Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνοίγω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνοίγω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Scott Bean 
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νοίγω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νοίγω, νοίγεις, νοίγει, νοίγομεν, νοίγετε, νοίγουσι(ν)
Υποτακτική
νοίγω, νοίγς, νοίγ, νοίγωμεν, νοίγητε, νοίγωσι(ν)
Ευκτική
νοίγοιμι, νοίγοις, νοίγοι, νοίγοιμεν, νοίγοιτε, νοίγοιεν
Προστακτική
---, νοιγε, νοιγέτω, ---, νοίγετε, νοιγόντων (ή νοιγέτωσαν)
Απαρέμφατο
νοίγειν
Μετοχή
νοίγων, νοίγουσα, νογον
 
Παρατατικός
Οριστική
νέγον, νέγες, νέγε, νεγομεν, νεγετε, νέγον
 
Μέλλοντας
Οριστική
νοίξω, νοίξεις, νοίξει, νοίξομεν, νοίξετε, νοίξουσι(ν)
Ευκτική
νοίξοιμι, νοιξοις, νοίξοι, νοίξοιμεν, νοίξοιτε, νοίξοιεν
Απαρέμφατο
νοίξειν
Μετοχή
νοίξων, νοίξουσα, νοξον
 
Αόριστος
Οριστική
νοιξα, νοιξας, νοιξε(ν), νοίξαμεν, νοίξατε, νοιξαν
Υποτακτική
νοίξω, νοίξς, νοίξ, νοίξωμεν, νοίξητε, νοίξωσι(ν)
Ευκτική
νοίξαιμι, νοίξαις ή νοίξειας, νοίξαι ή νοίξειε(ν), νοίξαιμεν, νοίξαιτε, νοίξαιεν ή νοίξειαν
Προστακτική
---, νοιξον, νοιξάτω, ---, νοίξατε, νοιξάντων (ή νοιξάτωσαν)
Απαρέμφατο
νοξαι
Μετοχή
νοίξας, νοίξασα, νοξαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νέχα, νέχας, νέχε, νεχαμεν, νεχατε, νεχασι(ν)
 
Υποτακτική
νεχώς- νεχυα- νεχός
νεχώς- νεχυα- νεχός ς
νεχώς- νεχυα- νεχός
νεχότες- νεχυαι- νεχότα μεν
νεχότες- νεχυαι- νεχότα τε
νεχότες- νεχυαι- νεχότα σι
 
Ευκτική
νεχώς- νεχυα- νεχός εην
νεχώς- νεχυα- νεχός εης
νεχώς- νεχυα- νεχός εη
νεχότες- νεχυαι- νεχότα εημεν (εμεν)
νεχότες- νεχυαι- νεχότα εητε (ετε)
νεχότες- νεχυαι- νεχότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
νεχώς- νεχυα- νεχός σθι
νεχώς- νεχυα- νεχός στω
---
νεχότες- νεχυαι- νεχότα στε
νεχότες- νεχυαι- νεχότα στων
 
Απαρέμφατο
νεχέναι
Μετοχή
νεχώς- νεχυα- νεχός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νοίγομαι, νοίγ ή νοίγει, νοίγεται, νοιγόμεθα, νοίγεσθε, νοίγονται
Υποτακτική
νοίγωμαι, νοίγ, νοίγηται, νοιγώμεθα, νοίγησθε, νοίγωνται
Ευκτική
νοιγοίμην, νοίγοιο, νοίγοιτο, νοιγοίμεθα, νοίγοισθε, νοίγοιντο
Προστακτική
---, νοίγου, νοιγέσθω, ---, νοίγεσθε, νοιγέσθων ή νοιγέσθωσαν
Απαρέμφατο
νοίγεσθαι
Μετοχή
νοιγόμενος
νοιγομένη
νοιγόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
νεγόμην, νεγου, νεγετο, νεγόμεθα, νεγεσθε, νεγοντο
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
νεχθην, νεχθης, νεχθη, νεχθημεν, νεχθητε, νεχθησαν
Υποτακτική
νοιχθ, νοιχθς, νοιχθ, νοιχθμεν, νοιχθτε, νοιχθσι(ν)
Ευκτική
νοιχθείην, νοιχθείης, νοιχθείη, νοιχθείημεν ή νοιχθεμεν, νοιχθείητε ή νοιχθετε, νοιχθείησαν ή νοιχθεεν
Προστακτική
---, νοίχθητι, νοιχθήτω, ---, νοίχθητε, νοιχθέντων ή νοιχθήτωσαν
Απαρέμφατο
νοιχθναι
Μετοχή
νοιχθείς
νοιχθεσα
νοιχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νέγμαι, νέξαι, νέκται, νεγμεθα, νέχθε, νεγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
νεγμένος- νεγμένη- νεγμένον
νεγμένος- νεγμένη- νεγμένον ς
νεγμένος- νεγμένη- νεγμένον
νεγμένοι- νεγμέναι- νεγμένα μεν
νεγμένοι- νεγμέναι- νεγμένα τε
νεγμένοι- νεγμέναι- νεγμένα σι
 
Ευκτική
νεγμένος- νεγμένη- νεγμένον εην
νεγμένος- νεγμένη- νεγμένον εης
νεγμένος- νεγμένη- νεγμένον εη
νεγμένοι- νεγμέναι- νεγμένα εημεν (εμεν)
νεγμένοι- νεγμέναι- νεγμένα εητε (ετε)
νεγμένοι- νεγμέναι- νεγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, νέξο, νεχθω, --- νέχθε, νεχθων ή νεχθωσαν
 
Απαρέμφατο
νεχθαι
Μετοχή
νεγμένος- νεγμένη- νεγμένον
 
Υπερσυντέλικος
νεγμην, νέξο, νέκτο, νεγμεθα, νέχθε, νεγμένοι σαν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
νεξομαι, νεξ ή νεξει, νεξεται, νεξόμεθα, νεξεσθε, νεξονται
Ευκτική
νεξοίμην, νεξοιο, νεξοιτο, νεξοίμεθα, νεξοισθε, νεξοιντο
Απαρέμφατο
νεξεσθαι
Μετοχή
νεξόμενος
νεξομένη
νεξόμενον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...