Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κτείνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κτείνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Bob Orsillo 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κτείνω»
 
(κτείνω = φονεύω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κτείνω, κτείνεις, κτείνει, κτείνομεν, κτείνετε, κτείνουσι(ν)
& ποκτείνω, ποκτείνεις, ποκτείνει, ποκτείνομεν, ποκτείνετε, ποκτείνουσι(ν)
& ποκτίννυμι, ποκτίννυς, ποκτίννυσι, ποκτίννυμεν, ποκτίννυτε, ποκτιννύασι(ν)
Υποτακτική
κτείνω, κτείνς, κτείν, κτείνωμεν, κτείνητε, κτείνωσι(ν)
& κτιννύω, κτιννύς, κτιννύ, κτιννύωμεν, κτιννύητε, κτιννύωσι(ν)
Ευκτική
κτείνοιμι, κτείνοις, κτείνοι, κτείνοιμεν, κτείνοιτε, κτείνοιεν
& κτιννύοιμι, κτιννύοις, κτιννύοι, κτιννύοιμεν, κτιννύοιτε, κτιννύοιεν
Προστακτική
---, κτενε, κτεινέτω, ---, κτείνετε, κτεινόντων (ή κτεινέτωσαν)
Απαρέμφατο
κτείνειν & κτιννύειν
Μετοχή
κτείνων, κτείνουσα, κτενον & κτιννύς, κτιννσα, κτιννύν
 
Παρατατικός
Οριστική
κτεινον, κτεινες, κτεινε, κτείνομεν, κτείνετε, κτεινον
& κτίννυν, κτίννυς, κτίννυ, κτίννυμεν, κτίννυτε, κτίννυσαν
 
Μέλλοντας
Οριστική
κτεν, κτενες, κτενε, κτενομεν, κτενετε, κτενοσι(ν)
Ευκτική
κτενομι, κτενος, κτενο, ή κτενοίην, κτενοίης, κτενοίη, κτενομεν, κτενοτε, κτενοεν
Απαρέμφατο
κτενεν
Μετοχή
κτενν, κτενοσα, κτενον
 
Αόριστος
Οριστική
κτεινα, κτεινας, κτεινε(ν), κτείναμεν, κτείνατε, κτειναν
Υποτακτική
κτείνω, κτείνς, κτείν, κτείνωμεν, κτείνητε, κτείνωσι(ν)
Ευκτική
κτείναιμι, κτείναις / κτείνειας, κτείναι / κτείνειε(ν), κτείναιμεν, κτείναιτε, κτείναιεν / κτείνειαν
Προστακτική
---, κτενον, κτεινάτω, ---, κτείνατε, κτεινάντων (ή κτεινάτωσαν)
Απαρέμφατο
κτεναι
Μετοχή
κτείνας, κτείνασα, κτεναν
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
κτανον, κτανες, κτανε(ν), κτάνομεν, κτάνετε, κτανον
Υποτακτική
κτάνω, κτάνς, κτάν, κτάνωμεν, κτάνητε, κτάνωσι(ν)
Ευκτική
κτάνοιμι, κτάνοις, κτάνοι, κτάνοιμεν, κτάνοιτε, κτάνοιεν
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
κτανεν
Μετοχή
κτανών, κτανοσα, κτανόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κτονα, κτονας, κτονε, κτόναμεν, κτόνατε, κτόνασι(ν)
& πέκτονα, πέκτονας, πέκτονε, πεκτόναμεν, πεκτόνατε, πεκτόνασι(ν)
 
Υποτακτική
κτονώς- κτονυα- κτονός
κτονώς- κτονυα- κτονός ς
κτονώς- κτονυα- κτονός
κτονότες- κτονυαι- κτονότα μεν
κτονότες- κτονυαι- κτονότα τε
κτονότες- κτονυαι- κτονότα σι
 
Ευκτική
κτονώς- κτονυα- κτονός εην
κτονώς- κτονυα- κτονός εης
κτονώς- κτονυα- κτονός εη
κτονότες- κτονυαι- κτονότα εημεν (εμεν)
κτονότες- κτονυαι- κτονότα εητε (ετε)
κτονότες- κτονυαι- κτονότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κτονώς- κτονυα- κτονός σθι
κτονώς- κτονυα- κτονός στω
---
κτονότες- κτονυαι- κτονότα στε
κτονότες- κτονυαι- κτονότα στων
 
Απαρέμφατο
κτονέναι
Μετοχή
κτονώς- κτονυα- κτονός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κτόνειν, κτόνεις, κτόνει, κτόνεμεν, κτόνετε, κτόνεσαν
& πεκτόνειν, πεκτόνεις, πεκτόνει, πεκτόνεμεν, πεκτόνετε, πεκτόνεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κτείνομαι, κτείν/κτείνει, κτείνεται, κτεινόμεθα, κτείνεσθε, κτείνονται
Υποτακτική
κτείνωμαι, κτείν, κτείνηται, κτεινώμεθα, κτείνησθε, κτείνωνται
Ευκτική
κτεινοίμην, κτείνοιο, κτείνοιτο, κτεινοίμεθα, κτείνοισθε, κτείνοιντο
Προστακτική
---, κτείνου, κτεινέσθω, ---, κτείνεσθε, κτεινέσθων ή κτεινέσθωσαν
Απαρέμφατο
κτείνεσθαι
Μετοχή
κτεινόμενος
κτεινομένη
κτεινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κτεινόμην, κτείνου, κτείνετο, κτεινόμεθα, κτείνεσθε, κτείνοντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...