Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείω (κλῄω)» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείω (κλῄω)»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Allan Swart 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείω (κλω)»
 
(κλείω = κλείνω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλείω, κλείεις, κλείει, κλείομεν, κλείετε, κλείουσι(ν)
& κλω, κλεις, κλει, κλομεν, κλετε, κλουσι(ν)
Υποτακτική
κλείω, κλείς, κλεί, κλείωμεν, κλείητε, κλείωσι(ν)
Ευκτική
κλείοιμι, κλείοις, κλείοι, κλείοιμεν, κλείοιτε, κλείοιεν
Προστακτική
---, κλεε, κλειέτω, ---, κλείετε, κλειόντων (ή κλειέτωσαν)
Απαρέμφατο
κλείειν
Μετοχή
κλείων, κλείουσα, κλεον
 
Παρατατικός
Οριστική
κλειον, κλειες, κλειε, κλείομεν, κλείετε, κλειον
& κλον, κλες, κλε, κλομεν, κλετε, κλον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κλείσω, κλείσεις, κλείσει, κλείσομεν, κλείσετε, κλείσουσι(ν)
& κλσω, κλσεις, κλσει, κλσομεν, κλσετε, κλσουσι(ν)
Ευκτική
κλείσοιμι, κλείσοις, κλείσοι, κλείσοιμεν, κλείσοιτε, κλείσοιεν
Απαρέμφατο
κλείσειν
Μετοχή
κλείσων, κλείσουσα, κλεσον
 
Αόριστος
Οριστική
κλεισα, κλεισας, κλεισε(ν), κλείσαμεν, κλείσατε, κλεισαν
& κλσα, κλσας, κλσε(ν), κλσαμεν, κλσατε, κλσαν
Υποτακτική
κλείσω, κλείσς, κλείσ, κλείσωμεν, κλείσητε, κλείσωσι(ν)
Ευκτική
κλείσαιμι, κλείσαις ή κλείσειας, κλείσαι ή κλείσειε(ν), κλείσαιμεν, κλείσαιτε, κλείσαιεν ή κλείσειαν
Προστακτική
---, κλεσον, κλεισάτω, ---, κλείσατε, κλεισάντων (ή κλεισάτωσαν)
Απαρέμφατο
κλεσαι
Μετοχή
κλείσας, κλείσασα, κλεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλείομαι, κλεί ή κλείει, κλείεται, κλειόμεθα, κλείεσθε, κλείονται
& κλομαι, κλῄῃ ή κλει, κλεται, κλόμεθα, κλεσθε, κλονται
Υποτακτική
κλείωμαι, κλεί, κλείηται, κλειώμεθα, κλείησθε, κλείωνται
Ευκτική
κλειοίμην, κλείοιο, κλείοιτο, κλειοίμεθα, κλείοισθε, κλείοιντο
Προστακτική
---, κλείου, κλειέσθω, ---, κλείεσθε, κλειέσθων ή κλειέσθωσαν
Απαρέμφατο
κλείεσθαι
Μετοχή
κλειόμενος
κλειομένη
κλειόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κλειόμην, κλείου, κλείετο, κλειόμεθα, κλείεσθε, κλείοντο
& κλόμην, κλου, κλετο, κλόμεθα, κλεσθε, κλοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κλεισθήσομαι, κλεισθήσ ή κλεισθήσει, κλεισθήσεται, κλεισθησόμεθα, κλεισθήσεσθε, κλεισθήσονται
& κλσθήσομαι, κλσθήσ ή κλσθήσει, κλσθήσεται, κλσθησόμεθα, κλσθήσεσθε, κλσθήσονται
Ευκτική
κλεισθησοίμην, κλεισθήσοιο, κλεισθήσοιτο, κλεισθησοίμεθα, κλεισθήσοισθε, κλεισθήσοιντο
Απαρέμφατο
κλεισθήσεσθαι
Μετοχή
κλεισθησόμενος
κλεισθησομένη
κλεισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κλεισάμην, κλείσω, κλείσατο, κλεισάμεθα, κλείσασθε, κλείσαντο
& κλσάμην, κλσω, κλσατο, κλσάμεθα, κλσασθε, κλσαντο
Υποτακτική
κλείσωμαι, κλείσ, κλείσηται, κλεισώμεθα, κλείσησθε, κλείσωνται
Ευκτική
κλεισαίμην, κλείσαιο, κλείσαιτο, κλεισαίμεθα, κλείσαισθε, κλείσαιντο
Προστακτική
---, κλεσαι, κλεισάσθω, ---, κλείσασθε, κλεισάσθων ή κλεισάσθωσαν
Απαρέμφατο
κλείσασθαι
Μετοχή
κλεισάμενος
κλεισαμένη
κλεισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κλείσθην, κλείσθης, κλείσθη, κλείσθημεν, κλείσθητε, κλείσθησαν
& κλσθην, κλσθης, κλσθη, κλσθημεν, κλσθητε, κλσθησαν
Υποτακτική
κλεισθ, κλεισθς, κλεισθ, κλεισθμεν, κλεισθτε, κλεισθσι(ν)
Ευκτική
κλεισθείην, κλεισθείης, κλεισθείη, κλεισθείημεν ή κλεισθεμεν, κλεισθείητε ή κλεισθετε, κλεισθείησαν ή κλεισθεεν
Προστακτική
---, κλείσθητι, κλεισθήτω, ---, κλείσθητε, κλεισθέντων ή κλεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
κλεισθναι
Μετοχή
κλεισθείς
κλεισθεσα
κλεισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέκλειμαι, κέκλεισαι, κέκλειται, κεκλείμεθα, κέκλεισθε, κέκλεινται
& κέκλμαι, κέκλσαι, κέκλται, κεκλμεθα, κέκλσθε, κέκλνται
 
Υποτακτική
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον ς
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον
κεκλειμένοι- κεκλειμέναι- κεκλειμένα μεν
κεκλειμένοι- κεκλειμέναι- κεκλειμένα τε
κεκλειμένοι- κεκλειμέναι- κεκλειμένα σι
 
Ευκτική
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον εην
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον εης
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον εη
κεκλειμένοι- κεκλειμέναι- κεκλειμένα εημεν (εμεν)
κεκλειμένοι- κεκλειμέναι- κεκλειμένα εητε (ετε)
κεκλειμένοι- κεκλειμέναι- κεκλειμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κέκλεισο, κεκλείσθω, --- κέκλεισθε, κεκλείσθων ή κεκλείσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκλεσθαι
Μετοχή
κεκλειμένος,
κεκλειμένη,
κεκλειμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκλείμην, κέκλεισο, κέκλειτο, κεκλείμεθα, κέκλεισθε, κέκλειντο
& κεκλμην, κέκλσο, κέκλτο, κεκλμεθα, κέκλσθε, κέκλντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...