Jenna
Guthrie
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σέρνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σέρνω, σέρνεις, σέρνει, σέρνουμε, σέρνετε, σέρνουν (ή σέρνουνε)
να σέρνω, να σέρνεις, να σέρνει, να σέρνουμε, να σέρνετε, να σέρνουν (ή να σέρνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: σέρνε – β΄ πληθυντικό: σέρνετε
Μετοχή
σέρνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έσερνα, έσερνες, έσερνε, σέρναμε, σέρνατε, έσερναν ή σέρνανε
Αόριστος
Οριστική
έσυρα, έσυρες, έσυρε, σύραμε, σύρατε, έσυραν ή σύρανε
να σύρω, να σύρεις, να σύρει, να σύρουμε, να σύρετε, να σύρουν (ή να σύρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: σύρε – β΄ πληθυντικό: σύρτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σέρνω, θα σέρνεις, θα σέρνει, θα σέρνουμε, θα σέρνετε, θα σέρνουν (ή θα σέρνουνε)
Οριστική
θα σύρω, θα σύρεις, θα σύρει, θα σύρουμε, θα σύρετε, θα σύρουν (ή θα σύρουνε)
Οριστική
θα έχω σύρει, θα έχεις σύρει, θα έχει σύρει, θα έχουμε σύρει, θα έχετε σύρει, θα έχουν(ε) σύρει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σύρει, έχεις σύρει, έχει σύρει, έχουμε σύρει, έχετε σύρει, έχουν(ε) σύρει
να έχω σύρει, να έχεις σύρει, να έχει σύρει, να έχουμε σύρει, να έχετε σύρει, να έχουν(ε) σύρει
Μετοχή
έχοντας σύρει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σύρει, είχες σύρει, είχε σύρει, είχαμε σύρει, είχατε σύρει, είχαν(ε) σύρει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σέρνομαι, σέρνεσαι, σέρνεται, σερνόμαστε, σέρνεστε, σέρνονται
να σέρνομαι, να σέρνεσαι, να σέρνεται, να σερνόμαστε, να σέρνεστε, να σέρνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σέρνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
σερνόμουν, σερνόσουν, σερνόταν, σερνόμαστε, σερνόσαστε, σέρνονταν
Αόριστος
Οριστική
σύρθηκα, σύρθηκες, σύρθηκε, συρθήκαμε, συρθήκατε, σύρθηκαν ή συρθήκανε
να συρθώ, να συρθείς, να συρθεί, να συρθούμε, να συρθείτε, να συρθούν ή να συρθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συρθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σέρνομαι, θα σέρνεσαι, θα σέρνεται, θα σερνόμαστε, θα σέρνεστε, θα σέρνονται
Οριστική
θα συρθώ, θα συρθείς, θα συρθεί, θα συρθούμε, θα συρθείτε, θα συρθούν ή θα συρθούνε
Οριστική
θα έχω συρθεί, θα έχεις συρθεί, θα έχει συρθεί, θα έχουμε συρθεί, θα έχετε συρθεί, θα έχουν(ε) συρθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συρθεί, έχεις συρθεί, έχει συρθεί, έχουμε συρθεί, έχετε συρθεί, έχουν(ε) συρθεί
να έχω συρθεί, να έχεις συρθεί, να έχει συρθεί, να έχουμε συρθεί, να έχετε συρθεί, να έχουν(ε) συρθεί
Μετοχή
συρμένος, συρμένη, συρμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συρθεί, είχες συρθεί, είχε συρθεί, είχαμε συρθεί, είχατε συρθεί, είχαν(ε) συρθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου