Linda Woods
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατείνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνω, παρατείνεις, παρατείνει, παρατείνουμε, παρατείνετε, παρατείνουν (ή παρατείνουνε)
Υποτακτική
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Μετοχή
παρατείνοντας
Παρατατικός
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
& παράτεινα, παράτεινες, παράτεινε,
παρατείναμε, παρατείνατε, παράτειναν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
Υποτακτική
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρατείνει, θα έχεις παρατείνει, θα έχει παρατείνει, θα έχουμε παρατείνει, θα έχετε παρατείνει, θα έχουν παρατείνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατείνει, έχεις παρατείνει, έχει παρατείνει, έχουμε παρατείνει, έχετε παρατείνει, έχουν(ε) παρατείνει
Υποτακτική
να έχω παρατείνει, να έχεις παρατείνει, να έχει παρατείνει, να έχουμε παρατείνει, να έχετε παρατείνει, να έχουν(ε) παρατείνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρατείνει, είχες παρατείνει, είχε παρατείνει, είχαμε παρατείνει, είχατε παρατείνει, είχαν(ε) παρατείνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνομαι, παρατείνεσαι, παρατείνεται, παρατεινόμαστε, παρατείνεστε, παρατείνονται
Υποτακτική
να παρατείνομαι, να παρατείνεσαι, να παρατείνεται, να παρατεινόμαστε, να παρατείνεστε, να παρατείνονται
Προστακτική
---
Μετοχή
παρατεινόμενος, παρατεινόμενη, παρατεινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
παρατεινόμουν, παρατεινόσουν, παρατεινόταν, παρατεινόμαστε, παρατεινόσαστε, παρατείνονταν
(&
παρατεινόμουνα, παρατεινόσουνα, παρατεινότανε, παρατεινόμασταν, παρατεινόσασταν,
παρατεινόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
παρατάθηκα, παρατάθηκες, παρατάθηκε, παραταθήκαμε, παραταθήκατε, παρατάθηκαν (ή παραταθήκανε)
Υποτακτική
να παραταθώ, να παραταθείς, να παραταθεί, να παραταθούμε, να παραταθείτε, να παραταθούν (ή να παραταθούνε)
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνομαι, θα παρατείνεσαι, θα παρατείνεται, θα παρατεινόμαστε, θα παρατείνεστε, θα παρατείνονται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα παραταθώ, θα παραταθείς, θα παραταθεί, θα παραταθούμε, θα παραταθείτε, θα παραταθούν (ή θα παραταθούνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραταθεί, θα έχεις παραταθεί, θα έχει παραταθεί, θα έχουμε παραταθεί, θα έχετε παραταθεί, θα έχουν παραταθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραταθεί, έχεις παραταθεί, έχει παραταθεί, έχουμε παραταθεί, έχετε παραταθεί, έχουν παραταθεί
Υποτακτική
να έχω παραταθεί, να έχεις παραταθεί, να έχει παραταθεί, να έχουμε παραταθεί, να έχετε παραταθεί, να έχουν παραταθεί
Μετοχή
παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραταθεί, είχες παραταθεί, είχε παραταθεί, είχαμε παραταθεί, είχατε παραταθεί, είχαν(ε) παραταθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατείνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνω, παρατείνεις, παρατείνει, παρατείνουμε, παρατείνετε, παρατείνουν (ή παρατείνουνε)
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Μετοχή
παρατείνοντας
Παρατατικός
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
Οριστική
θα έχω παρατείνει, θα έχεις παρατείνει, θα έχει παρατείνει, θα έχουμε παρατείνει, θα έχετε παρατείνει, θα έχουν παρατείνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατείνει, έχεις παρατείνει, έχει παρατείνει, έχουμε παρατείνει, έχετε παρατείνει, έχουν(ε) παρατείνει
να έχω παρατείνει, να έχεις παρατείνει, να έχει παρατείνει, να έχουμε παρατείνει, να έχετε παρατείνει, να έχουν(ε) παρατείνει
Οριστική
είχα παρατείνει, είχες παρατείνει, είχε παρατείνει, είχαμε παρατείνει, είχατε παρατείνει, είχαν(ε) παρατείνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνομαι, παρατείνεσαι, παρατείνεται, παρατεινόμαστε, παρατείνεστε, παρατείνονται
να παρατείνομαι, να παρατείνεσαι, να παρατείνεται, να παρατεινόμαστε, να παρατείνεστε, να παρατείνονται
Προστακτική
---
Μετοχή
παρατεινόμενος, παρατεινόμενη, παρατεινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
παρατεινόμουν, παρατεινόσουν, παρατεινόταν, παρατεινόμαστε, παρατεινόσαστε, παρατείνονταν
Αόριστος
Οριστική
παρατάθηκα, παρατάθηκες, παρατάθηκε, παραταθήκαμε, παραταθήκατε, παρατάθηκαν (ή παραταθήκανε)
να παραταθώ, να παραταθείς, να παραταθεί, να παραταθούμε, να παραταθείτε, να παραταθούν (ή να παραταθούνε)
Οριστική
θα παρατείνομαι, θα παρατείνεσαι, θα παρατείνεται, θα παρατεινόμαστε, θα παρατείνεστε, θα παρατείνονται
Οριστική
θα παραταθώ, θα παραταθείς, θα παραταθεί, θα παραταθούμε, θα παραταθείτε, θα παραταθούν (ή θα παραταθούνε)
Οριστική
θα έχω παραταθεί, θα έχεις παραταθεί, θα έχει παραταθεί, θα έχουμε παραταθεί, θα έχετε παραταθεί, θα έχουν παραταθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραταθεί, έχεις παραταθεί, έχει παραταθεί, έχουμε παραταθεί, έχετε παραταθεί, έχουν παραταθεί
να έχω παραταθεί, να έχεις παραταθεί, να έχει παραταθεί, να έχουμε παραταθεί, να έχετε παραταθεί, να έχουν παραταθεί
Μετοχή
παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραταθεί, είχες παραταθεί, είχε παραταθεί, είχαμε παραταθεί, είχατε παραταθεί, είχαν(ε) παραταθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου