Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά Αναλύσεις κειμένων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά Αναλύσεις κειμένων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Ιωάννου "Περιμένοντας το λογαριασμό" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Περιμένοντας το λογαριασμό

- Στο προτελευταίο κείμενο της συλλογής ο Ιωάννου μας παραθέτει σκέψεις του για τη ζωή και για τον θάνατο, που αποκτά για τον συγγραφέα όλο και μεγαλύτερη σημασία καθώς τα χρόνια περνούν και μοιάζει πλέον να είναι αναπόφευκτος.
- Ο τίτλος του κειμένου παραπέμπει στην ολοκλήρωση μιας συναλλαγής, στην ολοκλήρωση της πορείας της ζωής του, οπότε περιμένει απλώς να πάρει το λογαριασμό για να διαπιστώσει που κατέληξαν όλα αυτά που έζησε, έκανε και σκέφτηκε.
- Το κείμενο είναι γραμμένο με απλότητα και με διάθεση εξομολόγησης από τον συγγραφέα, ο οποίος μοιράζεται μαζί μας την πορεία της ενηλικίωσής του και την αλλαγή στον τρόπο που αντιμετώπιζε τότε και τώρα την έννοια του θανάτου.
- Ο χρόνος της αφήγησης ξεκινά στα χρόνια της κατοχής και φτάνει στο παρόν του συγγραφέα, δηλαδή το 1972, με κάποιες αναδρομές στο παρελθόν.

«Το πρώτο μου πιστοποιητικό απ’ το Δήμο το έβγαλα μικρό παιδάκι στην Κατοχή. Μόλις έδωσα την αίτησή μου, άνοιξαν ένα μεγάλο κατάστιχο, με το έτος και το μήνα γεννήσεώς μου γραμμένα στη ράχη του, και σε λίγο με βρίσκαν.»
- Το κείμενο αυτό δεν έχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία ή πλοκή αλλά αναφέρεται στις σκέψεις που δημιουργεί στον Ιωάννου το πιστοποιητικό γέννησης που παίρνει από το δήμο σε διάφορες περιόδους της ζωής του.
- Το πιστοποιητικό γεννήσεως αποτελεί το συνεκτικό δεσμό σε αυτό το κείμενο και μας περνά από την εφηβεία του συγγραφέα στα χρόνια της ενήλικης ζωής του καθώς οι σκέψεις του για το θάνατο αλλάζουν.
- Η πρώτη φορά που ο Ιωάννου χρειάστηκε να πάρει ένα πιστοποιητικό γεννήσεως ήταν στα χρόνια της κατοχής (1941-144) όταν ήταν 14 ή 15 χρονών και του προκάλεσε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι υπήρχε κάπου καταγεγραμμένος.

«Το όνομά μου βρισκόταν -και βρίσκεται ακόμα, ελπίζω,- ανάμεσα σε άλλα δυό, που είχαν μια κόκκινη υπογράμμιση και δίπλα, μέσα σε παρένθεση, με κόκκινη πάλι μελάνη, την ένδειξη “απεβίωσε”.»
- Στο βιβλίο του δήμου όπου ήταν καταχωρημένη η γέννηση του συγγραφέα υπήρχαν ήδη δύο άτομα της ίδιας ηλικίας τα οποία είχαν πεθάνει και δίπλα στο όνομά τους ο υπάλληλος είχε γράψει με κόκκινο στυλό «απεβίωσε». Αυτή η εικόνα θα μείνει από τότε στο μυαλό του συγγραφέα και θα θέλει ανά διαστήματα να βλέπει αυτό το βιβλίο για να παρακολουθεί αν υπάρχουν κι άλλες καταγραφές συνομηλίκων του που πέθαναν.

«Όπως βλέπεις, εσύ δεν απεβίωσες ακόμα.»
- Το σχόλιο του υπαλλήλου ότι ο Ιωάννου δεν έχει πεθάνει ακόμη φέρνει στο νου του τον γιο του υπαλλήλου που ήταν συμμαθητής του στο γυμνάσιο. Αυτό συνειρμικά τον επαναφέρει στο παρόν (1972) για να μας αναφέρει τη συνάντηση που είχε πρόσφατα με την αδερφή του συμμαθητή του από την οποία έμαθε για το θάνατο του αδερφού της.
- Η σκέψη ότι ο συμμαθητής του είχε πεθάνει αλλά ο ίδιος παραμένει ζωντανός φέρνει μεγάλη χαρά στον Ιωάννου, ο οποίος νιώθει μεγάλη ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι μπορεί ακόμη να πατά στο έδαφος.
- Παράλληλα η ιδέα ότι ο γιος του ληξίαρχου έχει πεθάνει ωθεί τον Ιωάννου να κάνει διάφορες μακάβριες σκέψεις για ληξιάρχους που λόγω επαγγέλματος είναι αναγκασμένοι να καταγράψουν το θάνατο δικών τους ανθρώπων.

«Ήμουν χαρούμενος και ήθελα όλα να έχουν ευτυχισμένο τέλος. / Την ίδια βαθιά χαρά είχα νιώσει και τότε που πρωτοπήρα το πιστοποιητικό απ’ το Δήμο.»
- Η χαρά που αισθάνεται όταν συνειδητοποιεί ότι είναι ζωντανός ενώ ένας συμμαθητής του έχει ήδη πεθάνει εδώ και 13 χρόνια, τον επαναφέρει συνειρμικά στη χαρά που αισθάνθηκε όταν πήρε για πρώτη φορά πιστοποιητικό γεννήσεως. Με τον τρόπο αυτό η αφήγηση επιστρέφει ξανά στα χρόνια της κατοχής (1941-1944) και στην πρώτη φορά που βρέθηκε στο δήμο.

«Ήμουν τόσο κουρελιασμένος απ’ τις κακοπάθειες και τους καθημερινούς κινδύνους, τόσο νόμιζα ότι κανένας δεν παρακολουθεί την τύχη μας, ώστε ένιωθα μεγάλη ασφάλεια, που βρισκόμουν κάπου γραμμένος, σε κάποιον λογαριασμό.»
- Το πρώτο αυτό πιστοποιητικό έδωσε στον Ιωάννου μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, καθώς θεώρησε εκείνη τη μέρα ότι εφόσον είναι καταγεγραμμένος στα βιβλία του δήμου οι Γερμανοί ή οι ταγματασφαλίτες δεν θα μπορέσουν έτσι απλά να τον σκοτώσουν.
- Η αίσθηση ασφάλειας που είχε προσφέρει στον Ιωάννου η ιδέα ότι ήταν καταγεγραμμένος στα βιβλία του δήμου τον έκανε για καιρό να σκέφτεται ότι ο δήμος αποτελεί τη σημαντικότερη αρχή, τη σημαντικότερη μορφή εξουσίας στη χώρα.

«Βέβαια, μετά την απελευθέρωση, όταν ξαναπήγα στο Δήμο, τους βρήκα σε άλλα πιο μεγάλα, ευήλια και ευάερα γραφεία. Ο υπάλληλος ήταν άλλος και καθόταν μακριά απ’ το κοινό. Ανάμεσά μας υπήρχε ξύλινο χώρισμα. Ήταν αδύνατο να πλησιάσεις και να δεις τι γίνεται μέσα στο κατάστιχο, πώς πάει ο λογαριασμός. Πάντως, από μακριά έτσι που το ‘βλεπα, μου φαινόταν πως οι κόκκινες γραμμές στη σελίδα μου είχαν αρκετά περισσέψει.»
- Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς (1944) ο Ιωάννου πηγαίνει ξανά στο δήμο, όπου βλέπει ότι οι κόκκινες γραμμές στο βιβλίο έχουν αυξηθεί κατά πολύ. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μια έμμεση υπενθύμιση στην πληθώρα θανάτων που είχε επέλθει στη χώρα τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής, από την πείνα αλλά και από τις συγκρούσεις με τους κατακτητές.
- Το γεγονός πάντως ότι ο Ιωάννου συνεχίζει να είναι ζωντανός παρά τις δυσκολίες που πέρασε η χώρα τον κάνει να αισθάνεται χαρά και υπερηφάνεια που κατάφερε να βγει ζωντανός από αυτή τη δοκιμασία.

«Κι όμως για μένα το δελτίο του ψωμιού μόνο με το πιστοποιητικό του Δήμου μπορούσε να συγκριθεί σε σοβαρότητα.»
- Παραμένοντας στα χρόνια μετά το τέλος της κατοχής ο Ιωάννου αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν είχε ακόμη ταυτότητα και ότι είχε χρησιμοποιήσει το κατοχικό δελτίο ψωμιού για να αποδείξει την ταυτότητά του. Το δελτίο ψωμιού έχει για τον Ιωάννου μεγάλη σημασία, μιας και είναι αυτό που του εξασφάλιζε τη διατροφή και άρα την επιβίωσή του τα χρόνια της πείνας και της ανέχειας. Γι’ αυτό το κατατάσσει μαζί με το πιστοποιητικό γεννήσεως, που αποτελεί εγγύηση ότι η ύπαρξη του είναι καταγεγραμμένη, ως τα πιο σημαντικά έγγραφα.

«Όμως με χαρά μου διαπίστωνα πως μέσα στο μάτσο των ακαταλαβίστικων αυτών χαρτιών πάντοτε χρειαζόταν και το αθώο πιστοποιητικό του Δήμου. Έτρεχα λοιπόν και το ‘βγαζα αυτοπροσώπως με τη μάταιη ελπίδα πως ίσως μπορέσω να δω τίποτε περισσότερο απ’ το κατάστιχο.»
- Κάθε φορά που χρειαζόταν να συγκεντρώσει έγγραφα για κάποια συναλλαγή του με το δημόσιο ο Ιωάννου έσπευδε στο δήμο για να βγάλει το πιστοποιητικό γεννήσεως με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να κοιτάξει ξανά μέσα στο βιβλίο όπου ήταν σημειωμένες οι γεννήσεις ατόμων της ίδιας ηλικίας.

«Όμως κακά τα ψέματα, το χαρτί του Δήμου δε μου δίνει πια το αίσθημα της ασφάλειας που μου έδωσε εκείνη την πρώτη φορά.»
- Με την πάροδο του χρόνου όμως ο Ιωάννου συνειδητοποιεί ότι το πιστοποιητικό γεννήσεως παύει να του προσφέρει το αίσθημα ασφάλειας που του είχε δώσει την πρώτη φορά. Τα χρόνια περνούν ο Ιωάννου μεγαλώνει και ξαφνικά αρχίζει να βλέπει το θάνατο και το τέλος της ζωής ως ένα γεγονός που ολοένα και πλησιάζει.

«Όσο μεγαλώνω στα χρόνια, τόσο λιγοστεύουν τα χαρτιά που μου ζητιούνται.»
- Ο Ιωάννου διαπιστώνει ότι όσο μεγαλώνει όλο και λιγότερα χαρτιά του ζητάνε από τις δημόσιες υπηρεσίες κι αυτό τον κάνει να σκέφτεται ότι στην πορεία θα επιστρέψει πια σε ένα και μόνο χαρτί, το πιστοποιητικό γεννήσεως. Καθώς δηλαδή η ζωή του θα πλησιάζει στο τέλος της δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη για κανένα άλλο έγγραφο.

«Κι εκείνο το ασυμπλήρωτο τετραγωνάκι στο βιβλίο τα παλιό πολύ το σκέφτομαι. Έχω κι εγώ κάτι το σίγουρο στην πατρίδα. Εκεί μέσα θα ξαναγίνω παιδί, θα ξαναγίνω μωρό, θα συναντηθώ με όλα τα παιδιά, που μαζί τους γεννήθηκα. Κι ύστερα πια ούτε χαρτιά, ούτε αποδείξεις ταυτότητας. Έχουνε γνώση οι φύλακες.»
- Ο συγγραφέας τα χρόνια που γράφει τα πεζογραφήματά του είναι πια εγκατεστημένος στην Αθήνα, μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα, τη Θεσσαλονίκη. Παρηγορείται, εντούτοις, με τη σκέψη ότι πίσω στην πόλη του, υπάρχει το βιβλίο εκείνο του δήμου, στο οποίο θα σημειωθεί ο θάνατός του.
- Με τη σκέψη του θανάτου κλείνει το κείμενο αυτό, καθώς ο Ιωάννου σκέφτεται ότι πεθαίνοντας θα επιστρέψει πλέον εκεί στο βιβλίο του ληξιαρχείου όπου δίπλα στην ημερομηνία γέννησής του θα σημειωθεί η ημερομηνία του θανάτου του και ο κύκλος της ζωής του θα έχει ολοκληρωθεί.
- Ο θάνατος θα επαναφέρει τον συγγραφέα στην πόλη του, μαζί με τους συνομηλίκους του, χωρίς πια να χρειάζεται χαρτιά και αποδείξεις για την ταυτότητά του. Θα είναι απλώς μια εγγραφή στο βιβλίο του δήμου, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά που γεννήθηκαν την ίδια χρονιά. Γέννηση και θάνατος, καταγράφονται στο ίδιο βιβλίο, καθιστώντας τον κύκλο της ζωής, κάτι προδιαγεγραμμένο και πεπερασμένο. Η σκέψη, επομένως, ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το θάνατο και να αποτελέσει εξαίρεση στη μόνη βεβαιότητα της ύπαρξής μας, μειώνει την ανησυχία του συγγραφέα και τον βοηθά να δει καθαρότερα την κυκλική πορεία της ζωής.


Γιώργος Ιωάννου "Το μέντιουμ" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Η φωτογραφία είναι από τη νύχτα του βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης που περιγράφει ο Ιωάννου στο διήγμα "Το μέντιουμ"

Το μέντιουμ

Περίληψη του κειμένου: Μια συγγενική οικογένεια του συγγραφέα έρχεται στη Θεσσαλονίκη αναζητώντας το γιο τους, το Νίκο, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην προσπάθεια του ελληνικού στρατού να αντισταθεί στη γερμανική επίθεση. Η οικογένεια του Ιωάννου θεωρεί βέβαιο ότι ο Νίκος, όπως και πολλοί άλλοι νέοι, έχει σκοτωθεί στη μάχη, αλλά δεν ξέρουν πως να πουν κάτι τέτοιο στους γονείς του νεαρού, οι οποίοι τον αναζητούν απεγνωσμένα. Μία από τις προσπάθειες αναζήτησης θα καταλήξει σ’ ένα μέντιουμ το οποίο θα προβλέψει ότι ο ερχομός του Νίκου θα γίνει μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά. Η πυρκαγιά θα προκύψει μετά τους βομβαρδισμούς της Θεσσαλονίκης από τους Άγγλους, ενάντια γερμανικών στόχων, αλλά ο Νίκος δε θα φανεί ούτε τότε. 

Ø Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου αναφέρεται στην ελπίδα που είχαν πολλοί άνθρωποι την εποχή του πολέμου με τους Γερμανούς ότι τα παιδιά τους επέζησαν των πολεμικών συγκρούσεων. Με αφορμή την σταθερή πίστη που διατηρούσαν κάποιοι συγγενείς του ότι ο γιος τους θα επιστρέψει από το πεδίο των μαχών, ο Ιωάννου μας δείχνει παραστατικά πόσο δύσκολο είναι στους ανθρώπους να αποδεχτούν την πραγματικότητα και πόσο είναι ικανοί να διατηρούν για πολύ καιρό την ελπίδα τους, βασιζόμενοι ακόμη και σε ανυπόστατα στοιχεία, όπως είναι οι προβλέψεις από καφετζούδες και μέντιουμ.
Ø Η αφήγηση των γεγονότων γίνεται από το συγγραφέα με εσωτερική εστίαση μιας και ο Ιωάννου είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας αυτής.
Ø Οι σφαγές στη Δράμα και το Δοξάτο έγιναν στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 από τους Βουλγάρους που ως σύμμαχοι των Γερμανών είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Εξαιτίας της σκληρότητας των Βουλγάρων πολλοί Έλληνες της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας κατέφυγαν σε μεγάλα αστικά κέντρα και ιδίως στη Θεσσαλονίκη. Στόχος, άλλωστε, των Βουλγάρων ήταν να εκδιώξουν τους Έλληνες από τις περιοχές αυτές και να τις προσαρτήσουν στο δικό τους κράτος.
Ø Οι συγγενείς του Ιωάννου ήρθαν στην Θεσσαλονίκη από την πόλη Σαρί Σαμπάν, τη σημερινή δηλαδή Χρυσούπολη, που βρίσκεται στο Νομό Καβάλας.
Ø Τα Οχυρά στα οποία γίνεται αναφορά είναι τα οχυρά που φτιάχτηκαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα επί της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, με σκοπό την προφύλαξη της χώρας μας από επιθετικές ενέργειες των Βουλγάρων. Οι εργασίες για την κατασκευή τους άρχισαν στη λίμνη Κερκίνη το 1936. Στη περιοχή αυτή, «Γραμμή Μεταξά», δόθηκε ο κύριος αγώνας της Ελλάδας εναντίον των Γερμανών, ο οποίος έμεινε γνωστός με το όνομα «Μάχη των Οχυρών». Τη «Γραμμή Μεταξά», αποτελούσαν είκοσι ένα (21) Οχυρά. Το πιο γνωστό από αυτά είναι το οχυρό Ρούπελ.
Ø «Δεν ξέραμε πώς να τους συμμαζέψουμε και πώς να τους δώσουμε να καταλάβουν την αλήθεια.» Αν και η οικογένεια του Ιωάννου θεωρούσε βέβαιο ότι ο γιος των συγγενών τους είχε πεθάνει κατά τη γερμανική επίθεση, δεν ήξεραν πώς να τους πουν κάτι τόσο άσχημο. Σε μια ταραγμένη περίοδο πολέμου, που οι γονείς δεν είχαν τη δυνατότητα να αντικρίσουν το σώμα του χαμένου παιδιού τους, μπορούσαν να ελπίζουν για χρόνια ότι το παιδί τους είναι ζωντανό και ότι θα επιστρέψει. Αν είχαν δει το νεκρό παιδί τους θα είχαν από νωρίς μπει δε διαδικασία πένθους και δε θα συντηρούσαν για τόσα πολλά χρόνια άδικα τις ελπίδες τους.
Ø Το χωριό Λαγκαδάς (σήμερα πλέον είναι πόλη) απέχει 20 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη και βρίσκεται κοντά στη λίμνη Κορώνεια.
Ø Οι απελπισμένοι γονείς του χαμένου στρατιώτη αναγκάζονται να καταφύγουν στις γυναίκες που «έλεγαν» τον καφέ, αφού πρώτα προσπάθησαν μάταια να πάρουν πληροφορίες από άλλους στρατιώτες που γύριζαν από το πολεμικό μέτωπο και αφού στράφηκαν στην εκκλησία και τους αγίους.
Ø Οι «φλυτζανούδες» (οι γυναίκες που διάβαζαν το μέλλον στο φλιτζάνι του καφέ) δεν κατόρθωσαν να τους δώσουν ουσιαστικές πληροφορίες, γι’ αυτό και στράφηκαν στην αναζήτηση ενός μέντιουμ.
Ø Το μέντιουμ ορθά βλέπει ότι το όνομα του χαμένου είναι Νίκος και προβλέπει ότι με το τέλος της κατοχής (του κακού), θα επιστρέψει. Τους λέει ότι το κακό θα τελειώσει μετά από μια μεγάλη φωτιά, η οποία συμπτωματικά προέκυψε το ίδιο βράδυ, γεγονός που έκανε τον πατέρα του Ιωάννου να αμφιβάλλει για την εγκυρότητα της πρόβλεψης, όπως θα μας αναφέρει ο συγγραφέας στη συνέχεια. Επειδή, βέβαια, η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι αδύνατη και με δεδομένο το γεγονός ότι η επίθεση των Άγγλων εκδηλώθηκε την ίδια μέρα με την πρόβλεψη του μέντιουμ, είναι πιθανό να είχε κυκλοφορήσει η φήμη μιας επικείμενης επίθεσης των συμμάχων και το μέντιουμ να βασίστηκε απλά σε αυτή τη φήμη για να προβλέψει τη μεγάλη φωτιά.
Ø Το μέντιουμ επίσης τοποθετεί το Νίκο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αξιοποιώντας προφανώς τις πληροφορίες ότι η κυβέρνηση καθώς και μεγάλο τμήμα του ελληνικού στρατού είχε καταφύγει στην Αίγυπτο για να ανασυνταχθεί.
Ø Οι γονείς του Ιωάννου μαζί με τους συγγενείς που αναζητούν το γιο τους ετοιμάζουν γλέντι για να γιορτάσουν την ευχάριστη είδηση που τους έφερε ο Ιωάννου και η ξαδέλφη του από το μέντιουμ. Παρά τις ελλείψεις σε τρόφιμα και παρά το γεγονός ότι θα πρέπει να τηρούν τους αυστηρούς κανόνες για τη συσκότιση, οι δύο οικογένειες δε διστάζουν να τραγουδήσουν και να χαρούν για τα νέα της υποτιθέμενης επιστροφής.
Ø Οι ελληνικές πόλεις, το τελευταίο κυρίως διάστημα, της γερμανικής κατοχής όφειλαν να παραμένουν συσκοτισμένες για να μην είναι ορατές από τα συμμαχικά αεροπλάνα. Όταν γινόταν κάποια αεροπορική επίθεση στην πόλη ηχούσε συναγερμός και οι κάτοικοι έπρεπε να μαζευτούν στα υπόγεια των σπιτιών και των πολυκατοικιών για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς.
Ø Το φρούριο του μεγάλου Καράμπουρνου, στο δήμο Μηχανιώνας της Θεσσαλονίκης, αποτελεί οχυρωματικές κατασκευές της τελευταίας περιόδου της Τουρκοκρατίας. Υπολογίζεται ότι ολοκληρώθηκε λίγο πριν από το 1900.
Ø Στο φρούριο του μεγάλου Καράμπουρνου οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει τα αντιαεροπορικά πολυβόλα που είχαν φέρει από τη γραμμή Μαζινό, από τις εγκαταστάσεις δηλαδή των Γάλλων στα σύνορα Γαλλίας – Γερμανίας.
Ø Στις 21 προς 22 Σεπτεμβρίου 1944 οι Άγγλοι βομβαρδίζουν γερμανικούς στόχους στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη θα απελευθερωθεί τελικά από τους Γερμανούς στις 30 Οκτωβρίου 1944.
Ø Τα επιτιθέμενα αεροπλάνα για να αποφύγουν τα χτυπήματα από τα αντιαεροπορικά πολυβόλα διενεργούσαν τις επιχειρήσεις του τη νύχτα. Τη νύχτα, όμως, στις πόλεις λόγω της συσκότισης δεν ήταν εύκολο να εντοπιστούν οι στόχοι, για να μπορέσουν επομένως να φωτίσουν την πόλη έριχναν φωτοβολίδες μεγάλης ισχύος.
Ø Ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης πέρα από την εξουδετέρωση σημαντικών στόχων είχε και την αρνητική του πλευρά, καθώς γκρεμίστηκαν ή κάηκαν πολλά σημαντικά κτίρια της πόλης αλλά και πολλά σπίτια.
Ø Βαρδάρης. Άνεμος που προέρχεται από τα βόρεια Βαλκάνια και εισβάλλει στην Ελλάδα από την κοιλάδα του Αξιού. Είναι άνεμος ψυχρός και ξερός. Πνέει με εξαιρετική δύναμη, γι' αυτό δεν επιτρέπει την καλλιέργεια ευαίσθητων φυτών στην περιοχή του Αξιού.
Ø Η φωτιά που ξέσπασε στην πόλη θυμίζει σε κάποιους κατοίκους τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που είχε κατακάψει μεγάλο μέρος της πόλης, ενώ σε κάποιους που είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Σμύρνη, θυμίζει τη φωτιά που είχαν βάλει οι Τούρκοι εισβάλοντας στη Σμύρνη τον Αύγουστο του 1922. Στις Σέρρες επίσης είχε επέλθει μεγάλη καταστροφή από τη φωτιά που είχαν βάλει οι Βούλγαροι τον Ιούνιο του 1913 όταν αποχωρούσαν από την πόλη, έχοντας ηττηθεί κατά το Β Βαλκανικό πόλεμο.
Ø Όταν ο πατέρας του συγγραφέα ακούει ότι το μέντιουμ είχε αναφερθεί σε μια μεγάλη φωτιά, σχολίασε υπαινικτικά: «Τώρα είμαι πιο βέβαιος.» Ο πατέρας του Ιωάννου ήταν πιο βέβαιος ότι το μέντιουμ δεν είχε δει τον ερχομό του Νίκου και ότι απλά τους μετέδιδε πληροφορίες με βάση τις φήμες για την κατάρρευση του γερμανικού μετώπου και την επερχόμενη αντεπίθεση των συμμάχων.
Ø Για τους γονείς του Ιωάννου ήταν πιο εύκολο να αντιληφθούν και να αποδεχτούν την πραγματικότητα σχετικά με το θάνατο του Νίκου, γι’ αυτό και ήταν λογικό να δυσπιστούν απέναντι στις δήθεν προβλέψεις.
Η πρώτη και η δεύτερη μεγάλη φωτοβολίδα την ώρα του συναγερμού και της έναρξης του μεγάλου βομβαρδισμού. Διακρίνονται οι φωτεινές τροχιές των γερμανικών τροχιοδεικτικών βλημάτων που βοηθούν την σκόπευση των αντιαεροπορικών προς τα αεροπλάνα.
Ø Η πόλη φλέγεται και ο Ιωάννου κοιτάζει με θαυμασμό το θέαμα της φωτιάς που καίει τα κτίρια στο πέρασμά της. Παρά το γεγονός ότι η φωτιά αυτή ήταν καταστρεπτική για την πόλη, δεν έπαυε να αποτελεί ένα εντυπωσιακό θέαμα.
Ø Την επόμενη μέρα οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, παρά τις μεγάλες καταστροφές, είναι χαρούμενοι γιατί αισθάνονται επιτέλους ότι το τέλος της κατοχής πλησιάζει.
Ø Τα Τάγματα Ασφαλείας, (οι ταγματασφαλίτες) ήταν αστυνομική δύναμη από Έλληνες, που είχαν συγκροτήσει οι Γερμανοί σε συνεργασία με την υποτυπώδη κατοχική ελληνική κυβέρνηση. Οι ταγματασφαλίτες είχαν ως κύριο στόχο τους κομμουνιστές αντάρτες και συνεργάζονταν απόλυτα με τις δυνάμεις της γερμανικής κατοχής, γεγονός που τους είχε καταστήσει μισητούς στον ελληνικό λαό.

Γιώργος Ιωάννου "Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ralph Hedley 

Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας

Περίληψη του κειμένου: Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο ήρωας του διηγήματος, επισκέπτεται την ταβέρνα όπου ο πατέρας του συνήθιζε να πίνει κάθε βράδυ. Ο νεαρός αναλογίζεται με πόνο τις στερήσεις που αναγκάστηκε να βιώσει η οικογένειά του εξαιτίας του αλκοολισμού του πατέρα του και αισθάνεται θυμό τόσο για τον πατέρα του όσο και για τον ταβερνιάρη, ο οποίος είχε κάνει μια μυστική συμφωνία με τον αλκοολικό πατέρα για να πληρώνεται το κρασί που του έδινε. Ο πατέρας αγόραζε διάφορες συσκευές στον ταβερνιάρη, μέσω γραμματίων, τα οποία αφαιρούνταν απευθείας από το μισθό του. Μεταξύ των συσκευών αυτών είναι και το καινούριο μαγνητόφωνο της ταβέρνας, το οποίο ο νεαρός θα σπάσει προτού φύγει, σε μια προσπάθεια να εκδικηθεί τον ταβερνιάρη. 

Ø Το κείμενο αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στην παραδοσιακή μορφή διηγήματος, καθώς ο αφηγητής – Ιωάννου δεν αποτελεί ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας και μας αφηγείται ως παντογνώστης αφηγητής, με μηδενική εστίαση, μια σύντομη ιστορία. Το διήγημα αυτό, βέβαια, δεν έχει έναν κεντρικό «μύθο» με ιδιαίτερη πλοκή, αποτελεί περισσότερο μια σύντομη σκιαγράφηση ενός περιστατικού. Ο γιος ενός αλκοολικού, αφού μαθαίνει μετά το θάνατο του πατέρα του πώς κατάφερνε εκείνος και εξοικονομούσε τα χρήματα για να πίνει, πηγαίνει στην ταβέρνα για να ξεσπάσει το θυμό του.
Ø Ο Ιωάννου θέλγεται κυρίως από τις ιστορίες που έχουν μια τραγική διάσταση. Δεν είναι από τους συγγραφείς που αναζητούν τη χαρά και το ευτυχές γεγονός. Βέβαια, ο Ιωάννου έχει ζήσει σε δύσκολες για την Ελλάδα εποχές και είναι λογικό το ότι τόσο οι δικές του εμπειρίες όσο και οι εμπειρίες των ανθρώπων γύρω του είναι σημαδεμένες από στερήσεις, πόνο και συχνά φόβο.
Ø Την τρίτη μέρα μετά την κηδεία ο γιος πηγαίνει στην ταβέρνα που συνήθιζε να πίνει ο πατέρας του. Όταν πηγαίνει εκεί γνωρίζει ήδη τη συμφωνία που είχε κάνει ο πατέρας του με τον ταβερνιάρη για να μπορεί να πληρώνει τα καθημερινά του μεθύσια. Παρ’ όλα αυτά ο Ιωάννου δεν μας αποκαλύπτει αμέσως το μυστικό του πατέρα και φροντίζει με τη μέθοδο των flashback (αναδρομών στο παρελθόν) να μας ενημερώσει για όσα προηγήθηκαν.
Ø Η άφιξη του γιου στην ταβέρνα είναι η «μέση της ιστορίας» (in medias res) και όχι η αρχή των γεγονότων. Την τακτική αυτή τη χρησιμοποιεί ο Ιωάννου για να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και φροντίζει στη συνέχεια με flashback, να μας δίνει σταδιακά τις πληροφορίες για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα.
Ø «Ο ταβερνιάρης αναπήδησε, όταν τον είδε βουτηγμένο στα πένθη...», από την αρχή κιόλας του κειμένου καταλαβαίνουμε ότι ο ταβερνιάρης έχει κάποια ανάμιξη με την κατάντια του πατέρα. Το γεγονός ότι αντιδρά έντονα μόλις βλέπει τον γιο δείχνει ότι αισθάνεται μάλλον ένοχος απέναντί του.
Ø Ο γιος εδώ και χρόνια έβλεπε κάθε βράδυ τον πατέρα του να πίνει σε αυτήν την ταβέρνα, κάτι που σημαίνει ότι ο αλκοολισμός του πατέρα δεν ήταν κάτι καινούριο ούτε κάτι που προέκυψε από κάποιο πρόσφατο άσχημο γεγονός. Πιθανώς η φτώχεια και η ανέχεια, είχαν πικράνει τον πατέρα και τον είχαν οδηγήσει στο κρασί για να ξεχνά την ασχήμια της ζωής του. Είναι, άλλωστε, συνηθισμένο φαινόμενο οι άνθρωποι που δεν μπορούν να διαχειριστούν τις ατυχίες της ζωής τους να καταφεύγουν για παρηγοριά στο αλκοόλ.
Ø «συμπαθέστατος μπεκρούλιακας». Ο Ιωάννου δεν κατακρίνει τον πατέρα για την κακή του συνήθεια. Κι εδώ αλλά και αργότερα σχολιάζοντας ότι «Δεν έκαμνε κακό μεθύσι, ήταν ειρηνικός», μας παρουσιάζει την εικόνα ενός φιλήσυχου και συμπαθή γέρου που σαν μόνο του ελάττωμα έχει την αγάπη του για το κρασί.
Ø «...παλιορουφιάνε» Όταν ο ταβερνιάρης πάει να χαμηλώσει τη μουσική, ο γιος αντιδρά. Το μαγνητόφωνο και ο ταβερνιάρης αποτελούν δύο βασικά στοιχεία στην ιστορία αλλά εμείς ως αναγνώστες δεν γνωρίζουμε ακόμη τις απαραίτητες πληροφορίες για να κατανοήσουμε πλήρως την επιθετικότητα του γιου απέναντι στον ταβερνιάρη αλλά και την αντίδρασή του στο χαμήλωμα της μουσικής.
Ø Ο γιος παραγγέλνει κρασί από αυτό που έπινε και ο πατέρας του. Τώρα που ο πατέρας έχει πεθάνει, ο γιος επιχειρεί να τον γνωρίσει καλύτερα ακολουθώντας τα βήματά του.
Ø Ο πατέρας αντί να βρίσκεται στο σπίτι με την οικογένειά του προτιμούσε να πίνει με τους φίλους του στην ταβέρνα και να τους λέει τα προβλήματά του. Ο γιος δεν ήξερε τι ήταν αυτό που απασχολούσε τον πατέρα του και τον είχε οδηγήσει στο κρασί, αλλά από τις περιγραφές που μας δίνονται για το πώς ήταν η ζωή στο σπίτι τους, κατανοούμε ότι η ζωή τους ήταν σκληρή και γεμάτη στερήσεις.
Ø Σ’ ένα μικρό σπίτι αναγκάζονται να ζουν πολλά άτομα, γεγονός που δημιουργεί μια έντονα αρνητική κατάσταση. Δε γνωρίζουμε πόσα ακριβώς άτομα ζούσαν μαζί καθώς ο Ιωάννου μιλά για «παιδιά» χωρίς να διευκρινίζει πόσα ακριβώς ήταν τα παιδιά της οικογένειας.
Ø Ο πατέρας πέρα από τη γκρίνια της γυναίκας του έχει να αντιμετωπίζει και τα καυστικά σχόλια της πεθεράς του, η οποία με την έκδηλη αντιπάθεια που είχε για τον πατέρα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι.
Ø «...μπροστά σ’ όλα αυτά τα πλάσματα, που καραδοκούσαν τα μεθυσμένα λόγια του για να διερευνήσουν τη ζωή του». Η οικογένεια του πατέρα αγνοεί προφανώς πολλά πράγματα για τη ζωή του και κυρίως πώς κατορθώνει και πληρώνει το καθημερινό του κρασί, από τη στιγμή που τη σύνταξή του τη δίνει κάθε φορά ολόκληρη στη γυναίκα του.
Ø Στο σημείο που διατυπώνεται η απορία για το πώς βρίσκει ο πατέρας τα λεφτά, το κείμενο επιστρέφει στο παρόν, όπου βρίσκουμε το γιο να παραγγέλνει κι άλλο κρασί και να είναι πλέον ακόμη πιο εκνευρισμένος με τον ταβερνιάρη.
Ø «... παραλίγο να έλεγε το μαγνητόφωνό μου». Ο γιος παραλίγο να πει ότι το μαγνητόφωνο της ταβέρνας είναι δικό του, γεγονός που προκαλεί απορία στον αναγνώστη και επιτείνει το ενδιαφέρον για την άγνωστη πηγή εσόδων του πατέρα. Ο Ιωάννου όμως φροντίζει να μας αποκαλύψει το μυστικό του πατέρα και γίνεται πλέον αντιληπτό γιατί ο γιος είναι εκνευρισμένος με τον ταβερνιάρη, αλλά και γιατί θεωρεί το μαγνητόφωνο δικό του.
Ø Ο πατέρας για να μπορεί να πίνει αγόραζε στον ταβερνιάρη ηλεκτρικές συσκευές, με δόσεις, που πληρώνονταν απευθείας από την υπηρεσία στην οποία εργαζόταν. Για να πληρωθούν οι δόσεις γίνονταν από τη σύνταξή του κρατήσεις και φυσικά αναγράφονταν στο χαρτί που του έδιναν κάθε μήνα, αλλά οι δικοί του δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τι σήμαιναν όλα αυτά τα ποσά που περιέχονταν στη μηνιαία ανάλυση, κι έτσι ποτέ δεν αντιλήφθηκαν ότι κάθε μήνα ένα σημαντικό πόσο πήγαινε για την αποπληρωμή των ηλεκτρικών συσκευών.
Ø Ο γιος αγανακτεί διότι σκέφτεται το πόσες στερήσεις είχαν υποστεί τόσο καιρό, μόνο και μόνο για να μπορεί ο πατέρας του να πίνει με την άνεσή του κρασί κάθε βράδυ. Αγανακτεί όμως ακόμη περισσότερο όταν σκέφτεται ότι την ιδέα για την πρωτότυπη αυτή «απάτη» μπορεί να την είχε σκεφτεί ο ταβερνιάρης και όχι ο πατέρας του. Βέβαια, συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο ταβερνιάρης είχε σχεδιάσει κάτι τέτοιο, ούτε μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα να ήταν εξολοκλήρου ιδέα του πατέρα του. Άλλωστε, όπως σχολιάζει, μόνο κάποιος που βρίσκεται σε «σφίξη» μπορεί να σκεφτεί κάτι τέτοιο, μόνο κάποιος δηλαδή που βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, και η αλήθεια είναι ότι ένας αλκοολικός θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε προκειμένου να εξασφαλίσει το καθημερινό του ποτό.
Ø Ο γιος παρόλο που μαθαίνει την αλήθεια για τον πατέρα του δεν λέει τίποτε στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Κρατά τα δυσάρεστα αυτά νέα μέσα του για να τους προστατέψει από μια ακόμη πίκρα. Θέλει να παραμείνει δυνατός για χάρη τους και προτιμά να ξεσπάσει στον ταβερνιάρη.
Ø Ο ταβερνιάρης ακόμη κι αν δεν ευθύνεται για την ιδέα του πατέρα να ξεγελάει τους δικούς του, έχει προκαλέσει την αγανάκτηση του γιου καθώς το βράδυ προτού γίνει η κηδεία εκείνος είχε κάνει στην ταβέρνα του γλέντι και γελούσε εις βάρος του γέρου. Ο πατέρας είχε πεθάνει προτού πιει κρασί ανάλογης αξίας με το μαγνητόφωνο κι έτσι ο ταβερνιάρης έβγαινε κερδισμένος από αυτή την υπόθεση.
Ø Ο γιος αποφασίζει να τιμωρήσει τον ταβερνιάρη και φροντίζει να μην τον αφήσει να χαρεί το μαγνητόφωνο που τόσο εύκολα είχε κερδίσει από τον πατέρα του.
Ø Το Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Ελευθέριο) είναι μια περιοχή στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης.
Ø «Υπερασπίστηκε αυτούς που με τον τρόπο τους τόσο πολύ τον αγαπούσαν.» Το τελευταίο αυτό σχόλιο του αφηγητή – Ιωάννου αναφέρεται στην οικογένεια του γιου και κυρίως στον πατέρα του, που παρόλα τα προβλήματα και παρά τον αλκοολισμό, ο γιος του ήταν βέβαιος ότι τον αγαπούσε. Παράλληλα το σχόλιο αυτό είναι και μια επιβεβαίωση ότι ο γιος συνέχιζε να αγαπά τον πατέρα του έστω κι αν έπινε, έστω κι αν τους είχε ξεγελάσει για να εξασφαλίζει χρήματα για το κρασί του.

Γιώργος Ιωάννου "Τζέλτεν" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Χάρτης της Λιβύης

Τζέλτεν

· Ο Ιωάννου το 1961 αποσπάστηκε στη Βεγγάζη της Λιβύης όπου ίδρυσε το Ελληνικό Γυμνάσιο. Από τη Λιβύη επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963.
· Το διήγημα Τζέλτεν αποτελεί την καταγραφή μιας προσωπικής εμπειρίας του συγγραφέα, ο οποίος κάνοντας τη διαδρομή από τη Βεγγάζη προς τις πετρελαιοπηγές στο Τζέλτεν, παρατηρεί τις συνθήκες ζωής σε μια φτωχή χώρα που μόλις είχε διαπιστωθεί ότι διαθέτει πολύτιμα κοιτάσματα πετρελαίου (Το πετρέλαιο βρέθηκε στη Λιβύη το 1959, μόλις δύο χρόνια προτού πάει εκεί ο Ιωάννου). Οι αμερικανικές εταιρείες είχαν σπεύσει να εκμεταλλευτούν το άφθονο πετρέλαιο της Λιβύης, αδιαφορώντας για τους κατοίκους που συνέχιζαν να ζουν μέσα στη φτώχεια. Ο Ιωάννου ενοχλείται από την εκμετάλλευση αυτή των Αμερικάνων και εύχεται να μη βρεθεί ποτέ πετρέλαιο στην Ελλάδα, για να μην υποστούμε κι εμείς την ίδια μορφή εκμετάλλευσης. Πάντως, το 1969 ο Μουαμάρ αλ Καντάφι επιβάλλει δικτατορία στη Λιβύη και τερματίζει, μέχρι και πρόσφατα, τη δράση των Αμερικανών στη χώρα του.
· Το Ραμαζάνι εκ του τουρκικού ραμαζάν και αραβικού ραμαντάν, είναι Θρησκευτική -μουσουλμανική- εορτή νηστείας. Αποτελεί ονομασία του ένατου μήνα του μουσουλμανικού έτους όπου σύμφωνα με τη παράδοση δόθηκε το Κοράνι στους ανθρώπους. Σε όλο το χρονικό διάστημα αυτό, διάρκειας ενός μηνός, οι μουσουλμάνοι απέχουν υποχρεωτικά, από ανατολής μέχρι δύσεως του Ηλίου, από κάθε είδους τροφή ακόμη και νερό, πολύ δε περισσότερο από κάπνισμα, ποτό, αρώματα και σεξουαλικές επαφές, όχι όμως στο υπόλοιπο διάστημα μέχρι την ανατολή του Ηλίου. Σύμφωνα με το κυλιόμενο χαρακτήρα που παρουσιάζει το αραβικό ημερολόγιο κάθε χρόνο το Ραμαζάνι εορτάζεται κατά 11 ημέρες νωρίτερα του προηγουμένου έτους.
· Ο Ιωάννου αισθάνεται μόνος του και δεν ξέρει τι να κάνει για να φτιάξει τη διάθεσή του. Στη Λιβύη που βρίσκεται είναι ο μήνας που γιορτάζεται το ραμαζάνι και οι μουσουλμάνοι βρίσκονται σε ιδιαίτερη ένταση, λόγω της αποχής από το φαγητό. Αποφασίζει λοιπόν να περάσει από την έρημο μέχρι την περιοχή που γινόταν η άντληση του πετρελαίου για να δει τις εγκαταστάσεις.
· Οι ισλαμιστές προσεύχονται υποχρεωτικά πέντε φορές την ημέρα. Κάθε φορά που είναι η ώρα της προσευχής ακούγεται από το τζαμί ο μουεζίνης ο οποίος διαβάζει αποσπάσματα από το κοράνι. Η πιο γνωστή φράση που χρησιμοποιεί είναι: «Αλλάχ αλ άκμπαρ», που σημαίνει «Ο Θεός είναι μεγάλος». Το μήνα που γιορτάζουν το Ραμαζάνι, οι ισλαμιστές περιμένουν την ώρα της βραδινής προσευχής γιατί από εκείνη τη στιγμή μπορούν να πιούν νερό και να φάνε.
· Ο Ιωάννου θέλοντας να ξεφύγει από το αίσθημα μοναξιάς και κακοδιαθεσίας παίρνει το αυτοκίνητό του κινείται με μεγάλη ταχύτητα προς το Τζέλτεν. Ο δρόμος που θα ακολουθήσει είναι επικίνδυνος γιατί η άμμος από την έρημο καλύπτει το δρόμο και είναι εύκολο να μπερδευτεί και να ξεφύγει από το δρόμο, καταλήγοντας να θαφτεί σε κάποιον αμμόλοφο.
· Ο Έρβιν Ρόμελ, ήταν Γερμανός στρατηγός που είχε αναλάβει κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να βοηθήσει τις Ιταλικές δυνάμεις να αντισταθούν στις επιθέσεις των Άγγλων. Τον αποκαλούσαν «αλεπού της ερήμου» γιατί με διάφορα τεχνάσματα κατόρθωνε να ξεγελά τους Άγγλους και να τους κερδίζει σε κάθε μάχη.
· Η Λιβύη είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς το 1911 και είχε παραμείνει υπό Ιταλική κατοχή μέχρι το 1947.
· Η Ιταλοί κατά την παραμονή τους στη Λιβύη από τη μία έκαναν κάποια έργα υποδομής, κυρίως σε ό,τι αφορά το οδικό δίκτυο, από την άλλη όμως φέρθηκαν με σκληρό τρόπο στους ντόπιους, φτάνοντας στο σημείο να δηλητηριάζουν το νερό στα πηγάδια, σκοτώνοντας έτσι αρκετούς από αυτούς.
· Από τη στιγμή που βρέθηκε πετρέλαιο στη Λιβύη εισέρρευσε άφθονο χρήμα στη χώρα αλλά δεν πηγαίνει στα χέρια των ντόπιων. Τα χρήματα από το πετρέλαιο τα παίρνουν οι Αμερικάνοι που έχουν τον εξοπλισμό για τη διενέργεια των αντλήσεων.
· Οι Τουαρέγκ είναι νομαδικός λαός που ζει στην περιοχή της ερήμου Σαχάρα. Οι κάτοικοι των γύρω χωρών τους φοβούνται επειδή οι Τουαρέγκ αρνούνται να αναγνωρίσουν οποιαδήποτε μορφή κυβέρνησης και επιθυμούν να διατηρήσουν την ελευθερία τους με κάθε τρόπο.
· Οι χωροφύλακες για τον Ιωάννου αποτελούν σύμβολο της εξουσίας και δεν τους συμπαθεί μιας και συνήθως εκείνα τα χρόνια επέβαλαν το νόμο με τη χρήση βίας. Οι χωροφύλακες πάντως στη Λιβύη συμπεριφέρονται στους ξένους με σεβασμό κι αυτό κάνει τον Ιωάννου να τους βλέπει με συμπάθεια.
· Σ’ έναν τυπικό χαιρετισμό ο πρώτος λέει «Σαλάμ αλέκουμ» που σημαίνει «Η ειρήνη μαζί σου» και ο δεύτερος απαντά αντιστρέφοντας τη σειρά των λέξεων «Αλέκουμ σαλάμ» «Και μαζί σου η ειρήνη».
· Η Κυρήνη είχε δημιουργηθεί ως αποικία των Ελλήνων το 630 π.Χ. και αποτελούσε κέντρο του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της Βόρειας Αφρικής.
· “Δεν ήταν η κροκόπεπλος εκεί, ούτε και το φεγγάρι.” Κροκόπεπλο αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες την Ηώ, τη θεότητα της αυγής, του ξημερώματος δηλαδή. (Επειδή ο ουρανός όταν ανατέλλει ο ήλιος παίρνει ένα απαλό κόκκινο χρώμα που θυμίζει τον κρόκο του αυγού.) Ο Ιωάννου έβλεπε τον ουρανό να κοκκινίζει αλλά σκεφτόταν ότι το χρώμα αυτό δεν οφειλόταν στην ανατολή του ηλίου ούτε όμως και στην παρουσία του φεγγαριού.
· Στο διήγημα Η Γοργόνα του Αντρέα Καρκαβίτσα οι ναύτες έβλεπαν στη θάλασσα την αδερφή του Μεγάλου Αλέξανδρου, τη γοργόνα, η οποία τους ρωτούσε αν ζει ο αδερφός της. Αν της απαντούσαν ότι ζει τους άφηνε να περάσουν, ενώ αν της έλεγαν ότι δε ζει, μεταμορφωνόταν σε τέρας και προκαλούσε μεγάλη τρικυμία.
· Ο Ιωάννου ξεκινά από τη Βεγγάζη, φτάνει στην Ατζεντάμπια και στη συνέχεια στη Μάρσα Μπρέγκα, από εκεί συνεχίζει για το Τζέλτεν αλλά επειδή ετοιμαζόταν να ξεσπάσει δυνατή βροχή αποφασίζει να σταματήσει σε κάποιες αμερικανικές εγκαταστάσεις που είδε στο δρόμο για να περάσει τη νύχτα εκεί. Στο πρώτο τροχόσπιτο που μπαίνει βρίσκει μερικούς Αμερικανούς οι οποίοι ούτε καν του έδιναν σημασία. Ο Ιωάννου απορεί για τη στάση τους αλλά σταδιακά βλέπει διάφορα πράγματα στο τροχόσπιτο και αρχίζει να φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν. Πιθανότατα οι Αμερικανοί έκαναν χρήση ναρκωτικών κι αυτό είναι που προκαλεί το φόβο στο συγγραφέα.
· «... οι μάγκες κάνουν όλοι τουμπεκί». Τουμπεκί είναι ο καπνός αλλά η φράση κάνω τουμπεκί σημαίνει σιωπώ.
· Στους Τουαρέγκ σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ισλαμιστές οι άντρες καλύπτουν το πρόσωπό τους αφήνοντας μόνο τα μάτια τους ακάλυπτα, ενώ οι γυναίκες δεν έχουν καμία υποχρέωση να καλύπτουν το πρόσωπό τους.
· Σκιαθίτης αποκαλείται, λόγω της καταγωγής του από τη Σκιάθο, ο γνωστός διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911).
· Ο Ιωάννου διαβάζοντας το απόσπασμα από το διήγημα του Παπαδιαμάντη συνειδητοποιεί πόσο του λείπει η Ελλάδα και η ομορφιά της φύσης της. Αισθάνεται εγκλωβισμένος στις εγκαταστάσεις των Αμερικανών και ξεκινά να φύγει εκνευρισμένος. Σκέφτεται τι θα συνέβαινε στη χώρα μας αν υπήρχε πετρέλαιο κι εύχεται να μη συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
· Το απόσπασμα αυτό είναι από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Στην Αγί’- Αναστασά». Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί τη δημοτική στους διαλόγους των διηγημάτων του αλλά την καθαρεύουσα στις περιγραφές του.

Γιώργος Ιωάννου "Ο θείος Βαγγέλης" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Ο θείος Βαγγέλης

Περίληψη Κειμένου: Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό ασχολείται με την ιστορία του θείου του Βαγγέλη, ο οποίος αν και ήταν δάσκαλος, στα πλαίσια του 2ου παγκοσμίου πολέμου θα καταταχτεί ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Με το τέλος του πολέμου και την έναρξη του εμφυλίου, ο ήρωας του διηγήματος θα ανέβει στο βαθμό του λοχαγού και θα αναλάβει το καθήκον να διαβάζει τους επικήδειους λόγους των στρατιωτών που χάνουν τη ζωή τους στις διάφορες μάχες. Ο θείος Βαγγέλης σταδιακά θα χάσει κάθε ίχνος συγκίνησης απέναντι στους νεαρούς που κείτονται νεκροί και θα αντιμετωπίζει την ανάγνωση των επικήδειων ως μια αδιάφορη αγγαρεία. Ο ήρωας του διηγήματος θα αισθανθεί τον πόνο της απώλειας και θα καταλάβει τι σημαίνει να χάνεις κάποιον δικό σου άνθρωπο μόνο όταν θα πεθάνει η γυναίκα του. 


