Νέα
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εισάγω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική εισάγω,
εισάγεις, εισάγει, εισάγουμε, εισάγετε, εισάγουν Υποτακτική να
εισάγω, να εισάγεις, να εισάγει, να εισάγουμε, να εισάγετε, να εισάγουν Προστακτική β΄
πληθυντικό: εισάγετε Μετοχή εισάγοντας Παρατατικός Οριστική εισήγα,
εισήγες, εισήγε, εισήγαμε, εισήγατε, εισήγαν Αόριστος Οριστική εισήγαγα,
εισήγαγες, εισήγαγε, εισαγάγαμε, εισαγάγατε, εισήγαγαν Υποτακτική να
εισαγάγω, να εισαγάγεις, να εισαγάγει, να εισαγάγουμε, να εισαγάγετε, να
εισαγάγουν Προστακτική β΄
πληθυντικό: εισαγάγετε Εξακολουθητικός
Μέλλοντας Οριστική θα
εισάγω, θα εισάγεις, θα εισάγει, θα εισάγουμε, θα εισάγετε, θα
εισάγουν Συνοπτικός
Μέλλοντας Οριστική θα
εισαγάγω, θα εισαγάγεις, θα εισαγάγει, θα εισαγάγουμε, θα
εισαγάγετε, θα εισαγάγουν Συντελεσμένος
Μέλλοντας Οριστική θα
έχω εισαγάγει, θα έχεις εισαγάγει, θα έχει εισαγάγει, θα έχουμε
εισαγάγει, θα έχετε εισαγάγει, θα έχουν εισαγάγει Παρακείμενος Οριστική έχω
εισαγάγει, έχεις εισαγάγει, έχει εισαγάγει, έχουμε εισαγάγει, έχετε
εισαγάγει, έχουν εισαγάγει Υποτακτική να
έχω εισαγάγει, να έχεις εισαγάγει, να έχει εισαγάγει, να έχουμε εισαγάγει, να
έχετε εισαγάγει, να έχουν εισαγάγει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα
εισαγάγει, είχες εισαγάγει, είχε εισαγάγει, είχαμε εισαγάγει, είχατε
εισαγάγει, είχαν(ε) εισαγάγει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική εισάγομαι,
εισάγεσαι, εισάγεται, εισαγόμαστε, εισάγεστε, εισάγονται Υποτακτική να
εισάγομαι, να εισάγεσαι, να εισάγεται, να εισαγόμαστε, να εισάγεστε, να
εισάγονται Προστακτική β΄
πληθυντικό: εισάγεστε Μετοχή εισαγόμενος
Παρατατικός Οριστική εισαγόμουν,
εισαγόσουν, εισαγόταν, εισαγόμαστε, εισαγόσαστε, εισάγονταν (&
εισαγόμουνα, εισαγόσουνα, εισαγότανε) Αόριστος Οριστική εισήχθη,
εισήχθης, εισήχθη, εισήχθημεν, εισήχθητε, εισήχθησαν Υποτακτική να
εισαχθώ, να εισαχθείς, να εισαχθεί, να εισαχθούμε, να εισαχθείτε, να εισαχθούν Προστακτική β΄
πληθυντικό: εισαχθείτε Εξακολουθητικός
Μέλλοντας Οριστική θα
εισάγομαι, θα εισάγεσαι, θα εισάγεται, θα εισαγόμαστε, θα εισάγεστε,
θα εισάγονται Συνοπτικός
Μέλλοντας Οριστική θα
εισαχθώ, θα εισαχθείς, θα εισαχθεί, θα εισαχθούμε, θα εισαχθείτε,
θα εισαχθούν Συντελεσμένος
Μέλλοντας Οριστική θα
έχω εισαχθεί, θα έχεις εισαχθεί, θα έχει εισαχθεί, θα έχουμε εισαχθεί,
θα έχετε εισαχθεί, θα έχουν εισαχθεί Παρακείμενος Οριστική έχω
εισαχθεί, έχεις εισαχθεί, έχει εισαχθεί, έχουμε εισαχθεί, έχετε εισαχθεί,
έχουν εισαχθεί Υποτακτική να
έχω εισαχθεί, να έχεις εισαχθεί, να έχει εισαχθεί, να έχουμε εισαχθεί, να έχετε
εισαχθεί, να έχουν εισαχθεί Μετοχή εισηγμένος Υπερσυντέλικος Οριστική είχα
εισαχθεί, είχες εισαχθεί, είχε εισαχθεί, είχαμε εισαχθεί, είχατε
εισαχθεί, είχαν(ε) εισαχθεί Σημειώσεις: 1. Το ρήμα εισάγω ανήκει στα λίγα ρήματα της Νέας
Ελληνικής που κατά κανόνα διατηρούν τη χρονική ή φωνηεντική αύξηση στους
παρελθοντικούς χρόνους (Παρατατικό και Αόριστο). Η χρονική αύξηση γράφεται
πάντοτε με -η- και διατηρείται μόνο
εφόσον τονίζεται (Παρατατικός: εισήγα, εισήγες, εισήγε, εισήγαμε, εισήγατε,
εισήγαν – Αόριστος: εισήγαγα, εισήγαγες, εισήγαγε, εισήγαγαν). 2. Μεσοπαθητικός
αόριστος: Ο μεσοπαθητικός αόριστος του λόγιου ρήματος άγω είναι σπάνιος και,
όταν χρησιμοποιείται, συνήθως συναντάται με τις αρχαίες καταλήξεις του
παθητικού αορίστου: ήχθην, ήχθης, ήχθη – ήχθημεν, ήχθητε, ήχθησαν. Το ίδιο
ισχύει και για τα σύνθετά του, τα οποία χρησιμοποιούνται περισσότερο, π.χ.
