Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεμίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεμίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Johan Swanepoel
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεμίζω»
 
[το -ι είναι βραχύχρονο]
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γεμίζω, γεμίζεις, γεμίζει, γεμίζομεν, γεμίζετε, γεμίζουσι(ν)
Υποτακτική
γεμίζω, γεμίζς, γεμίζ, γεμίζωμεν, γεμίζητε, γεμίζωσι(ν)
Ευκτική
γεμίζοιμι, γεμίζοις, γεμίζοι, γεμίζοιμεν, γεμίζοιτε, γεμίζοιεν
Προστακτική
---, γέμιζε, γεμιζέτω, ---, γεμίζετε, γεμιζόντων (ή γεμιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
γεμίζειν
Μετοχή
γεμίζων, γεμίζουσα, γεμίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
γέμιζον, γέμιζες, γέμιζε, γεμίζομεν, γεμίζετε, γέμιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
γεμι, γεμιες, γεμιε, γεμιομεν, γεμιετε, γεμιοσι(ν)
Ευκτική
γεμιομι, γεμιος, γεμιο, ή γεμιοίην, γεμιοίης, γεμιοίη, γεμιομεν, γεμιοτε, γεμιοεν
Απαρέμφατο
γεμιεν
Μετοχή
γεμιν, γεμιοσα, γεμιον
 
Αόριστος
Οριστική
γέμισα, γέμισας, γέμισε(ν), γεμίσαμεν, γεμίσατε, γέμισαν
Υποτακτική
γεμίσω, γεμίσς, γεμίσ, γεμίσωμεν, γεμίσητε, γεμίσωσι(ν)
Ευκτική
γεμίσαιμι, γεμίσαις ή γεμίσειας, γεμίσαι ή γεμίσειε(ν), γεμίσαιμεν, γεμίσαιτε, γεμίσαιεν ή γεμίσειαν
Προστακτική
---, γέμισον, γεμισάτω, ---, γεμίσατε, γεμισάντων (ή γεμισάτωσαν)
Απαρέμφατο
γεμίσαι
Μετοχή
γεμίσας, γεμίσασα, γεμίσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γεμίζομαι, γεμίζ ή γεμίζει, γεμίζεται, γεμιζόμεθα, γεμίζεσθε, γεμίζονται
Υποτακτική
γεμίζωμαι, γεμίζ, γεμίζηται, γεμιζώμεθα, γεμίζησθε, γεμίζωνται
Ευκτική
γεμιζοίμην, γεμίζοιο, γεμίζοιτο, γεμιζοίμεθα, γεμίζοισθε, γεμίζοιντο
Προστακτική
---, γεμίζου, γεμιζέσθω, ---, γεμίζεσθε, γεμιζέσθων ή γεμιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
γεμίζεσθαι
Μετοχή
γεμιζόμενος
γεμιζομένη
γεμιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
γεμιζόμην, γεμίζου, γεμίζετο, γεμιζόμεθα, γεμίζεσθε, γεμίζοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
γεμισθήσομαι, γεμισθήσ ή γεμισθήσει, γεμισθήσεται, γεμισθησόμεθα, γεμισθήσεσθε, γεμισθήσονται
Ευκτική
γεμισθησοίμην, γεμισθήσοιο, γεμισθήσοιτο, γεμισθησοίμεθα, γεμισθήσοισθε, γεμισθήσοιντο
Απαρέμφατο
γεμισθήσεσθαι
Μετοχή
γεμισθησόμενος
γεμισθησομένη
γεμισθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
γεμίσθην, γεμίσθης, γεμίσθη, γεμίσθημεν, γεμίσθητε, γεμίσθησαν
Υποτακτική
γεμισθ, γεμισθς, γεμισθ, γεμισθμεν, γεμισθτε, γεμισθσι(ν)
Ευκτική
γεμισθείην, γεμισθείης, γεμισθείη, γεμισθείημεν ή γεμισθεμεν, γεμισθείητε ή γεμισθετε, γεμισθείησαν ή γεμισθεεν
Προστακτική
---, γεμίσθητι, γεμισθήτω, ---, γεμίσθητε, γεμισθέντων ή γεμισθήτωσαν
Απαρέμφατο
γεμισθναι
Μετοχή
γεμισθείς
γεμισθεσα
γεμισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γεγέμισμαι, γεγέμισαι, γεγέμισται, γεγεμίσμεθα, γεγέμισθε, γεγεμισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον ς
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα μεν
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα τε
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα σι
 
Ευκτική
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον εην
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον εης
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον εη
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα εημεν (εμεν)
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα εητε (ετε)
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, γεγέμισο, γεγεμίσθω, --- γεγέμισθε, γεγεμίσθων ή γεγεμίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
γεγεμίσθαι
Μετοχή
γεγεμισμένος,
γεγεμισμένη,
γεγεμισμένον
 
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...