Sean O’ Daniels
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἥδομαι»
ἥδομαι: ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι
Ενεστώτας
Οριστική
ἥδομαι, ἥδῃ ή ἥδει, ἥδεται, ἡδόμεθα, ἥδεσθε, ἥδονται
Υποτακτική
ἥδωμαι, ἥδῃ, ἥδηται, ἡδώμεθα, ἥδησθε, ἥδωνται
Ευκτική
ἡδοίμην, ἥδοιο, ἥδοιτο, ἡδοίμεθα, ἥδοισθε, ἥδοιντο
Προστακτική
---, ἥδου, ἡδέσθω, ---, ἥδεσθε, ἡδέσθων ή ἡδέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἥδεσθαι
Μετοχή
ἡδόμενος
ἡδομένη
ἡδόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἡδόμην, ἥδου, ἥδετο, ἡδόμεθα, ἥδεσθε, ἥδοντο
Παθητικός
Μέλλοντας ως μέσος
Οριστική
ἡσθήσομαι, ἡσθήσῃ ή ἡσθήσει, ἡσθήσεται, ἡσθησόμεθα, ἡσθήσεσθε, ἡσθήσονται
Ευκτική
ἡσθησοίμην, ἡσθήσοιο, ἡσθήσοιτο, ἡσθησοίμεθα, ἡσθήσοισθε, ἡσθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἡσθήσεσθαι
Μετοχή
ἡσθησόμενος
ἡσθησομένη
ἡσθησόμενον
Παθητικός
Αόριστος ως μέσος
Οριστική
ἥσθην, ἥσθης, ἥσθη, ἥσθημεν, ἥσθητε, ἥσθησαν
Υποτακτική
ἡσθῶ, ἡσθῇς, ἡσθῇ, ἡσθῶμεν, ἡσθῆτε, ἡσθῶσι(ν)
Ευκτική
ἡσθείην, ἡσθείης, ἡσθείη, ἡσθείημεν ή ἡσθεῖμεν, ἡσθείητε ή ἡσθεῖτε, ἡσθείησαν ή ἡσθεῖεν
Προστακτική
---, ἥσθητι, ἡσθήτω, ---, ἥσθητε, ἡσθέντων ή ἡσθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἡσθῆναι
Μετοχή
ἡσθείς
ἡσθεῖσα
ἡσθέν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἥδομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ἥδομαι, ἥδῃ ή ἥδει, ἥδεται, ἡδόμεθα, ἥδεσθε, ἥδονται
ἥδωμαι, ἥδῃ, ἥδηται, ἡδώμεθα, ἥδησθε, ἥδωνται
ἡδοίμην, ἥδοιο, ἥδοιτο, ἡδοίμεθα, ἥδοισθε, ἥδοιντο
---, ἥδου, ἡδέσθω, ---, ἥδεσθε, ἡδέσθων ή ἡδέσθωσαν
ἥδεσθαι
ἡδόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἡδόμην, ἥδου, ἥδετο, ἡδόμεθα, ἥδεσθε, ἥδοντο
Οριστική
ἡσθήσομαι, ἡσθήσῃ ή ἡσθήσει, ἡσθήσεται, ἡσθησόμεθα, ἡσθήσεσθε, ἡσθήσονται
ἡσθησοίμην, ἡσθήσοιο, ἡσθήσοιτο, ἡσθησοίμεθα, ἡσθήσοισθε, ἡσθήσοιντο
ἡσθήσεσθαι
ἡσθησόμενος
Οριστική
ἥσθην, ἥσθης, ἥσθη, ἥσθημεν, ἥσθητε, ἥσθησαν
ἡσθῶ, ἡσθῇς, ἡσθῇ, ἡσθῶμεν, ἡσθῆτε, ἡσθῶσι(ν)
ἡσθείην, ἡσθείης, ἡσθείη, ἡσθείημεν ή ἡσθεῖμεν, ἡσθείητε ή ἡσθεῖτε, ἡσθείησαν ή ἡσθεῖεν
---, ἥσθητι, ἡσθήτω, ---, ἥσθητε, ἡσθέντων ή ἡσθήτωσαν
ἡσθῆναι
ἡσθείς
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου