Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μοχθέω-ῶ»
μοχθῶ: κοπιάζω, υποφέρω
Ενεστώτας
Οριστική
μοχθῶ, μοχθεῖς, μοχθεῖ, μοχθοῦμεν, μοχθεῖτε, μοχθοῦσι(ν)
μοχθῶ, μοχθῇς, μοχθῇ, μοχθῶμεν, μοχθῆτε, μοχθῶσι(ν)
μοχθοῖμι, μοχθοῖς, μοχθοῖ, ή μοχθοίην, μοχθοίης, μοχθοίη, μοχθοῖμεν, μοχθοῖτε, μοχθοῖεν
---, μόχθει, μοχθείτω, ---, μοχθεῖτε, μοχθούντων (ή μοχθείτωσαν)
μοχθεῖν
μοχθῶν, μοχθοῦσα, μοχθοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐμόχθουν, ἐμόχθεις, ἐμόχθει, ἐμοχθοῦμεν, ἐμοχθεῖτε, ἐμόχθουν
Μέλλοντας
Οριστική
μοχθήσω, μοχθήσεις, μοχθήσει, μοχθήσομεν, μοχθήσετε, μοχθήσουσι(ν)
μοχθήσοιμι, μοχθήσοις, μοχθήσοι, μοχθήσοιμεν, μοχθήσοιτε, μοχθήσοιεν
Απαρέμφατο
μοχθήσειν
Μετοχή
μοχθήσων, μοχθήσουσα, μοχθῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐμόχθησα, ἐμόχθησας, ἐμόχθησε(ν), ἐμοχθήσαμεν, ἐμοχθήσατε, ἐμόχθησαν
μοχθήσω, μοχθήσῃς, μοχθήσῃ, μοχθήσωμεν, μοχθήσητε, μοχθήσωσι(ν)
μοχθήσαιμι, μοχθήσαις ή μοχθήσειας, μοχθήσαι ή μοχθήσαιε(ν) μοχθήσαιμεν, μοχθήσαιτε, μοχθήσαιεν ή μοχθήσειαν
Προστακτική
---, μόχθησον, μοχθησάτω, ---, μοχθήσατε, μοχθησάντων (ή μοχθησάτωσαν)
Απαρέμφατο
μοχθῆσαι
μοχθήσας, μοχθήσασα, μοχθῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμόχθηκα, μεμόχθηκας, μεμόχθηκε, μεμοχθήκαμεν, μεμοχθήκατε, μεμοχθήκασι(ν)
Υποτακτική
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυῖα- μεμοχθηκός ὦ
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυῖα- μεμοχθηκός ᾖς
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυῖαι- μεμοχθηκότα ὦμεν
Ευκτική
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυῖα- μεμοχθηκός εἴην
Προστακτική
---
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυῖα- μεμοχθηκός ἴσθι
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυῖαι- μεμοχθηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
μεμοχθηκέναι
Μετοχή
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυῖα- μεμοχθηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐμεμοχθήκειν, ἐμεμοχθήκεις, ἐμεμοχθήκει, ἐμεμοχθήκεμεν, ἐμεμοχθήκετε, ἐμεμοχθήκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου