Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στρώννυμι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στρώννυμι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Nilendu Banerjee 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στρώννυμι»
 
στρώννυμι = στρώνω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στρώννυμι, στρώννυς, στρώννυσι, στρώννυμεν, στρώννυτε, στρωννύασι(ν)
Υποτακτική
στρωννύω, στρωννύς, στρωννύ, στρωννύωμεν, στρωννύητε, στρωννύωσι(ν)
Ευκτική
στρωννύοιμι, στρωννύοις, στρωννύοι, στρωννύοιμεν, στρωννύοιτε, στρωννύοιεν
Προστακτική
---, στρώννυ, στρωννύτω, ---, στρώννυτε, στρωννύντων (ή στρωννύτωσαν)
Απαρέμφατο
στρωννύναι
Μετοχή
στρωννύς, στρωννσα, στρωννύν
 
Παρατατικός
Οριστική
στρώννυν, στρώννυς, στρώννυ, στρώννυμεν, στρώννυτε, στρώννυσαν
 
Αόριστος
Οριστική
στόρεσα, στόρεσας, στόρεσε(ν), στορέσαμεν, στοσέσατε, στόρεσαν
Υποτακτική
στορέσω, στορέσς, στορέσ, στορέσωμεν, στορέσητε, στορέσωσι(ν)
Ευκτική
στορέσαιμι, στορέσαις ή στορέσειας, στορέσαι ή στορέσειε(ν), στορέσαιμεν, στορέσαιτε, στορέσαιεν ή στορέσειαν
Προστακτική
---, στόρεσον, στορεσάτω, ---, στορέσατε, στορεσάντων (ή στορεσάτωσαν)
Απαρέμφατο
στορέσαι
Μετοχή
στορέσας, στορέσασα, στορέσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στόρνυμαι, στόρνυσαι, στόρνυται, στορνύμεθα, στόρνυσθε, στόρνυνται
Υποτακτική
στορνύωμαι, στορνύ, στορνύηται, στορνυώμεθα, στορνύησθε, στορνύωνται
Ευκτική
στορνυοίμην, στορνύοιο, στορνύοιτο, στορνυοίμεθα, στορνύοισθε, στορνύοιντο
Προστακτική
---, στόρνυσο, στορνύσθω, ---, στόρνυσθε, στορνύσθων ή στορνύσθωσαν
Απαρέμφατο
στόρνυσθαι
Μετοχή
στορνύμενος
στορνυμένη
στορνύμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
στρωμαι, στρωσαι, στρωται, στρώμεθα, στρωσθε, στρωνται
 
Υποτακτική
στρωμένος- στρωμένη- στρωμένον
στρωμένος- στρωμένη- στρωμένον ς
στρωμένος- στρωμένη- στρωμένον
στρωμένοι- στρωμέναι- στρωμένα μεν
στρωμένοι- στρωμέναι- στρωμένα τε
στρωμένοι- στρωμέναι- στρωμένα σι
 
Ευκτική
στρωμένος- στρωμένη- στρωμένον εην
στρωμένος- στρωμένη- στρωμένον εης
στρωμένος- στρωμένη- στρωμένον εη
στρωμένοι- στρωμέναι- στρωμένα εημεν (εμεν)
στρωμένοι- στρωμέναι- στρωμένα εητε (ετε)
στρωμένοι- στρωμέναι- στρωμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, στρωσο, στρώσθω, --- στρωσθε, στρώσθων ή στρώσθωσαν
 
Απαρέμφατο
στρσθαι
Μετοχή
στρωμένος,
στρωμένη,
στρωμένον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...