εισήχθη, προήχθη, απήχθη κ.ά. 3. Μετοχή μεσοπαθητικού
παρακειμένου: Τα σύνθετα του ρήματος άγω σχηματίζουν τη μετοχή μεσοπαθητικού
παρακειμένου με χρονική αύξηση (δηλαδή έκταση του α- σε η-, κληρονομημένη από
την Αρχαία Ελληνική: εισάγω = εισηγμένος, προάγω = προηγμένος, συνάγω =
συνηγμένος. 4. –άγω, -αγάγω. Το ρήμα
άγω χρησιμοποιείται στη σύγχρονη
Ελληνική ως σύνθετο με προθέσεις. Αξίζει να επισημανθεί η δυσκολία που
προκύπτει συνήθως και που γεννά συχνά λάθη στη χρήση κυρίως των τύπων με θα / να (μέλλοντας και υποτακτικές
ενεστώτα – αορίστου): πότε λέμε θα
εισάγει και πότε θα εισαγάγει∙
πότε να διεξάγουμε και πότε να διεξαγάγουμε. Μνημονικά και
πρακτικά, για να αντιμετωπίσουμε τη δυσκολία αρκεί να θυμόμαστε ότι οι
διπλασιασμένοι τύποι με το αγαγ- χρησιμοποιούνται για πράξη στιγμιαία,
συνοπτική, μη επαναλαμβανόμενη («μία φορά»)∙ αντιθέτως, οι αδιπλασίαστοι τύποι
με το αγ- (μη συνοπτικοί) χρησιμοποιούνται για πράξη συνεχή, συχνή,
επαναλαμβανόμενη («πολλές φορές»). Παραδείγματα: (πολλές
φορές) Η αντιπροσωπεία θα εισάγει
αυτοκίνητα από τη Γερμανία κάθε χρόνο. (μία
φορά) Η αντιπροσωπεία φέτος θα εισαγάγει
αυτοκίνητα από τη Γερμανία. -
Με τα έχω / είχα / θα έχω χρησιμοποιείται
πάντα ο διπλασιασμένος τύπος: έχω
εισαγάγει, είχε παραγάγει, θα είχες εξαγάγει. Αντιθέτως, όταν δεν
υπάρχει τίποτε μπροστά από το ρήμα, χρησιμοποιείται πάντοτε ο τύπος αγ-:
εισάγει αυτοκίνητα, παράγουμε προϊόντα, διεξάγουμε ανάκριση. Το
αγαγ- δεν χρησιμοποιείται για επανάληψη, συνέχεια διάρκεια. -
Πολλοί ομιλητές πλέον χρησιμοποιούν τους αδόκιμους
συνοπτικούς τύπους σε –άξω για μερικά σύνθετα του άγω (π.χ. θα / να παράξω
κ.λπ.). Αξίζει να επισημανθεί όμως ότι για σύνθετα του άγω με την πρόθεση εξ
(εξάγω, διεξάγω) θα σχηματίζονταν τύποι θα εξάξω και θα διεξάξω, που είναι
όντως κακόηχοι. Σύνθετα
με το άγω: α)
με μία πρόθεση: ανάγω,απάγω, διάγω, εισάγω, ενάγω, εξάγω, κατάγω,
παράγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, συνάγω, υπάγω β)
με δύο προθέσεις: αναπαράγω,
διεξάγω, παρεισάγω, υπεισάγω. Πηγή
σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη
χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου