Νέα
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιβάλλω»
Ενεργητική
φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επιβάλλω, επιβάλλεις, επιβάλλει, επιβάλλουμε, επιβάλλετε, επιβάλλουν
Υποτακτική
να επιβάλλω, να επιβάλλεις, να επιβάλλει, να επιβάλλουμε, να επιβάλλετε, να επιβάλλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: επίβαλλε – β΄ πληθυντικό: επιβάλλετε
Μετοχή
επιβάλλοντας
Παρατατικός
Οριστική
επέβαλλα, επέβαλλες, επέβαλλε, επιβάλλαμε, επιβάλλατε, επέβαλλαν
Αόριστος
Οριστική
επέβαλα, επέβαλες, επέβαλε, επιβάλαμε, επιβάλατε, επέβαλαν
Υποτακτική
να επιβάλω, να επιβάλεις, να επιβάλει, να επιβάλουμε, να επιβάλετε, να επιβάλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: επίβαλε – β΄ πληθυντικό: επιβάλετε
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλλω, θα επιβάλλεις, θα επιβάλλει, θα επιβάλλουμε, θα επιβάλλετε, θα επιβάλλουν
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλω, θα επιβάλεις, θα επιβάλει, θα επιβάλουμε, θα επιβάλετε, θα επιβάλουν
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιβάλει, θα έχεις επιβάλει, θα έχει επιβάλει, θα έχουμε επιβάλει, θα έχετε επιβάλει, θα έχουν επιβάλει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιβάλει, έχεις επιβάλει, έχει επιβάλει, έχουμε επιβάλει, έχετε επιβάλει, έχουν επιβάλει
Υποτακτική
να έχω επιβάλει, να έχεις επιβάλει, να έχει επιβάλει, να έχουμε επιβάλει, να έχετε επιβάλει, να έχουν επιβάλει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιβάλει, είχες επιβάλει, είχε επιβάλει, είχαμε επιβάλει, είχατε επιβάλει, είχαν(ε) επιβάλει
Παθητική
φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επιβάλλομαι, επιβάλλεσαι, επιβάλλεται, επιβαλλόμαστε, επιβάλλεστε, επιβάλλονται
Υποτακτική
να επιβάλλομαι, να επιβάλλεσαι, να επιβάλλεται, να επιβαλλόμαστε, να επιβάλλεστε, να επιβάλλονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιβάλλεστε
Μετοχή
επιβαλλόμενος, επιβαλλόμενη, επιβαλλόμενο
Παρατατικός
Οριστική
επιβαλλόμουν, επιβαλλόσουν, επιβαλλόταν, επιβαλλόμαστε, επιβαλλόσαστε, επιβάλλονταν
(&
επιβαλλόμουνα, επιβαλλόσουνα, επιβαλλότανε)
Αόριστος
Οριστική
επιβλήθηκα, επιβλήθηκες, επιβλήθηκε, επιβληθήκαμε, επιβληθήκατε, επιβλήθηκαν
Υποτακτική
να επιβληθώ, να επιβληθείς, να επιβληθεί, να επιβληθούμε, να επιβληθείτε, να επιβληθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιβληθείτε
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλλομαι, θα επιβάλλεσαι, θα επιβάλλεται, θα επιβαλλόμαστε, θα επιβάλλεστε, θα επιβάλλονται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβληθώ, θα επιβληθείς, θα επιβληθεί, θα επιβληθούμε, θα επιβληθείτε, θα επιβληθούν
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιβληθεί, θα έχεις επιβληθεί, θα έχει επιβληθεί, θα έχουμε επιβληθεί, θα έχετε επιβληθεί, θα έχουν επιβληθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιβληθεί, έχεις επιβληθεί, έχει επιβληθεί, έχουμε επιβληθεί, έχετε επιβληθεί, έχουν επιβληθεί
Υποτακτική
να έχω επιβληθεί, να έχεις επιβληθεί, να έχει επιβληθεί, να έχουμε επιβληθεί, να έχετε επιβληθεί, να έχουν επιβληθεί
Μετοχή
επιβεβλημένος, επιβεβλημένη, επιβεβλημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιβληθεί, είχες επιβληθεί, είχε επιβληθεί, είχαμε επιβληθεί, είχατε επιβληθεί, είχαν(ε) επιβληθεί
Σημειώσεις:
1. Η ορθογραφία του
ρήματος επιβάλλω διέπεται από τον εξής απλό μνημόνικο κσνόνα: μια φορά = ένα λ,
πολλές φορές = δύο λ. Ειδικότερα:
Με
δύο -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται διάρκεια ή επανάληψη (δηλ. στον
Ενεστώτα, Παρατατικό και Εξακολουθητικό Μέλλοντα): επιβάλλω – επέβαλλα – θα επιβάλλω.
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στον Αόριστο, τον Στιγμιαίο Μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους): επέβαλα – θα επιβάλω – έχω / είχα / θα έχω επιβάλει.
Μια
φορά = -λ- (π.χ. Κατάφερε να επιβάλει την τάξη – Τελικά επέβαλε την τάξη)
Πολλές φορές = -λλ- (π.χ. Συνεχώς επιβάλλουν / επέβαλλαν νέα μέτρα).
2. Μετοχή
μεσοπαθητικού Παρακειμένου. Τα σύνθετα του ρήματος βάλλω σχηματίζουν τη
μετοχή μεσοπαθητικού Παρακειμένου με αναδιπλασιασμό (δηλ. επανάληψη του αρχικού
συμφώνου του ρήματος + φωνήεν + ε) κληρονομημένο από την Αρχαία Ελληνική: επιβάλλω
– επιβεβλημένος.
Πηγή
σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη
χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Οριστική
επιβάλλω, επιβάλλεις, επιβάλλει, επιβάλλουμε, επιβάλλετε, επιβάλλουν
να επιβάλλω, να επιβάλλεις, να επιβάλλει, να επιβάλλουμε, να επιβάλλετε, να επιβάλλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: επίβαλλε – β΄ πληθυντικό: επιβάλλετε
Μετοχή
επιβάλλοντας
Οριστική
επέβαλλα, επέβαλλες, επέβαλλε, επιβάλλαμε, επιβάλλατε, επέβαλλαν
Οριστική
επέβαλα, επέβαλες, επέβαλε, επιβάλαμε, επιβάλατε, επέβαλαν
να επιβάλω, να επιβάλεις, να επιβάλει, να επιβάλουμε, να επιβάλετε, να επιβάλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: επίβαλε – β΄ πληθυντικό: επιβάλετε
Οριστική
θα επιβάλλω, θα επιβάλλεις, θα επιβάλλει, θα επιβάλλουμε, θα επιβάλλετε, θα επιβάλλουν
Οριστική
θα επιβάλω, θα επιβάλεις, θα επιβάλει, θα επιβάλουμε, θα επιβάλετε, θα επιβάλουν
Οριστική
θα έχω επιβάλει, θα έχεις επιβάλει, θα έχει επιβάλει, θα έχουμε επιβάλει, θα έχετε επιβάλει, θα έχουν επιβάλει
Οριστική
έχω επιβάλει, έχεις επιβάλει, έχει επιβάλει, έχουμε επιβάλει, έχετε επιβάλει, έχουν επιβάλει
να έχω επιβάλει, να έχεις επιβάλει, να έχει επιβάλει, να έχουμε επιβάλει, να έχετε επιβάλει, να έχουν επιβάλει
Οριστική
είχα επιβάλει, είχες επιβάλει, είχε επιβάλει, είχαμε επιβάλει, είχατε επιβάλει, είχαν(ε) επιβάλει
Οριστική
επιβάλλομαι, επιβάλλεσαι, επιβάλλεται, επιβαλλόμαστε, επιβάλλεστε, επιβάλλονται
να επιβάλλομαι, να επιβάλλεσαι, να επιβάλλεται, να επιβαλλόμαστε, να επιβάλλεστε, να επιβάλλονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιβάλλεστε
Μετοχή
επιβαλλόμενος, επιβαλλόμενη, επιβαλλόμενο
Οριστική
επιβαλλόμουν, επιβαλλόσουν, επιβαλλόταν, επιβαλλόμαστε, επιβαλλόσαστε, επιβάλλονταν
Οριστική
επιβλήθηκα, επιβλήθηκες, επιβλήθηκε, επιβληθήκαμε, επιβληθήκατε, επιβλήθηκαν
να επιβληθώ, να επιβληθείς, να επιβληθεί, να επιβληθούμε, να επιβληθείτε, να επιβληθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιβληθείτε
Οριστική
θα επιβάλλομαι, θα επιβάλλεσαι, θα επιβάλλεται, θα επιβαλλόμαστε, θα επιβάλλεστε, θα επιβάλλονται
Οριστική
θα επιβληθώ, θα επιβληθείς, θα επιβληθεί, θα επιβληθούμε, θα επιβληθείτε, θα επιβληθούν
Οριστική
θα έχω επιβληθεί, θα έχεις επιβληθεί, θα έχει επιβληθεί, θα έχουμε επιβληθεί, θα έχετε επιβληθεί, θα έχουν επιβληθεί
Οριστική
έχω επιβληθεί, έχεις επιβληθεί, έχει επιβληθεί, έχουμε επιβληθεί, έχετε επιβληθεί, έχουν επιβληθεί
να έχω επιβληθεί, να έχεις επιβληθεί, να έχει επιβληθεί, να έχουμε επιβληθεί, να έχετε επιβληθεί, να έχουν επιβληθεί
Μετοχή
επιβεβλημένος, επιβεβλημένη, επιβεβλημένο
Οριστική
είχα επιβληθεί, είχες επιβληθεί, είχε επιβληθεί, είχαμε επιβληθεί, είχατε επιβληθεί, είχαν(ε) επιβληθεί
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στον Αόριστο, τον Στιγμιαίο Μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους): επέβαλα – θα επιβάλω – έχω / είχα / θα έχω επιβάλει.
Πολλές φορές = -λλ- (π.χ. Συνεχώς επιβάλλουν / επέβαλλαν νέα μέτρα).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου