνοίχθητι, ἀνοιχθήτω, ---, ἀνοίχθητε, ἀνοιχθέντων ή ἀνοιχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀνοιχθῆναι
Μετοχή
ἀνοιχθείς
ἀνοιχθεῖσα
ἀνοιχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀνέῳγμαι, ἀνέῳξαι, ἀνέῳκται, ἀνεῴγμεθα, ἀνέῳχθε, ἀνεῳγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον ὦ
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον ᾖς
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον ᾖ
ἀνεῳγμένοι- ἀνεῳγμέναι- ἀνεῳγμένα ὦμεν
ἀνεῳγμένοι- ἀνεῳγμέναι- ἀνεῳγμένα ἦτε
ἀνεῳγμένοι- ἀνεῳγμέναι- ἀνεῳγμένα ὦσι
Ευκτική
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον εἴην
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον εἴης
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον εἴη
ἀνεῳγμένοι- ἀνεῳγμέναι- ἀνεῳγμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἀνεῳγμένοι- ἀνεῳγμέναι- ἀνεῳγμένα εἴητε (εἶτε)
ἀνεῳγμένοι- ἀνεῳγμέναι- ἀνεῳγμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἀνέῳξο, ἀνεῴχθω, --- ἀνέῳχθε, ἀνεῴχθων ή ἀνεῴχθωσαν
Απαρέμφατο
ἀνεῷχθαι
Μετοχή
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον
Υπερσυντέλικος
ἀνεῴγμην, ἀνέῳξο, ἀνέῳκτο, ἀνεῴγμεθα, ἀνέῳχθε, ἀνεῳγμένοι ἦσαν
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
ἀνεῴξομαι, ἀνεῴξῃ ή ἀνεῴξει, ἀνεῴξεται, ἀνεῳξόμεθα, ἀνεῴξεσθε, ἀνεῴξονται
Ευκτική
ἀνεῳξοίμην, ἀνεῴξοιο, ἀνεῴξοιτο, ἀνεῳξοίμεθα, ἀνεῴξοισθε, ἀνεῴξοιντο
Απαρέμφατο
ἀνεῴξεσθαι
Μετοχή
ἀνεῳξόμενος
ἀνεῳξομένη
ἀνεῳξόμενον
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνοίγω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνοίγω, ἀνοίγεις, ἀνοίγει, ἀνοίγομεν, ἀνοίγετε, ἀνοίγουσι(ν)
ἀνοίγω, ἀνοίγῃς, ἀνοίγῃ, ἀνοίγωμεν, ἀνοίγητε, ἀνοίγωσι(ν)
ἀνοίγοιμι, ἀνοίγοις, ἀνοίγοι, ἀνοίγοιμεν, ἀνοίγοιτε, ἀνοίγοιεν
---, ἄνοιγε, ἀνοιγέτω, ---, ἀνοίγετε, ἀνοιγόντων (ή ἀνοιγέτωσαν)
ἀνοίγειν
ἀνοίγων, ἀνοίγουσα, ἀνοῖγον
Οριστική
ἀνέῳγον, ἀνέῳγες, ἀνέῳγε, ἀνεῴγομεν, ἀνεῴγετε, ἀνέῳγον
Οριστική
ἀνοίξω, ἀνοίξεις, ἀνοίξει, ἀνοίξομεν, ἀνοίξετε, ἀνοίξουσι(ν)
ἀνοίξοιμι, ἀνοιξοις, ἀνοίξοι, ἀνοίξοιμεν, ἀνοίξοιτε, ἀνοίξοιεν
ἀνοίξειν
ἀνοίξων, ἀνοίξουσα, ἀνοῖξον
Αόριστος
Οριστική
ἤνοιξα, ἤνοιξας, ἤνοιξε(ν), ἠνοίξαμεν, ἠνοίξατε, ἤνοιξαν
ἀνοίξω, ἀνοίξῃς, ἀνοίξῃ, ἀνοίξωμεν, ἀνοίξητε, ἀνοίξωσι(ν)
ἀνοίξαιμι, ἀνοίξαις ή ἀνοίξειας, ἀνοίξαι ή ἀνοίξειε(ν), ἀνοίξαιμεν, ἀνοίξαιτε, ἀνοίξαιεν ή ἀνοίξειαν
---, ἄνοιξον, ἀνοιξάτω, ---, ἀνοίξατε, ἀνοιξάντων (ή ἀνοιξάτωσαν)
ἀνοῖξαι
ἀνοίξας, ἀνοίξασα, ἀνοῖξαν
Οριστική
ἀνέῳχα, ἀνέῳχας, ἀνέῳχε, ἀνεῴχαμεν, ἀνεῴχατε, ἀνεῴχασι(ν)
Υποτακτική
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός ὦ
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός ᾖς
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα ὦμεν
Ευκτική
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός εἴην
Προστακτική
---
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός ἴσθι
ἀνεῳχότες- ἀνεῳχυῖαι- ἀνεῳχότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἀνεῳχέναι
ἀνεῳχώς- ἀνεῳχυῖα- ἀνεῳχός
Οριστική
ἀνοίγομαι, ἀνοίγῃ ή ἀνοίγει, ἀνοίγεται, ἀνοιγόμεθα, ἀνοίγεσθε, ἀνοίγονται
ἀνοίγωμαι, ἀνοίγῃ, ἀνοίγηται, ἀνοιγώμεθα, ἀνοίγησθε, ἀνοίγωνται
ἀνοιγοίμην, ἀνοίγοιο, ἀνοίγοιτο, ἀνοιγοίμεθα, ἀνοίγοισθε, ἀνοίγοιντο
---, ἀνοίγου, ἀνοιγέσθω, ---, ἀνοίγεσθε, ἀνοιγέσθων ή ἀνοιγέσθωσαν
ἀνοίγεσθαι
ἀνοιγόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἀνεῳγόμην, ἀνεῴγου, ἀνεῴγετο, ἀνεῳγόμεθα, ἀνεῴγεσθε, ἀνεῴγοντο
Οριστική
ἀνεῴχθην, ἀνεῴχθης, ἀνεῴχθη, ἀνεῴχθημεν, ἀνεῴχθητε, ἀνεῴχθησαν
ἀνοιχθῶ, ἀνοιχθῇς, ἀνοιχθῇ, ἀνοιχθῶμεν, ἀνοιχθῆτε, ἀνοιχθῶσι(ν)
ἀνοιχθείην, ἀνοιχθείης, ἀνοιχθείη, ἀνοιχθείημεν ή ἀνοιχθεῖμεν, ἀνοιχθείητε ή ἀνοιχθεῖτε, ἀνοιχθείησαν ή ἀνοιχθεῖεν
---, ἀνοίχθητι, ἀνοιχθήτω, ---, ἀνοίχθητε, ἀνοιχθέντων ή ἀνοιχθήτωσαν
ἀνοιχθῆναι
ἀνοιχθείς
Οριστική
ἀνέῳγμαι, ἀνέῳξαι, ἀνέῳκται, ἀνεῴγμεθα, ἀνέῳχθε, ἀνεῳγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον ὦ
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον ᾖς
ἀνεῳγμένοι- ἀνεῳγμέναι- ἀνεῳγμένα ὦμεν
Ευκτική
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον εἴην
Προστακτική
---, ἀνέῳξο, ἀνεῴχθω, --- ἀνέῳχθε, ἀνεῴχθων ή ἀνεῴχθωσαν
Απαρέμφατο
ἀνεῷχθαι
ἀνεῳγμένος- ἀνεῳγμένη- ἀνεῳγμένον
ἀνεῴγμην, ἀνέῳξο, ἀνέῳκτο, ἀνεῴγμεθα, ἀνέῳχθε, ἀνεῳγμένοι ἦσαν
Οριστική
ἀνεῴξομαι, ἀνεῴξῃ ή ἀνεῴξει, ἀνεῴξεται, ἀνεῳξόμεθα, ἀνεῴξεσθε, ἀνεῴξονται
ἀνεῳξοίμην, ἀνεῴξοιο, ἀνεῴξοιτο, ἀνεῳξοίμεθα, ἀνεῴξοισθε, ἀνεῴξοιντο
ἀνεῴξεσθαι
ἀνεῳξόμενος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου