Konstantinos Kavafis, painting by Fabrizio Cassetta
Αναλύσεις ποιημάτων του Κωνσταντίνου
Καβάφη
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
Dünya Güzeli
Το κάτοπτρον δεν μ’ απατά, είν’ αληθής η θέα,
Hunc deorum templis
Γερόντισσα τυφλή, ήσουν κρυφή εθνική;
La Jeunesse blanche
Η φιλτάτη, η άσπρη μας νεότης,
Αγέλαος
Στην συνεδρίασιν της Ναυπάκτου ο Αγέλαος
Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
Μέσα σε βάρκα επάνω στον
μεγάλο Νείλο,
Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με
τρόπους
Ο Ινδός Aρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος
και πράος
Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
Επιτυχείς και πλήρως
ικανοποιημένοι
Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο
Aλέξιος Κομνηνός
Στον πρόλογο της Αλεξιάδος της
θρηνεί
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
Σαν πάντρευαν τη Θέτιδα με τον
Πηλέα
Έμεινε μαθητής του Αμμωνίου Σακκά δυο χρόνια
Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ',
ακουσθεί
Για την αρμόζουσα παίδευσι κι
αγωγή
Κλαίει το παλάτι, κλαίει ο
βασιλεύς
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και
πένης.
Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν
Ένα κερί αρκεί.
Το φως του το αμυδρό.
Pαφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν
Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο
Η θάλλασα στα βάθη της πηρ' έναν
ναύτη.
Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς
Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
Πού απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός;
Σαν το ’φεραν οι Χριστιανοί να το
κρεμάσουν
Τελείωσε την
εικόνα χθες μεσημέρι. Τώρα
Ο Κήμος
Μενεδώρου,
Ιταλιώτης νέος,
Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν
μάθαμε
Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον
τήνιον
Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ'
αισθήσεις
Τον έχασ’ εντελώς. Και τώρα
πια ζητεί
Η ειδήσεις για την έκβασι της
ναυμαχίας, στο Άκτιον
Απ’ της ταβέρνας τον καυγά μάς φέραν
πληγωμένο
Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και
κραταιός
Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν
τολμούσε –
Το συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι
ωχρό
Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα
την αρχαία.
Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν
στην Αποικία
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα
έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και
Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε
με,
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’
επήγα.
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν
εγέρασαν
Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ' την
κηδεία του
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα
Α δεν συγχίζομαι που έσπασε μια
ρόδα
Την εργασία μου την προσέχω και την
αγαπώ.
Η εκπλήρωσις της έκνομής των
ηδονής
Ο Κλείτος, ένα συμπαθητικό
Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν
άκουσε
Είμ’ ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος
τελείως
Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Η Επέμβασις των Θεών
Θα γίνει τώρα τούτο, κ’ έπειτα εκείνο·
Η Ζηνοβία
Τώρα που έγινε η Ζηνοβία βασίλισσα πολλών χωρών μεγάλων,
Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον
Σαρπηδόνα
Έχασε την παληά του ορμή, το θάρρος
του.
Είπες· "Θα πάγω σ' άλλη γη,
θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει)
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια
Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των
ωρών
Ήλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά
A του Ηρώδη του Aττικού τι δόξα είν’
αυτή.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ τη φύσι
λίγο.
Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο
τελευταίος των Γραικών
Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή
των
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο
αγαπήθηκες
Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης
ταύτης πόλεως
Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
Τον γέροντα καλόν πατέρα μου
Σα βγεις στον πηγαιμό για την
Ιθάκη
Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότερον
Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των
Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά
μας
Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα
Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη — φέρει
Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι,
Μάρκε,
Τίς βέβηλος προέφερε τοιαύτην
βλασφημίαν;
Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις, στην
βιβλιοθήκη
Θά 'θελα αυτήν την μνήμη να την
πω...
Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή
Εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής
μου
Τούτο εις αυτόν υπήρχε το ξεχωριστό,
Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα
χαμένα ....
Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς
δουλειά·
Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού
Η κάμαρα ήταν πτωχική και
πρόστυχη
Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
Την μια μονότονην ημέραν άλλη
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης
πέθανε
Η ώρα μια την νύχτα θάτανε
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους
διασκεδάσει
Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός
μου βίος -
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον
μέρος
Κι’ αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να
πω
Το θέμα, ο Χαρακτήρ του Δημάρατου
Εισήλθαν στον περικαλλή ναό
της Αθηνάς
Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Αν είσαι απ' τους αληθινά
εκλεκτούς
Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη.
Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος
Ήτανε δυνατόν ποτέ ν’ απαρνηθούν
Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
Τους κάμπους βλέπει που ακόμη
ορίζει
Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα
Τον Ύπατο τρεις σοφισταί ήλθαν να
χαιρετήσουν.
Το ξέρω που ’ναι όλα φτωχικά
Ομνύει κάθε
τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει
Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου
όπως την θέλεις
Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή
Χειμώνα, καλοκαίρι κάθονταν στην στέγη
Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες
–
Άγνωστος — ξένος μες στην Aντιόχεια —
Εδεσσηνός
Καυχιέται η
Αντιόχεια για τα λαμπρά της κτίρια
- Τι περιμένουμε στην αγορά
συναθροισμένοι;
Είχε εξαγριωθεί ο
Δομιτιανός,
Είν' ένας γέροντας. Εξηντλημένος και
κυρτός
Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία
δώρα στους Δελφούς
Ο νέος
Aντιοχεύς είπε στον βασιλέα
Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν
εξετάζω.
Το ποίημά του σχετιζόμενον
Δόκιμε σοφιστή που
απέρχεσαι εκ Συρίας
Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα
γινόμενα.
"Αλέξανδρος Φιλίππου και οι
Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων-"
Την εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της
Βαρέθηκα να βλέπω την σκηνή
Στο πληκτικό χωριό που εργάζεται —
Το χέρι του ο θάνατος απλώνει
Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι
μου
Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο
Σ’ εβένινο κρεββάτι στολισμένο
«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας
το βιβλίο, «αυτός
Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής
Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που
περνώ
Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί.
Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα.
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς
αιδώ
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες
Στίχοι του νέου Τεμέθου του
ερωτοπαθούς.
Εις τον κρατήρα αυτόν από αγνόν
ασήμι —
Συχνά το βλέμμα του
Ιουστινιανού
Οφείλω χάριτας, τ’ ομολογώ
Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά
Απ' την μικρήν του, στα περίχωρα
πλησίον, κώμη
Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
Μη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε
περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής
Το Τέλος του Αντωνίου
Αλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν οι
γυναίκες
Τρόμος
Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
Τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι
Είν’ ενδιαφέρουσα πολύ και
συγκινητική
Είν' η προσπάθειές μας, των
συφοριασμένων
Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ’
αρχάριος.
Ζωγράφος και ποιητής, δρομεύς και
δισκοβόλος
Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’
ευκλεώς
Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες