Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μείγνυμι & μειγνύω»
μείγνυμι = σμίγω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μείγνυμι, μείγνυς, μείγνυσι, μείγννυμεν, μείγννυτε, μειγννύασι(ν)
Υποτακτική
μειγνύω, μειγνύῃς, μειγνύῃ, μειγνύωμεν, μειγνύητε, μειγνύωσι(ν)
μειγνύοιμι, μειγνύοις, μειγνύοι, μειγνύοιμεν, μειγνύοιτε, μειγνύοιεν
Προστακτική
---, μείγνυ, μειγνύτω, ---, μείγνυτε, μειγνύντων (ή μειγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
μειγνύναι
Μετοχή
μειγνύς, μειγνῦσα, μειγνύν
Οριστική
ἐμείγνυν, ἐμείγνυς, ἐμείγνυ, ἐμείγνυμεν, ἐμείγνυτε, ἐμείγνυσαν
Οριστική
μείξω, μείξεις, μείξει, μείξομεν, μείξετε, μείξουσι(ν)
μείξοιμι, μείξοις, μείξοι, μείξοιμεν, μείξοιτε, μείξοιεν
Απαρέμφατο
μείξειν
Μετοχή
μείξων, μείξουσα, μεῖξον
Αόριστος
Οριστική
ἔμειξα, ἔμειξας, ἔμειξε(ν), ἐμείξαμεν, ἐμείξατε, ἔμειξαν
μείξω, μείξῃς, μείξῃ, μείξωμεν, μείξητε, μείξωσι(ν)
μείξαιμι, μείξαις ή μείξειας, μείξαι ή μείξειε(ν), μείξαιμεν, μείξαιτε, μείξαιεν ή μείξειαν
Προστακτική
---, μεῖξον, μειξάτω, ---, μείξατε, μειξάντων (ή μειξάτωσαν)
μεῖξαι
μείξας, μείξασα, μεῖξαν
Ενεστώτας
Οριστική
μείγνυμαι, μείγνυσαι, μείγνυται, μειγνύμεθα, μείγνυσθε, μείγνυνται
μειγνύωμαι, μειγνύῃ, μειγνύηται, μειγνυώμεθα, μειγνύησθε, μειγνύωνται
μειγνυοίμην, μειγνύοιο, μειγνύοιτο, μειγνυοίμεθα, μειγνύοισθε, μειγνύοιντο
Προστακτική
---, μείγνυσο, μειγνύσθω, ---, μείγνυσθε, μειγνύσθων ή μειγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
μείγνυσθαι
Μετοχή
μειγνύμενος
μειγνυμένη
μειγνύμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμειγνύμην, ἐμείγνυσο, ἐμείγνυτο, ἐμειγνύμεθα, ἐμείγνυσθε, ἐμείγνυντο
Οριστική
μειχθήσομαι, μειχθήσῃ ή μειχθήσει, μειχθήσεται, μειχθησόμεθα, μειχθήσεσθε, μειχθήσονται
μειχθησοίμην, μειχθήσοιο, μειχθήσοιτο, μειχθησοίμεθα, μειχθήσοισθε, μειχθήσοιντο
Απαρέμφατο
μειχθήσεσθαι
Μετοχή
μειχθησόμενος
μειχθησομένη
μειχθησόμενον
Οριστική
ἐμειξάμην, ἐμείξω, ἐμείξατο, ἐμειξάμεθα, ἐμείξασθε, ἐμείξαντο
μείξωμαι, μείξῃ, μείξηται, μειξώμεθα, μείξησθε, μείξωνται
μειξαίμην, μείξαιο, μείξαιτο, μειξαίμεθα, μείξαισθε, μείξαιντο
Προστακτική
---, μεῖξαι, μειξάσθω, ---, μείξασθε, μειξάσθων ή μειξάσθωσαν
μείξασθαι
Μετοχή
μειξάμενος
μειξαμένη
μειξάμενον
Οριστική
ἐμείχθην, ἐμείχθης, ἐμείχθη, ἐμείχθημεν, ἐμείχθητε, ἐμείχθησαν
μειχθῶ, μειχθῇς, μειχθῇ, μειχθῶμεν, μειχθῆτε, μειχθῶσι(ν)
μειχθείην, μειχθείης, μειχθείη, μειχθείημεν ή μειχθεῖμεν, μειχθείητε ή μειχθεῖτε, μειχθείησαν ή μειχθεῖεν
---, μείχθητι, μειχθήτω, ---, μείχθητε, μειχθέντων ή μειχθήτωσαν
Απαρέμφατο
μειχθῆναι
μειχθείς
μειχθεῖσα
Οριστική
ἐμίγην, ἐμίγης, ἐμίγη, ἐμίγημεν, ἐμίγητε, ἐμίγησαν
μιγῶ, μιγῇς, μιγῇ, μιγῶμεν, μιγῆτε, μιγῶσι(ν)
μιγείην, μιγείης, μιγείη, μιγείημεν ή μιγεῖμεν, μιγείητε ή μιγεῖτε, μιγείησαν ή μιγεῖεν
---, μίγηθι, μιγήτω, ---, μίγητε, μιγέντων ή μιγήτωσαν
Απαρέμφατο
μιγῆναι
μιγείς
μιγεῖσα
Οριστική
μέμειγμαι, μέμειξαι, μέμεικται, μεμείγμεθα, μέμειχθε, μεμειγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον ὦ
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον ᾖς
μεμειγμένοι- μεμειγμέναι- μεμειγμένα ὦμεν
Ευκτική
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον εἴην
Προστακτική
---, μέμειξο, μεμείχθω, --- μέμειχθε, μεμείχθων ή μεμείχθωσαν
Απαρέμφατο
μέμεῖχθαι
μεμειγμένος,
μεμειγμένη,
μεμειγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐμεμείγμην, ἐμέμειξο, ἐμέμεικτο, ἐμεμείγμεθα, ἐμέμειχθε, μεμειγμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου