Jenny
Newland
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καλύπτω»
Ενεργητική Φωνή
(Το υ του ρήματος είναι βραχύχρονο)
Ενεστώτας
Οριστική
καλύπτω, καλύπτεις, καλύπτει, καλύπτομεν, καλύπτετε, καλύπτουσι(ν)
καλύπτω, καλύπτῃς, καλύπτῃ, καλύπτωμεν, καλύπτητε, καλύπτωσι(ν)
καλύπτοιμι, καλύπτοις, καλύπτοι, καλύπτοιμεν, καλύπτοιτε, καλύπτοιεν
Προστακτική
---, κάλυπτε, καλυπτέτω, ---, καλύπτετε, καλυπτόντων (ή καλυπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
καλύπτειν
Μετοχή
καλύπτων, καλύπτουσα, καλύπτον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκάλυπτον, ἐκάλυπτες, ἐκάλυπτε, ἐκαλύπτομεν, ἐκαλύπτετε, ἐκάλυπτον
Μέλλοντας
Οριστική
καλύψω, καλύψεις, καλύψει, καλύψομεν, καλύψετε, καλύψουσι(ν)
καλύψοιμι, καλύψοις, καλύψοι, καλύψοιμεν, καλύψοιτε, καλύψοιεν
Απαρέμφατο
καλύψειν
Μετοχή
καλύψων, καλύψουσα, καλύψον
Αόριστος
Οριστική
ἐκάλυψα, ἐκάλυψας, ἐκάλυψε(ν), ἐκαλύψαμεν, ἐκαλύψατε, ἐκάλυψαν
καλύψω, καλύψῃς, καλύψῃ, καλύψωμεν, καλύψητε, καλύψωσι(ν)
καλύψαιμι, καλύψαις ή καλύψειας, καλύψαι ή καλύψειε(ν), καλύψαιμεν, καλύψαιτε, καλύψαιεν ή καλύψειαν
Προστακτική
---, κάλυψον, καλυψάτω, ---, καλύψατε, καλυψάντων (ή καλυψάτωσαν)
Απαρέμφατο
καλύψαι
Μετοχή
καλύψας, καλύψασα, καλύψαν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκάλυφα, κεκάλυφας, κεκάλυφε, κεκαλύφαμεν, κεκαλύφατε, κεκαλύφασι(ν)
Υποτακτική
κεκαλυφώς- κεκαλυφυῖα- κεκαλυφός ὦ
κεκαλυφώς- κεκαλυφυῖα- κεκαλυφός ᾖς
κεκαλυφότες- κεκαλυφυῖαι- κεκαλυφότα ὦμεν
Ευκτική
κεκαλυφώς- κεκαλυφυῖα- κεκαλυφός εἴην
Προστακτική
---
κεκαλυφώς- κεκαλυφυῖα- κεκαλυφός ἴσθι
κεκαλυφότες- κεκαλυφυῖαι- κεκαλυφότα ἔστε
Απαρέμφατο
κεκαλυφέναι
Μετοχή
κεκαλυφώς- κεκαλυφυῖα- κεκαλυφός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκαλύφειν, ἐκεκαλύφεις, ἐκεκαλύφει, ἐκεκαλύφεμεν, ἐκεκαλύφετε, ἐκεκαλύφεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καλύπτομαι, καλύπτῃ ή καλύπτει, καλύπτεται, καλυπτόμεθα, καλύπτεσθε, καλύπτονται
καλύπτωμαι, καλύπτῃ, καλύπτηται, καλυπτώμεθα, καλύπτησθε, καλύπτωνται
καλυπτοίμην, καλύπτοιο, καλύπτοιτο, καλυπτοίμεθα, καλύπτοισθε, καλύπτοιντο
Προστακτική
---, καλύπτου, καλυπτέσθω, ---, καλύπτεσθε, καλυπτέσθων ή καλυπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
καλύπτεσθαι
Μετοχή
καλυπτόμενος
καλυπτομένη
καλυπτόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκαλυπτόμην, ἐκαλύπτου, ἐκαλύπτετο, ἐκαλυπτόμεθα, ἐκαλύπτεσθε, ἐκαλύπτοντο
Μέλλοντας
Οριστική
καλύψομαι, καλύψῃ ή καλύψει, καλύψεται, καλυψόμεθα, καλύψεσθε, καλύψονται
καλυψοίμην, καλύψοιο, καλύψοιτο, καλυψοίμεθα, καλύψοισθε, καλύψοιντο
Απαρέμφατο
καλύψεσθαι
Μετοχή
καλυψόμενος
καλυψομένη
καλυψόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
καλυφθήσομαι, καλυφθήσῃ ή καλυφθήσει, καλυφθήσεται, καλυφθησόμεθα, καλυφθήσεσθε, καλυφθήσονται
καλυφθησοίμην, καλυφθήσοιο, καλυφθήσοιτο, καλυφθησοίμεθα, καλυφθήσοισθε, καλυφθήσοιντο
Απαρέμφατο
καλυφθήσεσθαι
Μετοχή
καλυφθησόμενος
καλυφθησομένη
καλυφθησόμενον
Οριστική
ἐκαλυψάμην, ἐκαλύψω, ἐκαλύψατο, ἐκαλυψάμεθα, ἐκαλύψασθε, ἐκαλύψαντο
καλύψωμαι, καλύψῃ, καλύψηται, καλυψώμεθα, καλύψησθε, καλύψωνται
καλυψαίμην, καλύψαιο, καλύψαιτο, καλυψαίμεθα, καλύψαισθε, καλύψαιντο
Προστακτική
---, κάλυψαι, καλυψάσθω, ---, καλύψασθε, καλυψάσθων ή καλυψάσθωσαν
Απαρέμφατο
καλύψασθαι
Μετοχή
καλυψάμενος
καλυψαμένη
καλυψάμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐκαλύφθην, ἐκαλύφθης, ἐκαλύφθη, ἐκαλύφθημεν, ἐκαλύφθητε, ἐκαλύφθησαν
καλυφθῶ, καλυφθῇς, καλυφθῇ, καλυφθῶμεν, καλυφθῆτε, καλυφθῶσι(ν)
καλυφθείην, καλυφθείης, καλυφθείη, καλυφθείημεν ή καλυφθεῖμεν, καλυφθείητε ή καλυφθεῖτε, καλυφθείησαν ή καλυφθεῖεν
---, καλύφθητι, καλυφθήτω, ---, καλύφθητε, καλυφθέντων ή καλυφθήτωσαν
Απαρέμφατο
καλυφθῆναι
καλυφθείς
καλυφθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
κεκάλυμμαι, κεκάλυψαι, κεκάλυπται, κεκαλύμμεθα, κεκάλυφθε, κεκαλυμμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον ὦ
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον ᾖς
κεκαλυμμένοι- κεκαλυμμέναι- κεκαλυμμένα ὦμεν
Ευκτική
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον εἴην
Προστακτική
---, κεκάλυψο, κεκαλύφθω, --- κεκάλυφθε, κεκαλύφθων ή κεκαλύφθωσαν
Απαρέμφατο
κεκαλύφθαι
Μετοχή
κεκαλυμμένος,
κεκαλυμμένη,
κεκαλυμμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκαλύμμην, ἐκεκάλυψο, ἐκεκάλυπτο, ἐκεκαλύμμεθα, ἐκεκάλυφθε, κεκαλυμμένοι ἦσαν
1 σχόλια:
Καταπληκτική δουλειά!! Συγχαρητήρια
Δημοσίευση σχολίου