Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φυλάττω / φυλάσσω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φυλάττω / φυλάσσω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φυλάττω / φυλάσσω» 
 
φυλάττω: φυλάω, προσέχω, υπερασπίζω, αγρυπνώ
-        Το -α του ρήματος είναι βραχύχρονο.
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φυλάττω, φυλάττεις, φυλάττει, φυλάττομεν, φυλάττετε, φυλάττουσι(ν)
& φυλάσσω, φυλάσσεις, φυλάσσει, φυλάσσομεν, φυλάσσετε, φυλάσσουσι(ν)
Υποτακτική
φυλάττω, φυλάττς, φυλάττ, φυλάττωμεν, φυλάττητε, φυλάττωσι(ν)
Ευκτική
φυλάττοιμι, φυλάττοις, φυλάττοι, φυλάττοιμεν, φυλάττοιτε, φυλάττοιεν
Προστακτική
---, φύλλαττε, φυλαττέτω, ---, φυλάττετε, φυλαττόντων (ή φυλαττέτωσαν)
Απαρέμφατο
φυλάττειν
Μετοχή
φυλάττων, φυλάττουσα, φυλάττον
 
Παρατατικός
Οριστική
φύλαττον, φύλαττες, φύλαττε, φυλάττομεν, φυλάττετε, φύλαττον
 
Μέλλοντας
Οριστική
φυλάξω, φυλάξεις, φυλάξει, φυλάξομεν, φυλάξετε, φυλάξουσι(ν)
Ευκτική
φυλάξοιμι, φυλάξοις, φυλάξοι, φυλάξοιμεν, φυλάξοιτε, φυλάξοιεν
Απαρέμφατο
φυλάξειν
Μετοχή
φυλάξων, φυλάξουσα, φυλάξον
 
Αόριστος
Οριστική
φύλαξα, φύλαξας, φύλαξε(ν), φυλάξαμεν, φυλάξατε, φύλαξαν      
Υποτακτική
φυλάξω, φυλάξς, φυλάξ, φυλάξωμεν, φυλάξητε, φυλάξωσι(ν)
Ευκτική
φυλάξαιμι, φυλάξαις ή φυλάξειας, φυλάξαι ή φυλάξειε(ν), φυλάξαιμεν, φυλάξαιτε, φυλάξαιεν ή φυλάξειαν
Προστακτική
---, φύλαξον, φυλαξάτω, ---, φυλάξατε, φυλαξάντων (ή φυλαξάτωσαν)
Απαρέμφατο
φυλάξαι
Μετοχή
φυλάξας, φυλάξασα, φυλάξαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφύλακα, πεφύλακας, πεφύλακε, πεφυλάκαμεν, πεφυλάκατε, πεφυλάκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός ς
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα με
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα τε
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα σι
 
Ευκτική
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός εην
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός εης
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός εη
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα εημεν (εμεν)
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα εητε (ετε)
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός σθι
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός στω
---
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα στε
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα στων
 
Απαρέμφατο
πεφυλακέναι
Μετοχή
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φυλάττομαι, φυλάττ ή φυλάττει, φυλάττεται, φυλαττόμεθα, φυλάττεσθε, φυλάττονται
& φυλάσσομαι, φυλάσσ ή φυλάσσει, φυλάσσεται, φυλασσόμεθα, φυλάσσεσθε, φυλάσσονται
Υποτακτική
φυλάττωμαι, φυλάττ, φυλάττηται, φυλαττώμεθα, φυλάττησθε, φυλάττωνται
Ευκτική
φυλαττοίμην, φυλάττοιο, φυλάττοιτο, φυλαττοίμεθα, φυλάττοισθε, φυλάττοιντο
Προστακτική
---, φυλάττου, φυλαττέσθω, ---, φυλάττεσθε, φυλαττέσθων ή φυλαττέσθωσαν
Απαρέμφατο
φυλάττεσθαι
Μετοχή
φυλαττόμενος
φυλαττομένη
φυλαττόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
φυλαττόμην, φυλάττου, φυλάττετο, φυλαττόμεθα, φυλάττεσθε, φυλάττοντο
& φυλασσόμην, φυλάσσου, φυλάσσετο, φυλασσόμεθα, φυλάσσεσθε, φυλάσσοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
φυλάξομαι, φυλάξ ή φυλάξει, φυλάξεται, φυλαξόμεθα, φυλάξεσθε, φυλάξονται
Ευκτική
φυλαξοίμην, φυλάξοιο, φυλάξοιτο, φυλαξοίμεθα, φυλάξοισθε, φυλάξοιντο
Απαρέμφατο
φυλάξεσθαι
Μετοχή
φυλαξόμενος
φυλαξομένη
φυλαξόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φυλαχθήσομαι, φυλαχθήσ φυλαχθήσει, φυλαχθήσεται, φυλαχθησόμεθα, φυλαχθήσεσθε, φυλαχθήσονται
Ευκτική
φυλαχθησοίμην, φυλαχθήσοιο, φυλαχθήσοιτο, φυλαχθησοίμεθα, φυλαχθήσοισθε, φυλαχθήσοιντο
Απαρέμφατο
φυλαχθήσεσθαι
Μετοχή
φυλαχθησόμενος
φυλαχθησομένη
φυλαχθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
φυλαξάμην, φυλάξω, φυλάξατο, φυλαξάμεθα, φυλάξασθε, φυλάξαντο
Υποτακτική
φυλάξωμαι, φυλάξ, φυλάξηται, φυλαξώμεθα, φυλάξησθε, φυλάξωνται
Ευκτική
φυλαξαίμην, φυλάξαιο, φυλάξαιτο, φυλαξαίμεθα, φυλάξαισθε, φυλάξαιντο
Προστακτική
---, φύλαξαι, φυλαξάσθω, ---, φυλάξασθε, φυλαξάσθων
Απαρέμφατο
φυλάξασθαι
Μετοχή
φυλαξάμενος
φυλαξαμένη
φυλαξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
φυλάχθην, φυλάχθης, φυλάχθη, φυλάχθημεν, φυλάχθητε, φυλάχθησαν
Υποτακτική
φυλαχθ, φυλαχθς, φυλαχθ, φυλαχθμεν, φυλαχθτε, φυλαχθσι(ν)
Ευκτική
φυλαχθείην, φυλαχθείης, φυλαχθείη, φυλαχθείημεν ή φυλαχθεμεν, φυλαχθείητε ή φυλαχθετε, φυλαχθείησαν ή φυλαχθεεν
Προστακτική
---, φυλάχθητι, φυλαχθήτω, ---, φυλάχθητε, φυλαχθέντων ή φυλαχθήτωσαν
Απαρέμφατο
φυλαχθναι
Μετοχή
φυλαχθείς
φυλαχθεσα
φυλαχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφύλαγμαι, πεφύλαξαι, πεφύλακται, πεφυλάγμεθα, πεφύλαχθε, πεφυλαγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον ς
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα μεν
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα τε
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα σι
 
Ευκτική
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον εην
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον εης
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον εη
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα εημεν (εμεν)
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα εητε (ετε)
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεφύλαξο, πεφυλάχθω, --- πεφύλαχθε, πεφυλάχθων ή πεφυλάχθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεφυλάχθαι
Μετοχή
πεφυλαγμένος,
πεφυλαγμένη,
πεφυλαγμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεφυλάγμην, πεφύλαξο, πεφύλακτο, πεφυλάγμεθα, πεφύλαχθε, πεφυλαγμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...