Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σύρω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σύρω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Deborah Gugeri

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σύρω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σύρω, σύρεις, σύρει, σύρομεν, σύρετε, σύρουσι(ν)
Υποτακτική
σύρω, σύρς, σύρ, σύρωμεν, σύρητε, σύρωσι(ν)
Ευκτική
σύροιμι, σύροις, σύροι, σύροιμεν, σύροιτε, σύροιεν
Προστακτική
---, σρε, συρέτω, ---, σύρετε, συρόντων (ή συρέτωσαν)
Απαρέμφατο
σύρειν
Μετοχή
σύρων, σύρουσα, σρον
 
Παρατατικός
Οριστική
συρον, συρες, συρε, σύρομεν, σύρετε, συρον
 
Μέλλοντας
Οριστική
συρ, συρες, συρε, συρομεν, συρετε, συροσι(ν)
Ευκτική
συρομι, συρος, συρο, ή συροίην, συροίης, συροίη, συρομεν, συροτε, συροεν
Απαρέμφατο
συρεν
Μετοχή
συρν, συροσα, συρον
 
Αόριστος
Οριστική
συρα, συρας, συρε(ν), σύραμεν, σύρατε, συραν
Υποτακτική
σύρω, σύρς, σύρ, σύρωμεν, σύρητε, σύρωσι(ν)
Ευκτική
σύραιμι, σύραις ή σύρειας, σύραι ή σύρειε(ν), σύραιμεν, σύραιτε, σύραιεν ή σύρειαν
Προστακτική
---, σρον, συράτω, ---, σύρατε, συράντων (ή συράτωσαν)
Απαρέμφατο
σραι
Μετοχή
σύρας, σύρασα, σραν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σέσυρκα, σέσυρκας, σέσυρκε, σεσύρκαμεν, σεσύρκατε, σεσύρκασι(ν)
 
Υποτακτική
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός ς
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός
σεσυρκότες- σεσυρκυαι- σεσυρκότα μεν
σεσυρκότες- σεσυρκυαι- σεσυρκότα τε
σεσυρκότες- σεσυρκυαι- σεσυρκότα σι
 
Ευκτική
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός εην
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός εης
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός εη
σεσυρκότες- σεσυρκυαι- σεσυρκότα εημεν (εμεν)
σεσυρκότες- σεσυρκυαι- σεσυρκότα εητε (ετε)
σεσυρκότες- σεσυρκυαι- σεσυρκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός σθι
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός στω
---
σεσυρκότες- σεσυρκυαι- σεσυρκότα στε
σεσυρκότες- σεσυρκυαι- σεσυρκότα στων
 
Απαρέμφατο
σεσυρκέναι
Μετοχή
σεσυρκώς- σεσυρκυα- σεσυρκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
σεσύρκειν, σεσύρκεις, σεσύρκει, σεσύρκεμεν, σεσύρκετε, σεσύρκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σύρομαι, σύρ ή σύρει, σύρεται, συρόμεθα, σύρεσθε, σύρονται
Υποτακτική
σύρωμαι, σύρ, σύρηται, συρώμεθα, σύρησθε, σύρωνται
Ευκτική
συροίμην, σύροιο, σύροιτο, συροίμεθα, σύροισθε, σύροιντο
Προστακτική
---, σύρου, συρέσθω, ---, σύρεσθε, συρέσθων ή συρέσθωσαν
Απαρέμφατο
σύρεσθαι
Μετοχή
συρόμενος
συρομένη
συρόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
συρόμην, σύρου, σύρετο, συρόμεθα, σύρεσθε, σύροντο
 
Αόριστος
Οριστική
συράμην, σύρω, σύρατο, συράμεθα, σύρασθε, σύραντο
Υποτακτική
σύρωμαι, σύρ, σύρηται, συρώμεθα, σύρησθε, σύρωνται
Ευκτική
συραίμην, σύραιο, σύραιτο, συραίμεθα, σύραισθε, σύραιντο
Προστακτική
---, σραι, συράσθω, ---, σύρασθε, συράσθων ή συράσθωσαν
Απαρέμφατο
σύρασθαι
Μετοχή
συράμενος
συραμένη
συράμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
σύρθην, σύρθης, σύρθη, σύρθημεν, σύρθητε, σύρθησαν
Υποτακτική
συρθ, συρθς, συρθ, συρθμεν, συρθτε, συρθσι(ν)
Ευκτική
συρθείην, συρθείης, συρθείη, συρθείημεν ή συρθεμεν, συρθείητε ή συρθετε, συρθείησαν ή συρθεεν
Προστακτική
---, σύρθητι, συρθήτω, ---, σύρθητε, συρθέντων ή συρθήτωσαν
Απαρέμφατο
συρθναι
Μετοχή
συρθείς
συρθεσα
συρθέν
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
σύρην, σύρης, σύρη, σύρημεν, σύρητε, σύρησαν
Υποτακτική
συρ, συρς, συρ, συρμεν, συρτε, συρσι(ν)
Ευκτική
συρείην, συρείης, συρείη, συρείημεν ή συρεμεν, συρείητε ή συρετε, συρείησαν ή συρεεν
Προστακτική
---, σύρηθι, συρήτω, ---, σύρητε, συρέντων ή συρήτωσαν
Απαρέμφατο
συρναι
Μετοχή
συρείς
συρεσα
συρέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σέσυρμαι, σέσυρσαι, σέσυρται, σεσύρμεθα, σέσυρθε, σεσυρμένοι εσί
 
Υποτακτική
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον ς
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον
σεσυρμένοι- σεσυρμέναι- σεσυρμένα μεν
σεσυρμένοι- σεσυρμέναι- σεσυρμένα τε
σεσυρμένοι- σεσυρμέναι- σεσυρμένα σι
 
Ευκτική
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον εην
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον εης
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον εη
σεσυρμένοι- σεσυρμέναι- σεσυρμένα εημεν (εμεν)
σεσυρμένοι- σεσυρμέναι- σεσυρμένα εητε (ετε)
σεσυρμένοι- σεσυρμέναι- σεσυρμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σέσυρσο, σεσύρθω, ---, σέσυρθε, σεσύρθων ή σεσύρθωσαν
 
Απαρέμφατο
σεσρθαι
Μετοχή
σεσυρμένος,
σεσυρμένη,
σεσυρμένον
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...