Jonas
Hamers
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αὔξω - αὐξάνω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αὔξω, αὔξεις, αὔξει, αὔξομεν, αὔξετε, αὔξουσι(ν)
αὔξω, αὔξῃς, αὔξῃ, αὔξωμεν, αὔξητε, αὔξωσι(ν)
αὔξοιμι, αὔξοις, αὔξοι, αὔξοιμεν, αὔξοιτε, αὔξοιεν
---, αὖξε, αὐξέτω, ---, αὔξετε, αὐξόντων (ή αὐξέτωσαν)
αὔξειν
αὔξων, αὔξουσα, αὖξον
Παρατατικός
Οριστική
ηὖξον, ηὖξες, ηὖξε, ηὔξομεν, ηὔξετε, ηὖξον
Μέλλοντας
Οριστική
αὐξήσω, αὐξήσεις, αὐξήσει, αὐξήσομεν, αὐξήσετε, αὐξήσουσι(ν)
αὐξήσοιμι, αὐξήσοις, αὐξήσοι, αὐξήσοιμεν, αὐξήσοιτε, αὐξήσοιεν
αὐξήσειν
αὐξήσων, αὐξήσουσα, αὐξῆσον
Αόριστος
Οριστική
ηὔξησα, ηὔξησας, ηὔξησε(ν), ηὐξήσαμεν, ηὐξήσατε, ηὔξησαν
αὐξήσω, αὐξήσῃς, αὐξήσῃ, αὐξήσωμεν, αὐξήσητε, αὐξήσωσι(ν)
αὐξήσαιμι, αὐξήσαις ή αὐξήσειας, αὐξήσαι ή αὐξήσειε(ν), αὐξήσαιμεν, αὐξήσαιτε, αὐξήσαιεν ή αὐξήσειαν
---, αὔξησον, αὐξησάτω, ---, αὐξήσατε, αὐξησάντων (ή αὐξησάτωσαν)
αὐξῆσαι
αὐξήσας, αὐξήσασα, αὐξῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ηὔξηκα, ηὔξηκας, ηὔξηκε, ηὐξήκαμεν, ηὐξήκατε, ηὐξήκασι(ν)
Υποτακτική
ηὐξηκώς- ηὐξηκυῖα- ηὐξηκός ὦ
ηὐξηκώς- ηὐξηκυῖα- ηὐξηκός ᾖς
ηὐξηκότες- ηὐξηκυῖαι- ηὐξηκότα ὦμεν
Ευκτική
ηὐξηκώς- ηὐξηκυῖα- ηὐξηκός εἴην
Προστακτική
---
ηὐξηκώς- ηὐξηκυῖα- ηὐξηκός ἴσθι
ηὐξηκότες- ηὐξηκυῖαι- ηὐξηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ηὐξηκέναι
ηὐξηκώς- ηὐξηκυῖα- ηὐξηκός
Ενεστώτας
Οριστική
αὔξομαι, αὔξῃ ή αὔξει, αὔξεται, αὐξόμεθα, αὔξεσθε, αὔξονται
αὔξωμαι, αὔξῃ, αὔξηται, αὐξώμεθα, αὔξησθε, αὔξωνται
αὐξοίμην, αὔξοιο, αὔξοιτο, αὐξοίμεθα, αὔξοισθε, αὔξοιντο
---, αὔξου, αὐξέσθω, ---, αὔξεσθε, αὐξέσθων ή αὐξέσθωσαν
αὔξεσθαι
αὐξόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ηὐξόμην, ηὔξου, ηὔξετο, ηὐξόμεθα, ηὔξεσθε, ηὔξοντο
Μέλλοντας
Οριστική
αὐξήσομαι, αὐξήσῃ ή αὐξήσει, αὐξήσεται, αὐξησόμεθα, αὐξήσεσθε, αὐξήσονται
αὐξησοίμην, αὐξήσοιο, αὐξήσοιτο, αὐξησοίμεθα, αὐξήσοισθε, αὐξήσοιντο
αὐξήσεσθαι
αὐξησόμενος
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
αὐξηθήσομαι, αὐξηθήσῃ ή αὐξηθήσει, αὐξηθήσεται, αὐξηθησόμεθα, αὐξηθήσεσθε, αὐξηθήσονται
αὐξηθησοίμην, αὐξηθήσοιο, αὐξηθήσοιτο, αὐξηθησοίμεθα, αὐξηθήσοισθε, αὐξηθήσοιντο
αὐξηθήσεσθαι
αὐξηθησόμενος
Οριστική
ηὐξήθην, ηὐξήθης, ηὐξήθη, ηὐξήθημεν, ηὐξήθητε, ηὐξήθησαν
αὐξηθῶ, αὐξηθῇς, αὐξηθῇ, αὐξηθῶμεν, αὐξηθῆτε, αὐξηθῶσι(ν)
αὐξηθείην, αὐξηθείης, αὐξηθείη, αὐξηθείημεν ή αὐξηθεῖμεν, αὐξηθείητε ή αὐξηθεῖτε, αὐξηθείησαν ή αὐξηθεῖεν
---, αὐξήθητι, αὐξηθήτω, ---, αὐξήθητε, αὐξηθέντων ή αὐξηθήτωσαν
αὐξηθῆναι
αὐξηθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ηὔξημαι, ηὔξησαι, ηὔξηται, ηὐξήμεθα, ηὔξησθε, ηὔξηνται
Υποτακτική
ηὐξημένος- ηὐξημένη- ηὐξημένον ὦ
ηὐξημένος- ηὐξημένη- ηὐξημένον ᾖς
ηὐξημένοι- ηὐξημέναι- ηὐξημένα ὦμεν
Ευκτική
ηὐξημένος- ηὐξημένη- ηὐξημένον εἴην
Προστακτική
---, ηὔξησο, ηὐξήσθω, --- ηὔξησθε, ηὐξήσθων ή ηὐξήσθωσαν
Απαρέμφατο
ηὐξῆσθαι
ηὐξημένος- ηὐξημένη- ηὐξημένον
ηὐξήμην, ηὔξησο, ηὔξητο, ηὐξήμεθα, ηὔξησθε, ηὔξηντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου