Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τειχίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τειχίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τειχίζω»
 
[το -ι είναι βραχύχρονο]
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τειχίζω, τειχίζεις, τειχίζει, τειχίζομεν, τειχίζετε, τειχίζουσι(ν)
Υποτακτική
τειχίζω, τειχίζς, τειχίζ, τειχίζωμεν, τειχίζητε, τειχίζωσι(ν)
Ευκτική
τειχίζοιμι, τειχίζοις, τειχίζοι, τειχίζοιμεν, τειχίζοιτε, τειχίζοιεν
Προστακτική
---, τείχιζε, τειχιζέτω, ---, τειχίζετε, τειχιζόντων (ή τειχιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
τειχίζειν
Μετοχή
τειχίζων, τειχίζουσα, τειχίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
τείχιζον, τείχιζες, τείχιζε, τειχίζομεν, τειχίζετε, τείχιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
τειχι, τειχιες, τειχιε, τειχιομεν, τειχιετε, τειχιοσι(ν)
Ευκτική
τειχιομι, τειχιος, τειχιο, ή τειχιοίην, τειχιοίης, τειχιοίη, τειχιομεν, τειχιοτε, τειχιοεν
Απαρέμφατο
τειχιεν
Μετοχή
τειχιν, τειχιοσα, τειχιον
 
Αόριστος
Οριστική
τείχισα, τείχισας, τείχισε(ν), τειχίσαμεν, τειχίσατε, τείχισαν
Υποτακτική
τειχίσω, τειχίσς, τειχίσ, τειχίσωμεν, τειχίσητε, τειχίσωσι(ν)
Ευκτική
τειχίσαιμι, τειχίσαις ή τειχίσειας, τειχίσαι ή τειχίσειε(ν), τειχίσαιμεν, τειχίσαιτε, τειχίσαιεν ή τειχίσειαν
Προστακτική
---, τείχισον, τειχισάτω, ---, τειχίσατε, τειχισάντων (ή τειχισάτωσαν)
Απαρέμφατο
τειχίσαι
Μετοχή
τειχίσας, τειχίσασα, τειχίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τετείχικα, τετείχικας, τετείχικε, τετειχίκαμεν, τετειχίκατε, τετειχίκασι(ν)
 
Υποτακτική
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός ς
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός
τετειχικότες- τετειχικυαι- τετειχικότα μεν
τετειχικότες- τετειχικυαι- τετειχικότα τε
τετειχικότες- τετειχικυαι- τετειχικότα σι
 
Ευκτική
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός εην
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός εης
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός εη
τετειχικότες- τετειχικυαι- τετειχικότα εημεν (εμεν)
τετειχικότες- τετειχικυαι- τετειχικότα εητε (ετε)
τετειχικότες- τετειχικυαι- τετειχικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός σθι
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός στω
---
τετειχικότες- τετειχικυαι- τετειχικότα στε
τετειχικότες- τετειχικυαι- τετειχικότα στων
 
Απαρέμφατο
τετειχικέναι
Μετοχή
τετειχικώς- τετειχικυα- τετειχικός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τειχίζομαι, τειχίζ ή τειχίζει, τειχίζεται, τειχιζόμεθα, τειχίζεσθε, τειχίζονται
Υποτακτική
τειχίζωμαι, τειχίζ, τειχίζηται, τειχιζώμεθα, τειχίζησθε, τειχίζωνται
Ευκτική
τειχιζοίμην, τειχίζοιο, τειχίζοιτο, τειχιζοίμεθα, τειχίζοισθε, τειχίζοιντο
Προστακτική
---, τειχίζου, τειχιζέσθω, ---, τειχίζεσθε, τειχιζέσθων ή τειχιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
τειχίζεσθαι
Μετοχή
τειχιζόμενος
τειχιζομένη
τειχιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
τειχιζόμην, τειχίζου, τειχίζετο, τειχιζόμεθα, τειχίζεσθε, τειχίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
τειχιομαι, τειχι ή τειχιε, τειχιεται, τειχιομεθα, τειχιεσθε, τειχιονται
Ευκτική
τειχιοίμην, τειχιοο, τειχιοτο, τειχιοίμεθα, τειχιοσθε, τειχιοντο
Απαρέμφατο
τειχιεσθαι
Μετοχή
τειχιούμενος
τειχιουμένη
τειχιούμενον
 
Αόριστος
Οριστική
τειχισάμην, τειχίσω, τειχίσατο, τειχισάμεθα, τειχίσασθε, τειχίσαντο
Υποτακτική
τειχίσωμαι, τειχίσ, τειχίσηται, τειχισώμεθα, τειχίσησθε, τειχίσωνται
Ευκτική
τειχισαίμην, τειχίσαιο, τειχίσαιτο, τειχισαίμεθα, τειχίσαισθε, τειχίσαιντο
Προστακτική
---, τείχισαι, τειχισάσθω, ---, τειχίσασθε, τειχισάσθων ή τειχισάσθωσαν
Απαρέμφατο
τειχίσασθαι
Μετοχή
τειχισάμενος
τειχισαμένη
τειχισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
τειχίσθην, τειχίσθης, τειχίσθη, τειχίσθημεν, τειχίσθητε, τειχίσθησαν
Υποτακτική
τειχισθ, τειχισθς, τειχισθ, τειχισθμεν, τειχισθτε, τειχισθσι(ν)
Ευκτική
τειχισθείην, τειχισθείης, τειχισθείη, τειχισθείημεν ή τειχισθεμεν, τειχισθείητε ή τειχισθετε, τειχισθείησαν ή τειχισθεεν
Προστακτική
---, τειχίσθητι, τειχισθήτω, ---, τειχίσθητε, τειχισθέντων ή τειχισθήτωσαν
Απαρέμφατο
τειχισθναι
Μετοχή
τειχισθείς
τειχισθεσα
τειχισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τετείχισμαι, τετείχισαι, τετείχισται, τετειχίσμεθα, τετείχισθε, τετειχισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
τετειχισμένος- τετειχισμένη- τετειχισμένον
τετειχισμένος- τετειχισμένη- τετειχισμένον ς
τετειχισμένος- τετειχισμένη- τετειχισμένον
τετειχισμένοι- τετειχισμέναι- τετειχισμένα μεν
τετειχισμένοι- τετειχισμέναι- τετειχισμένα τε
τετειχισμένοι- τετειχισμέναι- τετειχισμένα σι
 
Ευκτική
τετειχισμένος- τετειχισμένη- τετειχισμένον εην
τετειχισμένος- τετειχισμένη- τετειχισμένον εης
τετειχισμένος- τετειχισμένη- τετειχισμένον εη
τετειχισμένοι- τετειχισμέναι- τετειχισμένα εημεν (εμεν)
τετειχισμένοι- τετειχισμέναι- τετειχισμένα εητε (ετε)
τετειχισμένοι- τετειχισμέναι- τετειχισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τετείχισο, τετειχίσθω, --- τετείχισθε, τετειχίσθων ή τετειχίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
τετειχίσθαι
Μετοχή
τετειχισμένος,
τετειχισμένη,
τετειχισμένον
 
Υπερσυντέλικος
τετειχίσμην, τετείχισο, τετείχιστο, τετειχίσμεθα, τετείχισθε, τετειχισμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...