Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀμείβω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀμείβω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μείβω»
 
μείβω = αλλάζω, μεταβάλλω, απαντώ
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μείβω, μείβεις, μείβει, μείβομεν, μείβετε, μείβουσι(ν)
Υποτακτική
μείβω, μείβς, μείβ, μείβωμεν, μείβητε, μείβωσι(ν)
Ευκτική
μείβοιμι, μείβοις, μείβοι, μείβοιμεν, μείβοιτε, μείβοιεν
Προστακτική
---, μειβε, μειβέτω, ---, μείβετε, μειβόντων (ή μειβέτωσαν)
Απαρέμφατο
μείβειν
Μετοχή
μείβων, μείβουσα, μεβον
 
Παρατατικός
Οριστική
μειβον, μειβες, μειβε, μείβομεν, μείβετε, μειβον
 
Μέλλοντας
Οριστική
μείψω, μείψεις, μείψει, μείψομεν, μείψετε, μείψουσι(ν)
Ευκτική
μείψοιμι, μείψοις, μείψοι, μείψοιμεν, μείψοιτε, μείψοιεν
Απαρέμφατο
μείψειν
Μετοχή
μείψων, μείψουσα, μεψον
 
Αόριστος
Οριστική
μειψα, μειψας, μειψε(ν), μείψαμεν, μείψατε, μειψαν
Υποτακτική
μείψω, μείψς, μείψ, μείψωμεν, μείψητε, μείψωσι(ν)
Ευκτική
μείψαιμι, μείψαις ή μείψειας, μείψαι ή μείψειε(ν), μείψαιμεν, μείψαιτε, μείψαιεν ή μείψειαν
Προστακτική
---, μειψον, μειψάτω, ---, μείψατε, μειψάντων (ή μειψάτωσαν)
Απαρέμφατο
μεψαι
Μετοχή
μείψας, μείψασα, μεψαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μείβομαι, μείβ ή μείβει, μείβεται, μειβόμεθα, μείβεσθε, μείβονται
Υποτακτική
μείβωμαι, μείβ, μείβηται, μειβώμεθα, μείβησθε, μείβωνται
Ευκτική
μειβοίμην, μείβοιο, μείβοιτο, μειβοίμεθα, μείβοισθε, μείβοιντο
Προστακτική
---, μείβου, μειβέσθω, ---, μείβεσθε, μειβέσθων ή μειβέσθωσαν
Απαρέμφατο
μείβεσθαι
Μετοχή
μειβόμενος
μειβομένη
μειβόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μειβόμην, μείβου, μείβετο, μειβόμεθα, μείβεσθε, μείβοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
μείψομαι, μείψ ή είψει, μείψεται, μειψόμεθα, μείψεσθε, μείψονται
Ευκτική
μειψοίμην, μείψοιο, μείψοιτο, μειψοίμεθα, μείψοισθε, μείψοιντο
Απαρέμφατο
μείψεσθαι
Μετοχή
μειψόμενος
μειψομένη
μειψόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μειφθήσομαι, μειφθήσ ή μειφθήσει, μειφθήσεται, μειφθησόμεθα, μειφθήσεσθε, μειφθήσονται
Ευκτική
μειφθησοίμην, μειφθήσοιο, μειφθήσοιτο, μειφθησοίμεθα, μειφθήσοισθε, μειφθήσοιντο
Απαρέμφατο
μειφθήσεσθαι
Μετοχή
μειφθησόμενος
μειφθησομένη
μειφθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μειψάμην, μείψω, μείψατο, μειψάμεθα, μείψασθε, μείψαντο
Υποτακτική
μείψωμαι, μείψ, μείψηται, μειψώμεθα, μείψησθε, μείψωνται
Ευκτική
μειψαίμην, μείψαιο, μείψαιτο, μειψαίμεθα, μείψαισθε, μείψαιντο
Προστακτική
---, μειψαι, μειψάσθω, ---, μείψασθε, μειψάσθων ή μειψάσθωσαν
Απαρέμφατο
μείψασθαι
Μετοχή
μειψάμενος
μειψαμένη
μειψάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μείφθην, μείφθης, μείφθη, μείφθημεν, μείφθητε, μείφθησαν
Υποτακτική
μειφθ, μειφθς, μειφθ, μειφθμεν, μειφθτε, μειφθσι(ν)
Ευκτική
μειφθείην, μειφθείης, μειφθείη, μειφθείημεν ή μειφθεμεν, μειφθείητε ή μειφθετε, μειφθείησαν ή μειφθεεν
Προστακτική
---, μείφθητι, μειφθήτω, ---, μείφθητε, μειφθέντων ή μειφθήτωσαν
Απαρέμφατο
μειφθναι
Μετοχή
μειφθείς
μειφθεσα
μειφθέν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...