Studio W
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ψάχνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ψάχνω, ψάχνεις, ψάχνει, ψάχνουμε, ψάχνετε, ψάχνουν (ή ψάχνουνε)
Υποτακτική
να ψάχνω, να ψάχνεις, να ψάχνει, να ψάχνουμε, να ψάχνετε, να ψάχνουν (ή να ψάχνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ψάχνε – β΄ πληθυντικό: ψάχνετε
Μετοχή
ψάχνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έψαχνα, έψαχνες, έψαχνε, ψάχναμε, ψάχνατε, έψαχναν ή ψάχνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
έψαξα, έψαξες, έψαξε, ψάξαμε, ψάξατε, έψαξαν ή ψάξανε
Υποτακτική
να ψάξω, να ψάξεις, να ψάξει, να ψάξουμε, να ψάξετε, να ψάξουν (ή να ψάξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ψάξε – β΄ πληθυντικό: ψάξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψάχνω, θα ψάχνεις, θα ψάχνει, θα ψάχνουμε, θα ψάχνετε, θα ψάχνουν (ή θα ψάχνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψάξω, θα ψάξεις, θα ψάξει, θα ψάξουμε, θα ψάξετε, θα ψάξουν (ή θα ψάξουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ψάξει, θα έχεις ψάξει, θα έχει ψάξει, θα έχουμε ψάξει, θα έχετε ψάξει, θα έχουν(ε) ψάξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ψάξει, έχεις ψάξει, έχει ψάξει, έχουμε ψάξει, έχετε ψάξει, έχουν(ε) ψάξει
Υποτακτική
να έχω ψάξει, να έχεις ψάξει, να έχει ψάξει, να έχουμε ψάξει, να έχετε ψάξει, να έχουν(ε) ψάξει
Μετοχή
έχοντας ψάξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ψάξει, είχες ψάξει, είχε ψάξει, είχαμε ψάξει, είχατε ψάξει, είχαν(ε) ψάξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ψάχνομαι, ψάχνεσαι, ψάχνεται, ψαχνόμαστε, ψάχνεστε, ψάχνονται
Υποτακτική
να ψάχνομαι, να ψάχνεσαι, να ψάχνεται, να ψαχνόμαστε, να ψάχνεστε, να ψάχνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ψάχνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ψαχνόμουν, ψαχνόσουν, ψαχνόταν, ψαχνόμαστε, ψαχνόσαστε, ψάχνονταν
(& ψαχνόμουνα, ψαχνόσουνα, ψαχνότανε,
ψαχνόμασταν, ψαχνόσασταν, ψαχνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
ψάχτηκα, ψάχτηκες, ψάχτηκε, ψαχτήκαμε, ψαχτήκατε, ψάχτηκαν (ή ψαχτήκανε)
Υποτακτική
να ψαχτώ, να ψαχτείς, να ψαχτεί, να ψαχτούμε, να ψαχτείτε, να ψαχτούν (ή να ψαχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ψάξου – β΄ πληθυντικό: ψαχτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψάχνομαι, θα ψάχνεσαι, θα ψάχνεται, θα ψαχνόμαστε, θα ψάχνεστε, θα ψάχνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψαχτώ, θα ψαχτείς, θα ψαχτεί, θα ψαχτούμε, θα ψαχτείτε, θα ψαχτούν (ή θα ψαχτούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ψαχτεί, θα έχεις ψαχτεί, θα έχει ψαχτεί, θα έχουμε ψαχτεί, θα έχετε ψαχτεί, θα έχουν(ε) ψαχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ψαχτεί, έχεις ψαχτεί, έχει ψαχτεί, έχουμε ψαχτεί, έχετε ψαχτεί, έχουν(ε) ψαχτεί
Υποτακτική
να έχω ψαχτεί, να έχεις ψαχτεί, να έχει ψαχτεί, να έχουμε ψαχτεί, να έχετε ψαχτεί, να έχουν(ε) ψαχτεί
Μετοχή
ψαγμένος, ψαγμένη, ψαγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ψαχτεί, είχες ψαχτεί, είχε ψαχτεί, είχαμε ψαχτεί, είχατε ψαχτεί, είχαν(ε) ψαχτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ψάχνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ψάχνω, ψάχνεις, ψάχνει, ψάχνουμε, ψάχνετε, ψάχνουν (ή ψάχνουνε)
να ψάχνω, να ψάχνεις, να ψάχνει, να ψάχνουμε, να ψάχνετε, να ψάχνουν (ή να ψάχνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ψάχνε – β΄ πληθυντικό: ψάχνετε
Μετοχή
ψάχνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έψαχνα, έψαχνες, έψαχνε, ψάχναμε, ψάχνατε, έψαχναν ή ψάχνανε
Αόριστος
Οριστική
έψαξα, έψαξες, έψαξε, ψάξαμε, ψάξατε, έψαξαν ή ψάξανε
να ψάξω, να ψάξεις, να ψάξει, να ψάξουμε, να ψάξετε, να ψάξουν (ή να ψάξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ψάξε – β΄ πληθυντικό: ψάξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψάχνω, θα ψάχνεις, θα ψάχνει, θα ψάχνουμε, θα ψάχνετε, θα ψάχνουν (ή θα ψάχνουνε)
Οριστική
θα ψάξω, θα ψάξεις, θα ψάξει, θα ψάξουμε, θα ψάξετε, θα ψάξουν (ή θα ψάξουνε)
Οριστική
θα έχω ψάξει, θα έχεις ψάξει, θα έχει ψάξει, θα έχουμε ψάξει, θα έχετε ψάξει, θα έχουν(ε) ψάξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ψάξει, έχεις ψάξει, έχει ψάξει, έχουμε ψάξει, έχετε ψάξει, έχουν(ε) ψάξει
να έχω ψάξει, να έχεις ψάξει, να έχει ψάξει, να έχουμε ψάξει, να έχετε ψάξει, να έχουν(ε) ψάξει
Μετοχή
έχοντας ψάξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ψάξει, είχες ψάξει, είχε ψάξει, είχαμε ψάξει, είχατε ψάξει, είχαν(ε) ψάξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ψάχνομαι, ψάχνεσαι, ψάχνεται, ψαχνόμαστε, ψάχνεστε, ψάχνονται
να ψάχνομαι, να ψάχνεσαι, να ψάχνεται, να ψαχνόμαστε, να ψάχνεστε, να ψάχνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ψάχνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ψαχνόμουν, ψαχνόσουν, ψαχνόταν, ψαχνόμαστε, ψαχνόσαστε, ψάχνονταν
Αόριστος
Οριστική
ψάχτηκα, ψάχτηκες, ψάχτηκε, ψαχτήκαμε, ψαχτήκατε, ψάχτηκαν (ή ψαχτήκανε)
να ψαχτώ, να ψαχτείς, να ψαχτεί, να ψαχτούμε, να ψαχτείτε, να ψαχτούν (ή να ψαχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ψάξου – β΄ πληθυντικό: ψαχτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψάχνομαι, θα ψάχνεσαι, θα ψάχνεται, θα ψαχνόμαστε, θα ψάχνεστε, θα ψάχνονται
Οριστική
θα ψαχτώ, θα ψαχτείς, θα ψαχτεί, θα ψαχτούμε, θα ψαχτείτε, θα ψαχτούν (ή θα ψαχτούνε)
Οριστική
θα έχω ψαχτεί, θα έχεις ψαχτεί, θα έχει ψαχτεί, θα έχουμε ψαχτεί, θα έχετε ψαχτεί, θα έχουν(ε) ψαχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ψαχτεί, έχεις ψαχτεί, έχει ψαχτεί, έχουμε ψαχτεί, έχετε ψαχτεί, έχουν(ε) ψαχτεί
να έχω ψαχτεί, να έχεις ψαχτεί, να έχει ψαχτεί, να έχουμε ψαχτεί, να έχετε ψαχτεί, να έχουν(ε) ψαχτεί
Μετοχή
ψαγμένος, ψαγμένη, ψαγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ψαχτεί, είχες ψαχτεί, είχε ψαχτεί, είχαμε ψαχτεί, είχατε ψαχτεί, είχαν(ε) ψαχτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου