Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δεσμεύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δεσμεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sir John Lavery
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δεσμεύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δεσμεύω, δεσμεύεις, δεσμεύει, δεσμεύουμε, δεσμεύετε, δεσμεύουν (ή δεσμεύουνε)
Υποτακτική
να δεσμεύω, να δεσμεύεις, να δεσμεύει, να δεσμεύουμε, να δεσμεύετε, να δεσμεύουν (ή να δεσμεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δέσμευε – β΄ πληθυντικό: δεσμεύετε
Μετοχή
δεσμεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
δέσμευα, δέσμευες, δέσμευε, δεσμεύαμε, δεσμεύατε, δέσμευαν ή δεσμεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
δέσμευσα, δέσμευσες, δέσμευσε, δεσμεύσαμε, δεσμεύσατε, δέσμευσαν ή δεσμεύσανε
Υποτακτική
να δεσμεύσω, να δεσμεύσεις, να δεσμεύσει, να δεσμεύσουμε, να δεσμεύσετε, να δεσμεύσουν (ή να δεσμεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δέσμευσε – β΄ πληθυντικό: δεσμεύστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δεσμεύω, θα δεσμεύεις, θα δεσμεύει, θα δεσμεύουμε, θα δεσμεύετε, θα δεσμεύουν (ή θα δεσμεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δεσμεύσω, θα δεσμεύσεις, θα δεσμεύσει, θα δεσμεύσουμε, θα δεσμεύσετε, θα δεσμεύσουν (ή θα δεσμεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δεσμεύσει, θα έχεις δεσμεύσει, θα έχει δεσμεύσει, θα έχουμε δεσμεύσει, θα έχετε δεσμεύσει, θα έχουν(ε) δεσμεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δεσμεύσει, έχεις δεσμεύσει, έχει δεσμεύσει, έχουμε δεσμεύσει, έχετε δεσμεύσει, έχουν(ε) δεσμεύσει
Υποτακτική
να έχω δεσμεύσει, να έχεις δεσμεύσει, να έχει δεσμεύσει, να έχουμε δεσμεύσει, να έχετε δεσμεύσει, να έχουν(ε) δεσμεύσει
Μετοχή
έχοντας δεσμεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δεσμεύσει, είχες δεσμεύσει, είχε δεσμεύσει, είχαμε δεσμεύσει, είχατε δεσμεύσει, είχαν(ε) δεσμεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δεσμεύομαι, δεσμεύεσαι, δεσμεύεται, δεσμευόμαστε, δεσμεύεστε, δεσμεύονται
Υποτακτική
να δεσμεύομαι, να δεσμεύεσαι, να δεσμεύεται, να δεσμευόμαστε, να δεσμεύεστε, να δεσμεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δεσμεύεστε
Μετοχή
δεσμευόμενος, δεσμευόμενη, δεσμευόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
δεσμευόμουν, δεσμευόσουν, δεσμευόταν, δεσμευόμαστε, δεσμευόσαστε, δεσμεύονταν
(& δεσμευόμουνα, δεσμευόσουνα, δεσμευότανε, δεσμευόμασταν, δεσμευόσασταν, δεσμευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
δεσμεύτηκα, δεσμεύτηκες, δεσμεύτηκε, δεσμευτήκαμε, δεσμευτήκατε, δεσμεύτηκαν ή δεσμευτήκανε
Υποτακτική
να δεσμευτώ, να δεσμευτείς, να δεσμευτεί, να δεσμευτούμε, να δεσμευτείτε, να δεσμευτούν (ή να δεσμευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: δεσμεύσου – β΄ πληθυντικό: δεσμευτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δεσμεύομαι, θα δεσμεύεσαι, θα δεσμεύεται, θα δεσμευόμαστε, θα δεσμεύεστε, θα δεσμεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δεσμευτώ, θα δεσμευτείς, θα δεσμευτεί, θα δεσμευτούμε, θα δεσμευτείτε, θα δεσμευτούν (ή θα δεσμευτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δεσμευτεί, θα έχεις δεσμευτεί, θα έχει δεσμευτεί, θα έχουμε δεσμευτεί, θα έχετε δεσμευτεί, θα έχουν(ε) δεσμευτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δεσμευτεί, έχεις δεσμευτεί, έχει δεσμευτεί, έχουμε δεσμευτεί, έχετε δεσμευτεί, έχουν(ε) δεσμευτεί
Υποτακτική
να έχω δεσμευτεί, να έχεις δεσμευτεί, να έχει δεσμευτεί, να έχουμε δεσμευτεί, να έχετε δεσμευτεί, να έχουν(ε) δεσμευτεί
Μετοχή
δεσμευμένος, δεσμευμένη, δεσμευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δεσμευτεί, είχες δεσμευτεί, είχε δεσμευτεί, είχαμε δεσμευτεί, είχατε δεσμευτεί, είχαν(ε) δεσμευτεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...