Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγνοέω-ἀγνοῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγνοέω-ἀγνοῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γνοέω-γνο»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γνο, γνοες, γνοε, γνοομεν, γνοετε, γνοοσι(ν)
Υποτακτική
γνο, γνος, γνο, γνομεν, γνοτε, γνοσι(ν)
Ευκτική
γνοομι, γνοος, γνοογνοοίην, γνοοίης, γνοοίη), γνοομεν, γνοοτε, γνοοεν
Προστακτική
---, γνόει, γνοείτω, ---, γνοετε, γνοούντων
Απαρέμφατο
γνοεν
Μετοχή
γνον, γνοοσα, γνοον
 
Παρατατικός
Οριστική
γνόουν, γνόεις, γνόει, γνοομεν, γνοετε, γνόουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
γνοήσω, γνοήσεις, γνοήσει, γνοήσομεν, γνοήσετε, γνοήσουσι(ν)
Ευκτική
γνοήσοιμι, γνοήσοις, γνοήσοι, γνοήσοιμεν, γνοήσοιτε, γνοήσοιεν
Απαρέμφατο
γνοήσειν
Μετοχή
γνοήσων, γνοήσουσα, γνοσον
 
Αόριστος
Οριστική
γνόησα, γνόησας, γνόησε(ν), γνοήσαμεν, γνοήσατε, γνόησαν
Υποτακτική
γνοήσω, γνοήσς, γνοήσ, γνοήσωμεν, γνοήσητε, γνοήσωσι(ν)
Ευκτική
γνοήσαιμι, γνοήσαις ή γνοήσειας, γνοήσαι ή γνοήσειε(ν), γνοήσαιμεν, γνοήσαιτε, γνοήσαιεν ή γνοήσειαν
Προστακτική
---, γνόησον, γνοησάτω, ---, γνοήσατε, γνοησάντων (ή γνοησάτωσαν)
Απαρέμφατο
γνοσαι
Μετοχή
γνοήσας, γνοήσασα, γνοσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γνόηκα, γνόηκας, γνόηκε, γνοήκαμεν, γνοήκατε, γνοήκασι(ν)
 
Υποτακτική
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός ς
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός
γνοηκότες- γνοηκυαι- γνοηκότα μεν
γνοηκότες- γνοηκυαι- γνοηκότα τε
γνοηκότες- γνοηκυαι- γνοηκότα σι
 
Ευκτική
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός εην
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός εης
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός εη
γνοηκότες- γνοηκυαι- γνοηκότα εημεν (εμεν)
γνοηκότες- γνοηκυαι- γνοηκότα εητε (ετε)
γνοηκότες- γνοηκυαι- γνοηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός σθι
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός στω
---
γνοηκότες- γνοηκυαι- γνοηκότα στε
γνοηκότες- γνοηκυαι- γνοηκότα στων
 
Απαρέμφατο
γνοηκέναι
Μετοχή
γνοηκώς- γνοηκυα- γνοηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
γνοήκειν, γνοήκεις, γνοήκει, γνοήκεμεν, γνοήκετε, γνοήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γνοομαι, γνο ή γνοε, γνοεται, γνοούμεθα, γνοεσθε, γνοονται
Υποτακτική
γνομαι, γνο, γνοται, γνοώμεθα, γνοσθε, γνονται
Ευκτική
γνοομην, γνοοο, γνοοτο, γνοοίμεθα, γνοοσθε, γνοοντο
Προστακτική
---, γνοο, γνοείσθω, ---, γνοεσθε, γνοείσθων ή γνοείσθωσαν
Απαρέμφατο
γνοεσθαι
Μετοχή
γνοούμενος
γνοουμένη
γνοούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
γνοούμην, γνοο, γνοετο, γνοούμεθα, γνοεσθε, γνοοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
γνοήσομαι, γνοήσ ή γνοήσει, γνοήσεται, γνοησόμεθα, γνοήσεσθε, γνοήσονται
Ευκτική
γνοησοίμην, γνοήσοιο, γνοήσοιτο, γνοησοίμεθα, γνοήσοισθε, γνοήσοιντο
Απαρέμφατο
γνοήσεσθαι
Μετοχή
γνοησόμενος
γνοησομένη
γνοησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
γνοηθήσομαι, γνοηθήσ ή γνοηθήσει, γνοηθήσεται, γνοηθησόμεθα, γνοηθήσεσθε, γνοηθήσονται
Ευκτική
γνοηθησοίμην, γνοηθήσοιο, γνοηθήσοιτο, γνοηθησοίμεθα, γνοηθήσοισθε, γνοηθήσοιντο
Απαρέμφατο
γνοηθήσεσθαι
Μετοχή
γνοηθησόμενος
γνοηθησομένη
γνοηθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
γνοησάμην, γνοήσω, γνοήσατο, γνοησάμεθα, γνοήσασθε, γνοήσαντο
Υποτακτική
γνοήσωμαι, γνοήσ, γνοήσηται, γνοησώμεθα, γνοήσησθε, γνοήσωνται
Ευκτική
γνοησαίμην, γνοήσαιο, γνοήσαιτο, γνοησαίμεθα, γνοήσαισθε, γνοήσαιντο
Προστακτική
---, γνόησαι, γνοησάσθω, ---, γνοήσασθε, γνοησάσθων ή γνοησάσθωσαν
Απαρέμφατο
γνοήσασθαι
Μετοχή
γνοησάμενος
γνοησαμένη
γνοησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
γνοήθην, γνοήθης, γνοήθη, γνοήθημεν, γνοήθητε, γνοήθησαν
Υποτακτική
γνοηθ, γνοηθς, γνοηθ, γνοηθμεν, γνοηθτε, γνοηθσι(ν)
Ευκτική
γνοηθείην, γνοηθείης, γνοηθείη, γνοηθείημεν ή γνοηθεμεν, γνοηθείητε ή γνοηθετε, γνοηθείησαν ή γνοηθεεν
Προστακτική
---, γνοήθητι, γνοηθήτω, ---, γνοήθητε, γνοηθέντων ή γνοηθήτωσαν
Απαρέμφατο
γνοηθναι
Μετοχή
γνοηθείς
γνοηθεσα
γνοηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γνόημαι, γνόησαι, γνόηται, γνοήμεθα, γνόησθε, γνόηνται
 
Υποτακτική
γνοημένος- γνοημένη- γνοημένον
γνοημένος- γνοημένη- γνοημένον ς
γνοημένος- γνοημένη- γνοημένον
γνοημένοι- γνοημέναι- γνοημένα μεν
γνοημένοι- γνοημέναι- γνοημένα τε
γνοημένοι- γνοημέναι- γνοημένα σι
 
Ευκτική
γνοημένος- γνοημένη- γνοημένον εην
γνοημένος- γνοημένη- γνοημένον εης
γνοημένος- γνοημένη- γνοημένον εη
γνοημένοι- γνοημέναι- γνοημένα εημεν (εμεν)
γνοημένοι- γνοημέναι- γνοημένα εητε (ετε)
γνοημένοι- γνοημέναι- γνοημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, γνόησο, γνοήσθω, ---, γνόησθε, γνοήσθων ή γνοήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
γνοσθαι
Μετοχή
γνοημένος,
γνοημένη,
γνοημένον
 
Υπερσυντέλικος
γνοήμην, γνόησο, γνόητο, γνοήμεθα, γνόησθε, γνόηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...