Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φυλάττω / φυλάσσω»
- Το -α του ρήματος είναι βραχύχρονο.
Ενεστώτας
Οριστική
φυλάττω, φυλάττεις, φυλάττει, φυλάττομεν, φυλάττετε, φυλάττουσι(ν)
Υποτακτική
φυλάττω, φυλάττῃς, φυλάττῃ, φυλάττωμεν, φυλάττητε, φυλάττωσι(ν)
φυλάττοιμι, φυλάττοις, φυλάττοι, φυλάττοιμεν, φυλάττοιτε, φυλάττοιεν
Προστακτική
---, φύλλαττε, φυλαττέτω, ---, φυλάττετε, φυλαττόντων (ή φυλαττέτωσαν)
Απαρέμφατο
φυλάττειν
Μετοχή
φυλάττων, φυλάττουσα, φυλάττον
Παρατατικός
Οριστική
ἐφύλαττον, ἐφύλαττες, ἐφύλαττε, ἐφυλάττομεν, ἐφυλάττετε, ἐφύλαττον
Μέλλοντας
Οριστική
φυλάξω, φυλάξεις, φυλάξει, φυλάξομεν, φυλάξετε, φυλάξουσι(ν)
φυλάξοιμι, φυλάξοις, φυλάξοι, φυλάξοιμεν, φυλάξοιτε, φυλάξοιεν
Απαρέμφατο
φυλάξειν
Μετοχή
φυλάξων, φυλάξουσα, φυλάξον
Αόριστος
Οριστική
ἐφύλαξα, ἐφύλαξας, ἐφύλαξε(ν), ἐφυλάξαμεν, ἐφυλάξατε, ἐφύλαξαν
φυλάξω, φυλάξῃς, φυλάξῃ, φυλάξωμεν, φυλάξητε, φυλάξωσι(ν)
φυλάξαιμι, φυλάξαις ή φυλάξειας, φυλάξαι ή φυλάξειε(ν), φυλάξαιμεν, φυλάξαιτε, φυλάξαιεν ή φυλάξειαν
Προστακτική
---, φύλαξον, φυλαξάτω, ---, φυλάξατε, φυλαξάντων (ή φυλαξάτωσαν)
Απαρέμφατο
φυλάξαι
Μετοχή
φυλάξας, φυλάξασα, φυλάξαν
Παρακείμενος
Οριστική
πεφύλακα, πεφύλακας, πεφύλακε, πεφυλάκαμεν, πεφυλάκατε, πεφυλάκασι(ν)
Υποτακτική
πεφυλακώς- πεφυλακυῖα- πεφυλακός ὦ
πεφυλακώς- πεφυλακυῖα- πεφυλακός ᾖς
πεφυλακότες- πεφυλακυῖαι- πεφυλακότα ὦμε
Ευκτική
πεφυλακώς- πεφυλακυῖα- πεφυλακός εἴην
Προστακτική
---
πεφυλακώς- πεφυλακυῖα- πεφυλακός ἴσθι
πεφυλακότες- πεφυλακυῖαι- πεφυλακότα ἔστε
Απαρέμφατο
πεφυλακέναι
Μετοχή
πεφυλακώς- πεφυλακυῖα- πεφυλακός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
φυλάττομαι, φυλάττῃ ή φυλάττει, φυλάττεται, φυλαττόμεθα, φυλάττεσθε, φυλάττονται
φυλάττωμαι, φυλάττῃ, φυλάττηται, φυλαττώμεθα, φυλάττησθε, φυλάττωνται
φυλαττοίμην, φυλάττοιο, φυλάττοιτο, φυλαττοίμεθα, φυλάττοισθε, φυλάττοιντο
Προστακτική
---, φυλάττου, φυλαττέσθω, ---, φυλάττεσθε, φυλαττέσθων ή φυλαττέσθωσαν
Απαρέμφατο
φυλάττεσθαι
Μετοχή
φυλαττόμενος
φυλαττομένη
φυλαττόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐφυλαττόμην, ἐφυλάττου, ἐφυλάττετο, ἐφυλαττόμεθα, ἐφυλάττεσθε, ἐφυλάττοντο
Μέλλοντας
Οριστική
φυλάξομαι, φυλάξῃ ή φυλάξει, φυλάξεται, φυλαξόμεθα, φυλάξεσθε, φυλάξονται
φυλαξοίμην, φυλάξοιο, φυλάξοιτο, φυλαξοίμεθα, φυλάξοισθε, φυλάξοιντο
Απαρέμφατο
φυλάξεσθαι
Μετοχή
φυλαξόμενος
φυλαξομένη
φυλαξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φυλαχθήσομαι, φυλαχθήσῃ φυλαχθήσει, φυλαχθήσεται, φυλαχθησόμεθα, φυλαχθήσεσθε, φυλαχθήσονται
φυλαχθησοίμην, φυλαχθήσοιο, φυλαχθήσοιτο, φυλαχθησοίμεθα, φυλαχθήσοισθε, φυλαχθήσοιντο
Απαρέμφατο
φυλαχθήσεσθαι
Μετοχή
φυλαχθησόμενος
φυλαχθησομένη
φυλαχθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐφυλαξάμην, ἐφυλάξω, ἐφυλάξατο, ἐφυλαξάμεθα, ἐφυλάξασθε, ἐφυλάξαντο
φυλάξωμαι, φυλάξῃ, φυλάξηται, φυλαξώμεθα, φυλάξησθε, φυλάξωνται
φυλαξαίμην, φυλάξαιο, φυλάξαιτο, φυλαξαίμεθα, φυλάξαισθε, φυλάξαιντο
Προστακτική
---, φύλαξαι, φυλαξάσθω, ---, φυλάξασθε, φυλαξάσθων
Απαρέμφατο
φυλάξασθαι
Μετοχή
φυλαξάμενος
φυλαξαμένη
φυλαξάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐφυλάχθην, ἐφυλάχθης, ἐφυλάχθη, ἐφυλάχθημεν, ἐφυλάχθητε, ἐφυλάχθησαν
φυλαχθῶ, φυλαχθῇς, φυλαχθῇ, φυλαχθῶμεν, φυλαχθῆτε, φυλαχθῶσι(ν)
φυλαχθείην, φυλαχθείης, φυλαχθείη, φυλαχθείημεν ή φυλαχθεῖμεν, φυλαχθείητε ή φυλαχθεῖτε, φυλαχθείησαν ή φυλαχθεῖεν
---, φυλάχθητι, φυλαχθήτω, ---, φυλάχθητε, φυλαχθέντων ή φυλαχθήτωσαν
Απαρέμφατο
φυλαχθῆναι
φυλαχθείς
φυλαχθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
πεφύλαγμαι, πεφύλαξαι, πεφύλακται, πεφυλάγμεθα, πεφύλαχθε, πεφυλαγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον ὦ
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον ᾖς
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα ὦμεν
Ευκτική
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον εἴην
Προστακτική
---, πεφύλαξο, πεφυλάχθω, --- πεφύλαχθε, πεφυλάχθων ή πεφυλάχθωσαν
Απαρέμφατο
πεφυλάχθαι
Μετοχή
πεφυλαγμένος,
πεφυλαγμένη,
πεφυλαγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐπεφυλάγμην, ἐπεφύλαξο, ἐπεφύλακτο, ἐπεφυλάγμεθα, ἐπεφύλαχθε, πεφυλαγμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου