Allan
Swart
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείω (κλῄω)»
(κλείω = κλείνω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κλείω, κλείεις, κλείει, κλείομεν, κλείετε, κλείουσι(ν)
κλείω, κλείῃς, κλείῃ, κλείωμεν, κλείητε, κλείωσι(ν)
κλείοιμι, κλείοις, κλείοι, κλείοιμεν, κλείοιτε, κλείοιεν
Προστακτική
---, κλεῖε, κλειέτω, ---, κλείετε, κλειόντων (ή κλειέτωσαν)
κλείειν
Μετοχή
κλείων, κλείουσα, κλεῖον
Παρατατικός
Οριστική
ἔκλειον, ἔκλειες, ἔκλειε, ἐκλείομεν, ἐκλείετε, ἔκλειον
Μέλλοντας
Οριστική
κλείσω, κλείσεις, κλείσει, κλείσομεν, κλείσετε, κλείσουσι(ν)
κλείσοιμι, κλείσοις, κλείσοι, κλείσοιμεν, κλείσοιτε, κλείσοιεν
Απαρέμφατο
κλείσειν
Μετοχή
κλείσων, κλείσουσα, κλεῖσον
Αόριστος
Οριστική
ἔκλεισα, ἔκλεισας, ἔκλεισε(ν), ἐκλείσαμεν, ἐκλείσατε, ἔκλεισαν
κλείσω, κλείσῃς, κλείσῃ, κλείσωμεν, κλείσητε, κλείσωσι(ν)
κλείσαιμι, κλείσαις ή κλείσειας, κλείσαι ή κλείσειε(ν), κλείσαιμεν, κλείσαιτε, κλείσαιεν ή κλείσειαν
Προστακτική
---, κλεῖσον, κλεισάτω, ---, κλείσατε, κλεισάντων (ή κλεισάτωσαν)
κλεῖσαι
κλείσας, κλείσασα, κλεῖσαν
Ενεστώτας
Οριστική
κλείομαι, κλείῃ ή κλείει, κλείεται, κλειόμεθα, κλείεσθε, κλείονται
κλείωμαι, κλείῃ, κλείηται, κλειώμεθα, κλείησθε, κλείωνται
κλειοίμην, κλείοιο, κλείοιτο, κλειοίμεθα, κλείοισθε, κλείοιντο
Προστακτική
---, κλείου, κλειέσθω, ---, κλείεσθε, κλειέσθων ή κλειέσθωσαν
Απαρέμφατο
κλείεσθαι
Μετοχή
κλειόμενος
κλειομένη
κλειόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκλειόμην, ἐκλείου, ἐκλείετο, ἐκλειόμεθα, ἐκλείεσθε, ἐκλείοντο
Οριστική
κλεισθήσομαι, κλεισθήσῃ ή κλεισθήσει, κλεισθήσεται, κλεισθησόμεθα, κλεισθήσεσθε, κλεισθήσονται
κλεισθησοίμην, κλεισθήσοιο, κλεισθήσοιτο, κλεισθησοίμεθα, κλεισθήσοισθε, κλεισθήσοιντο
Απαρέμφατο
κλεισθήσεσθαι
Μετοχή
κλεισθησόμενος
κλεισθησομένη
κλεισθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐκλεισάμην, ἐκλείσω, ἐκλείσατο, ἐκλεισάμεθα, ἐκλείσασθε, ἐκλείσαντο
κλείσωμαι, κλείσῃ, κλείσηται, κλεισώμεθα, κλείσησθε, κλείσωνται
κλεισαίμην, κλείσαιο, κλείσαιτο, κλεισαίμεθα, κλείσαισθε, κλείσαιντο
Προστακτική
---, κλεῖσαι, κλεισάσθω, ---, κλείσασθε, κλεισάσθων ή κλεισάσθωσαν
κλείσασθαι
Μετοχή
κλεισάμενος
κλεισαμένη
κλεισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκλείσθην, ἐκλείσθης, ἐκλείσθη, ἐκλείσθημεν, ἐκλείσθητε, ἐκλείσθησαν
κλεισθῶ, κλεισθῇς, κλεισθῇ, κλεισθῶμεν, κλεισθῆτε, κλεισθῶσι(ν)
κλεισθείην, κλεισθείης, κλεισθείη, κλεισθείημεν ή κλεισθεῖμεν, κλεισθείητε ή κλεισθεῖτε, κλεισθείησαν ή κλεισθεῖεν
---, κλείσθητι, κλεισθήτω, ---, κλείσθητε, κλεισθέντων ή κλεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
κλεισθῆναι
κλεισθείς
κλεισθεῖσα
Οριστική
κέκλειμαι, κέκλεισαι, κέκλειται, κεκλείμεθα, κέκλεισθε, κέκλεινται
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον ὦ
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον ᾖς
κεκλειμένοι- κεκλειμέναι- κεκλειμένα ὦμεν
Ευκτική
κεκλειμένος- κεκλειμένη- κεκλειμένον εἴην
Προστακτική
---, κέκλεισο, κεκλείσθω, --- κέκλεισθε, κεκλείσθων ή κεκλείσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκλεῖσθαι
κεκλειμένος,
κεκλειμένη,
κεκλειμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκλείμην, ἐκέκλεισο, ἐκέκλειτο, ἐκεκλείμεθα, ἐκέκλεισθε, ἐκέκλειντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου