Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μοχθέω-ῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μοχθέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μοχθέω-»
 
μοχθ: κοπιάζω, υποφέρω
 
Ενεστώτας
Οριστική
μοχθ, μοχθες, μοχθε, μοχθομεν, μοχθετε, μοχθοσι(ν)
Υποτακτική
μοχθ, μοχθς, μοχθ, μοχθμεν, μοχθτε, μοχθσι(ν)
Ευκτική
μοχθομι, μοχθος, μοχθο, ή μοχθοίην, μοχθοίης, μοχθοίη, μοχθομεν, μοχθοτε, μοχθοεν
Προστακτική
---, μόχθει, μοχθείτω, ---, μοχθετε, μοχθούντων (ή μοχθείτωσαν)
Απαρέμφατο
μοχθεν
Μετοχή
μοχθν, μοχθοσα, μοχθον
 
Παρατατικός
Οριστική
μόχθουν, μόχθεις, μόχθει, μοχθομεν, μοχθετε, μόχθουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
μοχθήσω, μοχθήσεις, μοχθήσει, μοχθήσομεν, μοχθήσετε, μοχθήσουσι(ν)
Ευκτική
μοχθήσοιμι, μοχθήσοις, μοχθήσοι, μοχθήσοιμεν, μοχθήσοιτε, μοχθήσοιεν
Απαρέμφατο
μοχθήσειν
Μετοχή
μοχθήσων, μοχθήσουσα, μοχθσον
 
Αόριστος
Οριστική
μόχθησα, μόχθησας, μόχθησε(ν), μοχθήσαμεν, μοχθήσατε, μόχθησαν
Υποτακτική
μοχθήσω, μοχθήσς, μοχθήσ, μοχθήσωμεν, μοχθήσητε, μοχθήσωσι(ν)
Ευκτική
μοχθήσαιμι, μοχθήσαις ή μοχθήσειας, μοχθήσαι ή μοχθήσαιε(ν) μοχθήσαιμεν, μοχθήσαιτε, μοχθήσαιεν ή μοχθήσειαν
Προστακτική
---, μόχθησον, μοχθησάτω, ---, μοχθήσατε, μοχθησάντων (ή μοχθησάτωσαν)
Απαρέμφατο
μοχθσαι
Μετοχή
μοχθήσας, μοχθήσασα, μοχθσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμόχθηκα, μεμόχθηκας, μεμόχθηκε, μεμοχθήκαμεν, μεμοχθήκατε, μεμοχθήκασι(ν)
 
Υποτακτική
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός ς
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυαι- μεμοχθηκότα μεν
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυαι- μεμοχθηκότα τε
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυαι- μεμοχθηκότα σι
 
Ευκτική
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός εην
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός εης
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός εη
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυαι- μεμοχθηκότα εημεν (εμεν)
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυαι- μεμοχθηκότα εητε (ετε)
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυαι- μεμοχθηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός σθι
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός στω
---
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυαι- μεμοχθηκότα στε
μεμοχθηκότες- μεμοχθηκυαι- μεμοχθηκότα στων
 
Απαρέμφατο
μεμοχθηκέναι
Μετοχή
μεμοχθηκώς- μεμοχθηκυα- μεμοχθηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
μεμοχθήκειν, μεμοχθήκεις, μεμοχθήκει, μεμοχθήκεμεν, μεμοχθήκετε, μεμοχθήκεσαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...