Rainer Inderst
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλαστάνω»
(βλαστάνω: φυτρώνω, βγάζω βλαστό)
Ενεστώτας
Οριστική
βλαστάνω, βλαστάνεις, βλαστάνει, βλαστάνομεν, βλαστάνετε, βλαστάνουσι(ν)
βλαστάνω, βλαστάνῃς, βλαστάνῃ, βλαστάνωμεν, βλαστάνητε, βλαστάνωσι(ν)
βλαστάνοιμι, βλαστάνοις, βλαστάνοι, βλαστάνοιμεν, βλαστάνοιτε, βλαστάνοιεν
Προστακτική
---, βλάστανε, βλαστανέτω, ---, βλαστάνετε, βλαστανόντων (ή βλαστανέτωσαν)
Απαρέμφατο
βλαστάνειν
Μετοχή
βλαστάνων, βλαστάνουσα, βλαστάνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐβλάστανον, ἐβλάστανες, ἐβλάστανε, ἐβλαστάνομεν, ἐβλαστάνετε, ἐβλάστανον
Οριστική
ἔβλαστον, ἔβλαστες, ἔβλαστε(ν), ἐβλάστομεν, ἐβλάστετε, ἔβλαστον
βλάστω, βλάστῃς, βλάστῃ, βλάστωμεν, βλάστητε, βλάστωσι(ν)
βλάστοιμι, βλάστοις, βλάστοι, βλάστοιμεν, βλάστοιτε, βλάστοιεν
Προστακτική
---, βλάστε, βλαστέτω, ---, βλάστετε, βλαστόντων (ή βλαστέτωσαν)
Απαρέμφατο
βλαστεῖν
βλαστών, βλαστοῦσα, βλαστόν
Οριστική
ἐβλαστήκειν, ἐβλαστήκεις, ἐβλαστήκει, ἐβλαστήκεμεν, ἐβλαστήκετε, ἐβλαστήκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου