Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὁμολογέω- ὁμολογῶ»
Ενεστώτας
Οριστική
ὁμολογῶ, ὁμολογεῖς, ὁμολογεῖ, ὁμολογοῦμεν, ὁμολογεῖτε, ὁμολογοῦσι(ν)
ὁμολογῶ, ὁμολογῇς, ὁμολογῇ, ὁμολογῶμεν, ὁμολογῆτε, ὁμολογῶσι(ν)
ὁμολογοῖμι, ὁμολογοῖς, ὁμολογοῖ (ή ὁμολογοίην, ὁμολογοίης, ὁμολογοίη), ὁμολογοῖμεν, ὁμολογοῖτε, ὁμολογοῖεν
---, ὁμολόγει, ὁμολογείτω, ---, ὁμολογεῖτε, ὁμολογούντων ή ὁμολογείτωσαν
ὁμολογεῖν
ὁμολογῶν, ὁμολογοῦσα, ὁμολογοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ὡμολόγουν, ὡμολόγεις, ὡμολόγει, ὡμολογοῦμεν, ὡμολογεῖτε, ὡμολόγουν
Μέλλοντας
Οριστική
ὁμολογήσω, ὁμολογήσεις, ὁμολογήσει, ὁμολογήσομεν, ὁμολογήσετε, ὁμολογήσουσι(ν)
ὁμολογήσοιμι, ὁμολογήσοις, ὁμολογήσοι, ὁμολογήσοιμεν, ὁμολογήσοιτε, ὁμολογήσοιεν
ὁμολογήσειν
ὁμολογήσων, ὁμολογήσουσα, ὁμολογῆσον
Αόριστος
Οριστική
ὡμολόγησα, ὡμολόγησας, ὡμολόγησε(ν), ὡμολογήσαμεν, ὡμολογήσατε, ὡμολόγησαν
ὁμολογήσω, ὁμολογήσῃς, ὁμολογήσῃ, ὁμολογήσωμεν, ὁμολογήσητε, ὁμολογήσωσι(ν)
ὁμολογήσαιμι, ὁμολογήσαις ή ὁμολογήσειας, ὁμολογήσαι ή ὁμολογήσειε(ν), ὁμολογήσαιμεν, ὁμολογήσαιτε, ὁμολογήσαιεν ή ὁμολογήσειαν
---, ὁμολόγησον, ὁμολογησάτω, ---, ὁμολογήσατε, ὁμολογησάντων (ή ὁμολογησάτωσαν)
ὁμολογῆσαι
ὁμολογήσας, ὁμολογήσασα, ὁμολογῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ὡμολόγηκα, ὡμολόγηκας, ὡμολόγηκε, ὡμολογήκαμεν, ὡμολογήκατε, ὡμολογήκασι(ν)
Υποτακτική
ὡμολογηκώς- ὡμολογηκυῖα- ὡμολογηκός ὦ
ὡμολογηκώς- ὡμολογηκυῖα- ὡμολογηκός ᾖς
ὡμολογηκότες- ὡμολογηκυῖαι- ὡμολογηκότα ὦμεν
Ευκτική
ὡμολογηκώς- ὡμολογηκυῖα- ὡμολογηκός εἴην
Προστακτική
---
ὡμολογηκώς- ὡμολογηκυῖα- ὡμολογηκός ἴσθι
ὡμολογηκότες- ὡμολογηκυῖαι- ὡμολογηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ὡμολογηκέναι
ὡμολογηκώς- ὡμολογηκυῖα- ὡμολογηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ὡμολογήκειν, ὡμολογήκεις, ὡμολογήκει, ὡμολογήκεμεν, ὡμολογήκετε, ὡμολογήκεσαν
Ενεστώτας
Οριστική
ὁμολογοῦμαι, ὁμολογῇ ή ὁμολογεῖ, ὁμολογεῖται, ὁμολογούμεθα, ὁμολογεῖσθε, ὁμολογοῦνται
ὁμολογῶμαι, ὁμολογῇ, ὁμολογῆται, ὁμολογώμεθα, ὁμολογῆσθε, ὁμολογῶνται
ὁμολογοίμην, ὁμολογοῖο, ὁμολογοῖτο, ὁμολογοίμεθα, ὁμολογοῖσθε, ὁμολογοῖντο
---,ὁμολογοῦ, ὁμολογείσθω, ---, ὁμολογεῖσθε, ὁμολογείσθων ή ὁμολογείσθωσαν
ὁμολογεῖσθαι
ὁμολογούμενος
Παρατατικός
Οριστική
ὡμολογούμην, ὡμολογοῦ, ὡμολογεῖτο, ὡμολογούμεθα, ὡμολογεῖσθε, ὡμολογοῦντο
Οριστική
ὁμολογήσομαι, ὁμολογήσῃ ή ὁμολογήσει, ὁμολογήσεται, ὁμολογησόμεθα, ὁμολογήσεσθε, ὁμολογήσονται
ὁμολογησοίμην, ὁμολογήσοιο, ὁμολογήσοιτο, ὁμολογησοίμεθα, ὁμοολογήσοισθε, ὁμολογήσοιντο
ὁμολογήσεσθαι
ὁμολογησόμενος
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ὁμολογηθήσομαι, ὁμολογηθήσῃ ή ὁμολογθήσει, ὁμολογηθήσεται, ὁμολογηθησόμεθα, ὁμολογηθήσεσθε, ὁμολογηθήσονται
ὁμολογηθησοίμην, ὁμολογηθήσοιο, ὁμολογηθήσοιτο, ὁμολογηθησοίμεθα, ὁμολογηθήσοισθε, ὁμολογηθήσοιντο
ὁμολογηθήσεσθαι
ὁμολογηθησόμενος
Οριστική
ὡμολογησάμην, ὡμολογήσω, ὡμολογήσατο, ὡμολογησάμεθα, ὡμολογήσασθε, ὡμολογήσαντο
ὁμολογήσωμαι, ὁμολογήσῃ, ὁμολογήσηται, ὁμολογησώμεθα, ὁμολογήσησθε, ὁμολογήσωνται
ὁμολογησαίμην, ὁμολογήσαιο, ὁμολογήσαιτο, ὁμολογησαίμεθα, ὁμολογήσαισθε, ὁμολογήσαιντο
---, ὁμολόγησαι, ὁμολογησάσθω, ---, ὁμολογήσασθε, ὁμολογησάσθων ή ὁμολογησάσθωσαν
ὁμολογήσασθαι
ὁμολογησάμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ὡμολογήθην, ὡμολογήθης, ὡμολογήθη, ὡμολογήθημεν, ὡμολογήθητε, ὡμολογήθησαν
ὁμολογηθῶ, ὁμολογηθῇς, ὁμολογηθῇ, ὁμολογηθῶμεν, ὁμολογηθῆτε, ὁμολογηθῶσι(ν)
ὁμολογηθείην, ὁμολογηθείης, ὁμολογηθείη, ὁμολογηθείημεν ή ὁμολογηθεῖμεν, ὁμολογηθείητε ή ὁμολογηθεῖτε, ὁμολογηθείησαν ή ὁμολογηθεῖεν
---, ὁμολογήθητι, ὁμολογηθήτω, ---, ὁμολογήθητε, ὁμολογηθέντων ή ὁμολογηθήτωσαν
ὁμολογηθῆναι
ὁμολογηθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ὡμολόγημαι, ὡμολόγησαι, ὡμολόγηται, ὡμολογήμεθα, ὡμολόγησθε, ὡμολόγηνται
Υποτακτική
ὡμολογημένος- ὡμολογημένη- ὡμολογημένον ὦ
ὡμολογημένος- ὡμολογημένη- ὡμολογημένον ᾖς
ὡμολογημένοι- ὡμολογημέναι- ὡμολογημένα ὦμεν
Ευκτική
ὡμολογημένος- ὡμολογημένη- ὡμολογημένον εἴην
Προστακτική
---, ὡμολόγησο, ὡμολογήσθω, --- ὡμολόγησθε, ὡμολογήσθων ή ὡμολογήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἠρκέσθαι
ὡμολογημένος,
Υπερσυντέλικος
ὡμολογήμην, ὡμολόγησο, ὡμολόγητο, ὡμολογήμεθα, ὡμολόγησθε, ὡμολόγηντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου