Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σέρνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σέρνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jenna Guthrie

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σέρνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σέρνω, σέρνεις, σέρνει, σέρνουμε, σέρνετε, σέρνουν (ή σέρνουνε)
& σύρω, σύρεις, σύρει, σύρουμε, σύρετε, σύρουν (ή σύρουνε)
Υποτακτική
να σέρνω, να σέρνεις, να σέρνει, να σέρνουμε, να σέρνετε, να σέρνουν (ή να σέρνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: σέρνε – β΄ πληθυντικό: σέρνετε
Μετοχή
σέρνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έσερνα, έσερνες, έσερνε, σέρναμε, σέρνατε, έσερναν ή σέρνανε
 
Αόριστος
Οριστική
έσυρα, έσυρες, έσυρε, σύραμε, σύρατε, έσυραν ή σύρανε
Υποτακτική
να σύρω, να σύρεις, να σύρει, να σύρουμε, να σύρετε, να σύρουν (ή να σύρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: σύρε – β΄ πληθυντικό: σύρτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σέρνω, θα σέρνεις, θα σέρνει, θα σέρνουμε, θα σέρνετε, θα σέρνουν (ή θα σέρνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σύρω, θα σύρεις, θα σύρει, θα σύρουμε, θα σύρετε, θα σύρουν (ή θα σύρουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω σύρει, θα έχεις σύρει, θα έχει σύρει, θα έχουμε σύρει, θα έχετε σύρει, θα έχουν(ε) σύρει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σύρει, έχεις σύρει, έχει σύρει, έχουμε σύρει, έχετε σύρει, έχουν(ε) σύρει
Υποτακτική
να έχω σύρει, να έχεις σύρει, να έχει σύρει, να έχουμε σύρει, να έχετε σύρει, να έχουν(ε) σύρει
Μετοχή
έχοντας σύρει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σύρει, είχες σύρει, είχε σύρει, είχαμε σύρει, είχατε σύρει, είχαν(ε) σύρει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σέρνομαι, σέρνεσαι, σέρνεται, σερνόμαστε, σέρνεστε, σέρνονται
Υποτακτική
να σέρνομαι, να σέρνεσαι, να σέρνεται, να σερνόμαστε, να σέρνεστε, να σέρνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σέρνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
σερνόμουν, σερνόσουν, σερνόταν, σερνόμαστε, σερνόσαστε, σέρνονταν
(& σερνόμουνα, σερνόσουνα, σερνότανε, σερνόμασταν, σερνόσασταν, σερνόντουσαν ή σερνόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
σύρθηκα, σύρθηκες, σύρθηκε, συρθήκαμε, συρθήκατε, σύρθηκαν ή συρθήκανε
Υποτακτική
να συρθώ, να συρθείς, να συρθεί, να συρθούμε, να συρθείτε, να συρθούν ή να συρθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συρθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σέρνομαι, θα σέρνεσαι, θα σέρνεται, θα σερνόμαστε, θα σέρνεστε, θα σέρνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συρθώ, θα συρθείς, θα συρθεί, θα συρθούμε, θα συρθείτε, θα συρθούν ή θα συρθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συρθεί, θα έχεις συρθεί, θα έχει συρθεί, θα έχουμε συρθεί, θα έχετε συρθεί, θα έχουν(ε) συρθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συρθεί, έχεις συρθεί, έχει συρθεί, έχουμε συρθεί, έχετε συρθεί, έχουν(ε) συρθεί
Υποτακτική
να έχω συρθεί, να έχεις συρθεί, να έχει συρθεί, να έχουμε συρθεί, να έχετε συρθεί, να έχουν(ε) συρθεί
Μετοχή
συρμένος, συρμένη, συρμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συρθεί, είχες συρθεί, είχε συρθεί, είχαμε συρθεί, είχατε συρθεί, είχαν(ε) συρθεί
 
Σημείωση: σύρω – σέρνω, παρασύρω – παρασέρνω. Επειδή ο παρατατικός και ο αόριστος του ρήματος σύρω έφτασαν να συμπίπτουν στον τύπο έσυρα, ο ενεστώτας μεταπλάστηκε σε σέρνω, όπως συνέβη και με άλλα ρήματα, π.χ. μερικά αρχαία ρήματα σε –λλω (που μεταπλάστηκαν σε –λνω: στέλνω, παραγγέλνω, ψέλνω), προκειμένου να επιτυγχάνεται σαφέστερη διάκριση από το θέμα του αορίστου (π.χ. ψέλνω: έψελνα, έψαλα – στέλνω: έστελνα, έστειλα). Μερικές φορές ο λόγιος ενεστώτας συνυπάρχει με τον μεταπλασμένο, όπως στους τύπους σύρω – σέρνω (που έχουν διαφορά σημασίας) και παρασύρω – παρασέρνω (που έχουν διαφορά ύφους). Εντούτοις, όσα σύνθετα έχουν λόγια προέλευση και χρήση διατηρούν τον αρχαίο και μόνο τύπο τους, π.χ. ανασύρω (*όχι ανασέρνω), διασύρω (*όχι διασέρνω), επισύρω (*όχι επισέρνω).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...