Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dianne Dengel 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεύω»
 
(γεύω = προσφέρω γεύμα)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γεύω, γεύεις, γεύει, γεύομεν, γεύετε, γεύουσι(ν)
Υποτακτική
γεύω, γεύς, γεύ, γεύωμεν, γεύητε, γεύωσι(ν)
Ευκτική
γεύοιμι, γεύοις, γεύοι, γεύοιμεν, γεύοιτε, γεύοιεν
Προστακτική
---, γεε, γευέτω, ---, γεύετε, γευόντων (ή γευέτωσαν)
Απαρέμφατο
γεύειν
Μετοχή
γεύων, γεύουσα, γεον
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γεύομαι, γεύ ή γεύει, γεύεται, γευόμεθα, γεύεσθε, γεύονται
Υποτακτική
γεύωμαι, γεύ, γεύηται, γευώμεθα, γεύησθε, γεύωνται
Ευκτική
γευοίμην, γεύοιο, γεύοιτο, γευοίμεθα, γεύοισθε, γεύοιντο
Προστακτική
---, γεύου, γευέσθω, ---, γεύεσθε, γευέσθων ή γευέσθωσαν
Απαρέμφατο
γεύεσθαι
Μετοχή
γευόμενος
γευομένη
γευόμενον
 
Μέλλοντας
Οριστική
γεύσομαι, γεύσ ή γεύσει, γεύσεται, γευσόμεθα, γεύσεσθε, γεύσονται
Ευκτική
γευσοίμην, γεύσοιο, γεύσοιτο, γευσοίμεθα, γεύσοισθε, γεύσοιντο
Απαρέμφατο
γεύσεσθαι
Μετοχή
γευσόμενος
γευσομένη
γευσόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
γευσάμην, γεύσω, γεύσατο, γευσάμεθα, γεύσασθε, γεύσαντο
Υποτακτική
γεύσωμαι, γεύσ, γεύσηται, γευσώμεθα, γεύσησθε, γεύσωνται
Ευκτική
γευσαίμην, γεύσαιο, γεύσαιτο, γευσαίμεθα, γεύσαισθε, γεύσαιντο
Προστακτική
---, γεσαι, γευσάσθω, ---, γεύσασθε, γευσάσθων ή γευσάσθωσαν
Απαρέμφατο
γεύσασθαι
Μετοχή
γευσάμενος
γευσαμένη
γευσάμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
γέγευμαι, γέγευσαι, γέγευται, γεγεύμεθα, γέγευσθε, γέγευνται  
 
Υποτακτική
γεγευμένος- γεγευμένη- γεγευμένον
γεγευμένος- γεγευμένη- γεγευμένον ς
γεγευμένος- γεγευμένη- γεγευμένον
γεγευμένοι- γεγευμέναι- γεγευμένα μεν
γεγευμένοι- γεγευμέναι- γεγευμένα τε
γεγευμένοι- γεγευμέναι- γεγευμένα σι
 
Ευκτική
γεγευμένος- γεγευμένη- γεγευμένον εην
γεγευμένος- γεγευμένη- γεγευμένον εης
γεγευμένος- γεγευμένη- γεγευμένον εη
γεγευμένοι- γεγευμέναι- γεγευμένα εημεν (εμεν)
γεγευμένοι- γεγευμέναι- γεγευμένα εητε (ετε)
γεγευμένοι- γεγευμέναι- γεγευμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, γέγευσο, γεγεύσθω, --- γέγευσθε, γεγεύσθων ή γεγεύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
γεγεσθαι
Μετοχή
γεγευμένος,
γεγευμένη,
γεγευμένον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...