Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὁμολογέω- ὁμολογῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὁμολογέω- ὁμολογῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μολογέω- μολογ»
 
μολογ = συμφωνώ, παραδέχομαι
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μολογ, μολογες, μολογε, μολογομεν, μολογετε, μολογοσι(ν)
Υποτακτική
μολογ, μολογς, μολογ, μολογμεν, μολογτε, μολογσι(ν)
Ευκτική
μολογομι, μολογος, μολογομολογοίην, μολογοίης, μολογοίη), μολογομεν, μολογοτε, μολογοεν
Προστακτική
---, μολόγει, μολογείτω, ---, μολογετε, μολογούντων ή μολογείτωσαν
Απαρέμφατο
μολογεν
Μετοχή
μολογν, μολογοσα, μολογον
 
Παρατατικός
Οριστική
μολόγουν, μολόγεις, μολόγει, μολογομεν, μολογετε, μολόγουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
μολογήσω, μολογήσεις, μολογήσει, μολογήσομεν, μολογήσετε, μολογήσουσι(ν)
Ευκτική
μολογήσοιμι, μολογήσοις, μολογήσοι, μολογήσοιμεν, μολογήσοιτε, μολογήσοιεν
Απαρέμφατο
μολογήσειν
Μετοχή
μολογήσων, μολογήσουσα, μολογσον
 
Αόριστος
Οριστική
μολόγησα, μολόγησας, μολόγησε(ν), μολογήσαμεν, μολογήσατε, μολόγησαν
Υποτακτική
μολογήσω, μολογήσς, μολογήσ, μολογήσωμεν, μολογήσητε, μολογήσωσι(ν)
Ευκτική
μολογήσαιμι, μολογήσαις ή μολογήσειας, μολογήσαι ή μολογήσειε(ν), μολογήσαιμεν, μολογήσαιτε, μολογήσαιεν ή μολογήσειαν
Προστακτική
---, μολόγησον, μολογησάτω, ---, μολογήσατε, μολογησάντων (ή μολογησάτωσαν)
Απαρέμφατο
μολογσαι
Μετοχή
μολογήσας, μολογήσασα, μολογσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μολόγηκα, μολόγηκας, μολόγηκε, μολογήκαμεν, μολογήκατε, μολογήκασι(ν)
 
Υποτακτική
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός ς
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός
μολογηκότες- μολογηκυαι- μολογηκότα μεν
μολογηκότες- μολογηκυαι- μολογηκότα τε
μολογηκότες- μολογηκυαι- μολογηκότα σι
 
Ευκτική
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός εην
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός εης
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός εη
μολογηκότες- μολογηκυαι- μολογηκότα εημεν (εμεν)
μολογηκότες- μολογηκυαι- μολογηκότα εητε (ετε)
μολογηκότες- μολογηκυαι- μολογηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός σθι
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός στω
---
μολογηκότες- μολογηκυαι- μολογηκότα στε
μολογηκότες- μολογηκυαι- μολογηκότα στων
 
Απαρέμφατο
μολογηκέναι
Μετοχή
μολογηκώς- μολογηκυα- μολογηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
μολογήκειν, μολογήκεις, μολογήκει, μολογήκεμεν, μολογήκετε, μολογήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μολογομαι, μολογ ή μολογε, μολογεται, μολογούμεθα, μολογεσθε, μολογονται
Υποτακτική
μολογμαι, μολογ, μολογται, μολογώμεθα, μολογσθε, μολογνται
Ευκτική
μολογοίμην, μολογοο, μολογοτο, μολογοίμεθα, μολογοσθε, μολογοντο
Προστακτική
---,μολογο, μολογείσθω, ---, μολογεσθε, μολογείσθων ή μολογείσθωσαν
Απαρέμφατο
μολογεσθαι
Μετοχή
μολογούμενος
μολογουμένη
μολογούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μολογούμην, μολογο, μολογετο, μολογούμεθα, μολογεσθε, μολογοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
μολογήσομαι, μολογήσ ή μολογήσει, μολογήσεται, μολογησόμεθα, μολογήσεσθε, μολογήσονται
Ευκτική
μολογησοίμην, μολογήσοιο, μολογήσοιτο, μολογησοίμεθα, μοολογήσοισθε, μολογήσοιντο
Απαρέμφατο
μολογήσεσθαι
Μετοχή
μολογησόμενος
μολογησομένη
μολογησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μολογηθήσομαι, μολογηθήσ ή μολογθήσει, μολογηθήσεται, μολογηθησόμεθα, μολογηθήσεσθε, μολογηθήσονται
Ευκτική
μολογηθησοίμην, μολογηθήσοιο, μολογηθήσοιτο, μολογηθησοίμεθα, μολογηθήσοισθε, μολογηθήσοιντο
Απαρέμφατο
μολογηθήσεσθαι
Μετοχή
μολογηθησόμενος
μολογηθησομένη
μολογηθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μολογησάμην, μολογήσω, μολογήσατο, μολογησάμεθα, μολογήσασθε, μολογήσαντο
Υποτακτική
μολογήσωμαι, μολογήσ, μολογήσηται, μολογησώμεθα, μολογήσησθε, μολογήσωνται
Ευκτική
μολογησαίμην, μολογήσαιο, μολογήσαιτο, μολογησαίμεθα, μολογήσαισθε, μολογήσαιντο
Προστακτική
---, μολόγησαι, μολογησάσθω, ---, μολογήσασθε, μολογησάσθων ή μολογησάσθωσαν
Απαρέμφατο
μολογήσασθαι
Μετοχή
μολογησάμενος
μολογησαμένη
μολογησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μολογήθην, μολογήθης, μολογήθη, μολογήθημεν, μολογήθητε, μολογήθησαν
Υποτακτική
μολογηθ, μολογηθς, μολογηθ, μολογηθμεν, μολογηθτε, μολογηθσι(ν)
Ευκτική
μολογηθείην, μολογηθείης, μολογηθείη, μολογηθείημεν ή μολογηθεμεν, μολογηθείητε ή μολογηθετε, μολογηθείησαν ή μολογηθεεν
Προστακτική
---, μολογήθητι, μολογηθήτω, ---, μολογήθητε, μολογηθέντων ή μολογηθήτωσαν
Απαρέμφατο
μολογηθναι
Μετοχή
μολογηθείς
μολογηθεσα
μολογηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μολόγημαι, μολόγησαι, μολόγηται, μολογήμεθα, μολόγησθε, μολόγηνται
 
Υποτακτική
μολογημένος- μολογημένη- μολογημένον
μολογημένος- μολογημένη- μολογημένον ς
μολογημένος- μολογημένη- μολογημένον
μολογημένοι- μολογημέναι- μολογημένα μεν
μολογημένοι- μολογημέναι- μολογημένα τε
μολογημένοι- μολογημέναι- μολογημένα σι
 
Ευκτική
μολογημένος- μολογημένη- μολογημένον εην
μολογημένος- μολογημένη- μολογημένον εης
μολογημένος- μολογημένη- μολογημένον εη
μολογημένοι- μολογημέναι- μολογημένα εημεν (εμεν)
μολογημένοι- μολογημέναι- μολογημένα εητε (ετε)
μολογημένοι- μολογημέναι- μολογημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μολόγησο, μολογήσθω, --- μολόγησθε, μολογήσθων ή μολογήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ρκέσθαι
Μετοχή
μολογημένος,
μολογημένη,
μολογημένον
 
Υπερσυντέλικος
μολογήμην, μολόγησο, μολόγητο, μολογήμεθα, μολόγησθε, μολόγηντο
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...