Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀπιστέω - ἀπιστῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀπιστέω - ἀπιστῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Zachar Rise
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστέω - πιστ»
 
(πιστ = δυσπιστώ, αμφιβάλλω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιστ, πιστες, πιστε, πιστομεν, πιστετε, πιστοσι(ν)
Υποτακτική
πιστ, πιστς, πιστ, πιστμεν, πισττε, πιστσι(ν)
Ευκτική
πιστομι, πιστος, πιστοπιστοίην, πιστοίης, πιστοίη), πιστομεν, πιστοτε, πιστοεν
Προστακτική
---, πίστει, πιστείτω, ---, πιστετε, πιστούντων
Απαρέμφατο
πιστεν
Μετοχή
πιστν, πιστοσα, πιστον
 
Παρατατικός
Οριστική
πίστουν, πίστεις, πίστει, πιστομεν, πιστετε, πίστουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
πιστήσω, πιστήσεις, πιστήσει, πιστήσομεν, πιστήσετε, πιστήσουσι(ν)
Ευκτική
πιστήσοιμι, πιστήσοις, πιστήσοι, πιστήσοιμεν, πιστήσοιτε, πιστήσοιεν
Απαρέμφατο
πιστήσειν
Μετοχή
πιστήσων, πιστήσουσα, πιστσον
 
Αόριστος
Οριστική
πίστησα, πίστησας, πίστησε(ν), πιστήσαμεν, πιστήσατε, πίστησαν
Υποτακτική
πιστήσω, πιστήσς, πιστήσ, πιστήσωμεν, πιστήσητε, πιστήσωσι(ν)
Ευκτική
πιστήσαιμι, πιστήσαις ή πιστήσειας, πιστήσαι ή πιστήσειε(ν), πιστήσαιμεν, πιστήσαιτε, πιστήσαιεν ή πιστήσειαν
Προστακτική
---, πίστησον, πιστησάτω, ---, πιστήσατε, πιστησάντων (ή πιστησάτωσαν)
Απαρέμφατο
πιστσαι
Μετοχή
πιστήσας, πιστήσασα, πιστσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πίστηκα, πίστηκας, πίστηκε, πιστήκαμεν, πιστήκατε, πιστήκασι(ν)
 
Υποτακτική
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός ς
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός
πιστηκότες- πιστηκυαι- πιστηκότα μεν
πιστηκότες- πιστηκυαι- πιστηκότα τε
πιστηκότες- πιστηκυαι- πιστηκότα σι
 
Ευκτική
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός εην
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός εης
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός εη
πιστηκότες- πιστηκυαι- πιστηκότα εημεν (εμεν)
πιστηκότες- πιστηκυαι- πιστηκότα εητε (ετε)
πιστηκότες- πιστηκυαι- πιστηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός σθι
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός στω
---
πιστηκότες- πιστηκυαι- πιστηκότα στε
πιστηκότες- πιστηκυαι- πιστηκότα στων
 
Απαρέμφατο
πιστηκέναι
Μετοχή
πιστηκώς- πιστηκυα- πιστηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πιστήκειν, πιστήκεις, πιστήκει, πιστήκεμεν, πιστήκετε, πιστήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιστομαι, πιστ ή πιστε, πιστεται, πιστούμεθα, πιστεσθε, πιστονται
Υποτακτική
πιστμαι, πιστ, πιστται, πιστώμεθα, πιστσθε, πιστνται
Ευκτική
πιστομην, πιστοο, πιστοτο, πιστοίμεθα, πιστοσθε, πιστοντο
Προστακτική
---, πιστο, πιστείσθω, ---, πιστεσθε, πιστείσθων ή πιστείσθωσαν
Απαρέμφατο
πιστεσθαι
Μετοχή
πιστούμενος
πιστουμένη
πιστούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πιστούμην, πιστο, πιστετο, πιστούμεθα, πιστεσθε, πιστοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
πιστήσομαι, πιστήσ ή πιστήσει, πιστήσεται, πιστησόμεθα, πιστήσεσθε, πιστήσονται
Ευκτική
πιστησοίμην, πιστήσοιο, πιστήσοιτο, πιστησοίμεθα, πιστήσοισθε, πιστήσοιντο
Απαρέμφατο
πιστήσεσθαι
Μετοχή
πιστησόμενος
πιστησομένη
πιστησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πιστήθην, πιστήθης, πιστήθη, πιστήθημεν, πιστήθητε, πιστήθησαν
Υποτακτική
πιστηθ, πιστηθς, πιστηθ, πιστηθμεν, πιστηθτε, πιστηθσι(ν)
Ευκτική
πιστηθείην, πιστηθείης, πιστηθείη, πιστηθείημεν ή πιστηθεμεν, πιστηθείητε ή πιστηθετε, πιστηθείησαν ή πιστηθεεν
Προστακτική
---, πιστήθητι, πιστηθήτω, ---, πιστήθητε, πιστηθέντων ή πιστηθήτωσαν
Απαρέμφατο
πιστηθναι
Μετοχή
πιστηθείς
πιστηθεσα
πιστηθέν
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...