- Το διήγημα αυτό αναφέρεται σε μία από τις τραγικότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αυτή του εμφυλίου πολέμου, με μεγαλύτερη έμφαση στα δύο τελευταία χρόνια του το 1948 και το 1949. Ο συγγραφέας με αρκετά χιουμοριστική διάθεση, μέσω της ιστορίας του θείου Βαγγέλη, προσεγγίζει τον εμφύλιο έμμεσα δίνοντας μας πληροφορίες για τις ταφές των στρατιωτών που συμμετείχαν στον κυβερνητικό στρατό. Ένα τόσο επίπονο θέμα, όπως είναι ο θάνατος τόσων νέων ανθρώπων στα πλαίσια ενός εμφύλιου πολέμου, αντιμετωπίζεται από το θείο Βαγγέλη ως μια τυπική διαδικασία. Με έτοιμους επικήδειους λόγους αποχαιρετά τους νεκρούς του πολέμου, δείχνοντας με τη στάση του αυτή πόσο αδιάφορη του είναι τελικά η θυσία αυτών των ανθρώπων και πόσο εν γένει αδιάφορος μοιάζει αυτός ο πόλεμος για όσους είναι μακριά από τα μέτωπα των ενόπλων συγκρούσεων.
- Ο ήρωας του διηγήματος, ένας θείος του συγγραφέα, είναι δάσκαλος που υπηρετεί ως έφεδρος στον πόλεμο της Ελλάδας με την Ιταλία από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941, οπότε οι Έλληνες συνθηκολόγησαν καθώς στον πόλεμο είχε εισέλθει πλέον και η Γερμανία. Χαρακτηριστικό του ελληνοϊταλικού πολέμου είναι ότι ο ελληνικός στρατός είχε αποκρούσει επιτυχώς όλες τις ιταλικές επιθέσεις και είχε καθηλώσει τα ιταλικά στρατεύματα στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να παραδοθεί ήταν η συμμετοχή της Γερμανίας με ισχυρές και άρτια εξοπλισμένες δυνάμεις.
- Στον πόλεμο κατά των Ιταλών στην Αλβανία ο θείος Βαγγέλης, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, τίθεται επικεφαλής ενός λόχου κρητικών. Οι Κρητικοί πολεμούν με μεγάλη γενναιότητα αλλά και με μεγάλη εκδικητικότητα γεγονός που αναγκάζει τον ήρωα του διηγήματος να προσπαθεί διαρκώς να προφυλάξει τη ζωή των αιχμαλώτων. Οι Κρητικοί για να εκδικηθούν για το χαμό κάθε δικού τους στρατιώτη επιχειρούν να σκοτώσουν όσο περισσότερους Ιταλούς μπορούν, προτού γίνει βέβαια η καταμέτρηση των αιχμαλώτων, καθώς από τη στιγμή που έχει γίνει η μέτρηση και καταγραφή των αιχμαλώτων δεν μπορούν να τους σκοτώσουν χωρίς να χρειαστεί να απολογηθούν γι’ αυτό.
- Η προστατευτική στάση του θείου Βαγγέλη απέναντι στους αιχμάλωτους Ιταλούς δείχνει το σεβασμό που είχε για την ανθρώπινη ζωή καθώς και το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είχε κατορθώσει να τον αλλάξει σε σημείο που να αδιαφορεί πλέον για τους συνανθρώπους του, έστω κι αν αυτοί ήταν εχθροί.
[Ανταρτοπόλεμο ονομάζουμε τον πόλεμο που διεξάγεται από ομάδες επαναστατών (αντάρτες) και όχι από οργανωμένο στρατό. Στην προκειμένη περίπτωση ανταρτοπόλεμος αποκαλείται ο εμφύλιος πόλεμος μιας και οι κομμουνιστές αφενός δεν είχαν τακτικό στρατό και αφετέρου δεν πολεμούσαν για την απελευθέρωση ή την προστασία της πατρίδας του από κάποιον εξωτερικό εχθρό.]
- Στον θείο Βαγγέλη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ανατέθηκε η εκφώνηση επικήδειων λόγων για τους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού. Ένα από τα σημαντικότερα πεδία συγκρούσεων κατά τον εμφύλιο πόλεμο ήταν η περιοχή της Μακεδονίας και εκεί στέλνονταν στρατιώτες απ’ όλη την Ελλάδα. Για το λόγο αυτό πολλοί στρατιώτες κηδεύτηκαν χωρίς να έχουν έρθει οι δικοί τους μιας και εκείνη την εποχή με τα υπάρχοντα μέσα ήταν δύσκολο αφενός να ενημερωθούν έγκαιρα οι συγγενείς των νεκρών και αφετέρου να προλάβουν να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη προτού γίνει η ταφή.
[Για τους στρατιώτες που πέθαιναν σε εμπόλεμη περίοδο προβλεπόταν στρατιωτική ταφή με την εκφώνηση επικήδειου λόγου και τη συνοδεία στρατιωτικού αγήματος που πυροβολούσε στον αέρα προς τιμή του νεκρού.]
- Ο συγγραφέας παρουσιάζοντας την τακτική που ακολουθούσε ο κυβερνητικός στρατός για τις ταφές των στρατιωτών μας δίνει μια διαφορετική εικόνα του εμφυλίου πολέμου. Αντί να μας μιλήσει για το πώς ήταν η κατάσταση ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν χωριστεί σε παρατάξεις και πολεμούσαν μεταξύ τους, μας δείχνει απλώς πόσο απρόσωπα και αδιάφορα γινόταν ο ενταφιασμός τόσων νέων ανθρώπων. Στρατιώτες που έδιναν τη ζωή τους για να υποστηρίξουν την κυβέρνηση κατέληγαν να θάβονται μακριά από τους δικούς τους, χωρίς καμία συγκίνηση και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το θάνατό τους. Η διήγηση αυτή του συγγραφέα παρουσιάζει με πολύ αποτελεσματικό τρόπο πόσο μάταιη έμοιαζε η θυσία αυτή των στρατιωτών που το μόνο που κέρδιζαν ήταν να σωριάζονται όλοι μαζί στο νεκροστάσιο μέχρι να έρθει η σειρά τους να κηδευτούν.
- Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η κυβερνητική παράταξη χρησιμοποιούσε τους στρατιώτες μόνο και μόνο για να πετύχει τους δικούς της σκοπούς κι από εκεί και πέρα αδιαφορούσε γι’ αυτούς. Μια παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο διήγημα “Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ” «Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γύριζε κανένας να τους δει.» Όσο σημαντικά και αν ήταν τα σχέδια της κυβέρνησης, για τους απλούς πολίτες τελικά δε σήμαιναν τίποτε άλλο πέρα από θάνατο, φτώχια και εκμηδενισμό της ύπαρξής τους. Κατέληγαν να γίνονται αδιάφοροι νεκροί που περιμένουν τη σειρά τους για να ενταφιαστούν.
- Ο ήρωας του διηγήματος καθώς αναγκάζεται να παραστεί σε πάρα πολλές κηδείες, αρχίζει να αντιμετωπίζει με πλήρη αδιαφορία το χαμό των νέων και για να κάνει τη δουλειά του πιο εύκολα συντάσσει τρεις διαφορετικούς επικήδειους, στο τέλος των οποίων απλώς προσέθετε το όνομα του νεκρού: έναν για τους απλούς στρατιώτες, έναν για τους έφεδρους υπαξιωματικούς και έναν για τους μόνιμους υπαξιωματικούς.
- Ο θείος Βαγγέλης μαζί με την «τρελή» γυναίκα του το βράδυ της πρωτοχρονιάς του 1949, του τελευταίου χρόνου του εμφυλίου πολέμου, πηγαίνουν στο σπίτι του συγγραφέα για να γιορτάσουν μαζί το τέλος του 1948. Ο συγγραφέας το 1949 ήταν 22 χρονών και σπούδαζε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης.
- Με την ευκαιρία της επίσκεψης του θείου Βαγγέλη ο συγγραφέας μας περιγράφει πώς συνήθιζε να περνάει η οικογένειά του το βράδυ, της πρωτοχρονιάς, δίνοντάς μας παράλληλα μια εικόνα για το πώς ήταν η καθημερινή ζωή των ανθρώπων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
- Ιδιαίτερη εντύπωση από το βράδυ εκείνης της πρωτοχρονιάς προκαλεί το γεγονός ότι ο θείος Βαγγέλης για να διασκεδάσει τους υπόλοιπους της οικογένειας τους διαβάζει τους επικήδειους λόγους που είχε γράψει για τους στρατιώτες. Με την πράξη του αυτή δείχνει πόσο συναισθηματικά αμέτοχος ήταν ως προς το θάνατο των στρατιωτών και πόσο αδιάφορο τον άφηνε ο χαμός τους. Με το περιστατικό αυτό ο συγγραφέας δίνει με μεγαλύτερη έμφαση την ματαιότητα αυτού του πολέμου καθώς και την ψυχρότητα που προκαλεί στους ανθρώπους η συνεχής επαφή με το θάνατο.
- Ο θείος Βαγγέλης που ασυγκίνητος παρακολουθούσε τον ενταφιασμό τόσων στρατιωτών, συγκλονίζεται όταν ο θάνατος έρχεται στη δική του οικογένεια, όταν η γυναίκα του αρρωσταίνει και πεθαίνει. Αυτός που με τόση ευκολία μιλούσε στις κηδείες ανθρώπων που δε γνώριζε, όταν ήρθε η στιγμή να κηδέψει τη γυναίκα του δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει ούτε λέξη. Η αντίθεση αυτή είναι βέβαια αρκετά εύλογη μιας και οι άνθρωποι συνηθίζουν να αδιαφορούν για τις στενοχώριες των άλλων ανθρώπων και αισθάνονται τον πόνο μόνο όταν πρόκειται για κάτι πολύ προσωπικό τους. Έτσι και ο θείος Βαγγέλης τώρα που ήρθε η ώρα να κηδέψει έναν δικό του άνθρωπο, τη γυναίκα του, λυγίζει απ’ τον πόνο.

Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα

Ο Εμφύλιος πόλεμος επίσημα διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1946 μέχρι τον Οκτώβριο του 1949 και διεξάχθηκε ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους κεντροδεξιούς. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε με την ήττα των κομμουνιστών.
Οι πρώτες συγκρούσεις ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους κεντροδεξιούς είχαν ήδη ξεκινήσει από τα τελευταία χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα (1941-44) το 1943 και το 1944. Οι κομμουνιστές έχοντας πρωτοστατήσει στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών ήθελαν μετά το τέλος της κατοχής να πάρουν την εξουσία ή τουλάχιστον να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Οι κεντροδεξιοί όμως με τη βοήθεια των ΗΠΑ και ιδίως της Αγγλίας δεν ήθελαν να επιτρέψουν καμία συμμετοχή των κομμουνιστών στην ελληνική κυβέρνηση γιατί θεωρούσαν ότι έτσι θα τους δοθεί η ευκαιρία να καταλάβουν πλήρως τον έλεγχο της χώρας και να κάνουν την Ελλάδα ένα κομμουνιστικό κράτος υπό τον έλεγχο της ΕΣΣΔ.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) είχε δημιουργήσει την αντιστασιακή οργάνωση «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΕΑΜ), της οποίας το στρατιωτικό σκέλος ονομαζόταν «Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός» (ΕΛΑΣ). Ενώ οι κεντροδεξιές αντικομμουνιστικές δυνάμεις είχαν δική τους αντιστασιακή οργάνωση που ονομαζόταν «Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος» (ΕΔΕΣ).
Δύο μήνες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα (Οκτώβρης 1994), το Δεκέμβριο του 1944, πραγματοποιείται ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στους κομμουνιστές και τις αγγλικές δυνάμεις που ο Βρετανός πρωθυπουργός Winston Churchill είχε συγκεντρώσει στην Αθήνα.
Ο Churchill έλεγε: «Περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ (τους Έλληνες κομμουνιστές) και δεν πρέπει να την αποφύγουμε, με την προϋπόθεση ότι θα διαλέξουμε καλά το έδαφος της σύγκρουσης».
Οι κομμουνιστές δεν κατορθώνουν να κερδίσουν τους Βρετανούς και αναγκάζονται να υπογράψουν τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, με την οποία τυπικά τελείωνε η σύγκρουση. Για τους κομμουνιστές όμως η συμφωνία αυτή ήταν ένας ελιγμός που τους επέτρεπε να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους.
Στις 30 Μαρτίου 1946 τμήμα κομμουνιστών ανταρτών επιτέθηκε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου. Η επίθεση αυτή σηματοδοτεί την έναρξη του Εμφύλιου Πολέμου, ενός πολέμου που θα διαρκέσει έως το 1949, θα επιφέρει μεγάλες καταστροφές και θα σημαδέψει την ιστορία της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες.
Οι κομμουνιστές κατά τη διάρκεια του πολέμου πίστευαν ότι θα έχουν βοήθεια από τον Στάλιν αρχηγό της ΕΣΣΔ (Ρωσίας), ο οποίος όμως είχε ήδη συμφωνήσει από τον Οκτώβριο του 1944 με τον Winston Churchill ότι η Ελλάδα θα παρέμενε υπό τον έλεγχο της Αγγλίας. Οι κομμουνιστές αναγκασμένοι να λαμβάνουν στρατιωτική βοήθεια για να μπορέσουν να κερδίσουν τον πόλεμο είχαν στραφεί στον Τίτο, ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας, και δεν δίστασαν μάλιστα να συμφωνήσουν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, το οποίο θα περιείχε και την ελληνική Μακεδονία. Η σκέψη αυτή των κομμουνιστών χωρίς τελικά να τους προσφέρει κάποιο ουσιαστικό όφελος κατέστησε το Κομμουνιστικό Κόμμα υπόλογο για εσχάτη προδοσία και επέτρεψε στις αστικές δυνάμεις να πραγματοποιήσουν αιματηρές διώξεις των κομμουνιστών τα επόμενα χρόνια.

Δείτε επίσης:
Η “μοναξιά” στα πεζογραφήματα του Ιωάννου


Γιώργος Ιωάννου "Ομίχλη" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Piet Mondrian


Ομίχλη

Ø Στο σύντομο αυτό κείμενο ο Ιωάννου αφήνει κατά μέρους τις αναμνήσεις από την παιδική και νεανική του ηλικία και μας μιλά για τη μεγάλη αγάπη που έχει στην ομίχλη που συχνά καλύπτει τη Θεσσαλονίκη. Το κείμενο αυτό είναι ουσιαστικά μια προσωπική εξομολόγηση του συγγραφέα, ο οποίος πιθανότατα νοσταλγεί την πόλη του και θυμάται ένα από τα στοιχεία της που αγαπούσε περισσότερο.
Ø Με την πρώτη κιόλας πρόταση του πεζογραφήματος «Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη...» ο Ιωάννου μας δηλώνει ότι δεν μένει πια στη Θεσσαλονίκη. Το 1971 ο συγγραφέας μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα και προφανώς γράφει εκεί αυτό το κείμενο κάποια στιγμή ανάμεσα στο 1971 που πήγε στην Αθήνα και το 1974 που κυκλοφόρησε η συλλογή «Η μόνη κληρονομιά».
Ø Τόσο η ομίχλη όσο και η πάχνη (η δροσιά, το νερό δηλαδή) πάνω στις στέγες που υπήρχε όταν ο καιρός ήταν κρύος, είναι στοιχεία χαρακτηριστικά της πόλης του συγγραφέα που του θυμίζουν παλιότερες εποχές, τότε που η παρουσία πάχνης σήμαινε για τους κατοίκους ότι τα λάχανα στα χωράφια τους θα γίνονταν πιο γλυκά. Η αναφορά αυτή μας γυρίζει σαφώς σε περιόδους που η Ελλάδα ήταν μια κυρίως αγροτική χώρα και οι κάτοικοι ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τον καιρό, καθώς αυτός επηρέαζε άμεσα την παραγωγή τους. Για τον συγγραφέα οι εποχές αυτές ήταν εποχές αθωότητας και μεγαλύτερης επαφής με τη φύση.
Ø Ο συγγραφέας ανυπομονούσε να περπατήσει μέσα στην πόλη καλυμμένος από την προστατευτική παρουσία της ομίχλης, η οποία του επέτρεπε να περπατά αθέατος, μιας και περιοριζόταν κατα πολύ η ορατότητα. Επειδή όμως το φυσικό αυτό φαινόμενο εμφανιζόταν κυρίως τις πρωινές ώρες που ο Ιωάννου εργαζόταν πολλές φορές έχανε την ευκαιρία να απολαύσει την ομίχλη, η οποία διαλυόταν από έναν ήλιο «ιδιαίτερα δυσάρεστο». Τις μεσημεριανές ώρες η παρουσία του ήλιου γινόταν εντονότερη και με τη ζέστη που δημιουργούσε διέλυε την ομίχλη, γεγονός που ενοχλούσε το συγγραφέα που θα προτιμούσε την πόλη μέσα στην ομίχλη παρά μια ηλιόλουστη ημέρα.
Ø Υπήρχαν όμως μέρες που η ομίχλη εμφανιζόταν το απόγευμα και τότε ο συγγραφέας άλλαζε ό,τι σχέδια είχε για να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να περπατήσει μέσα στην πυκνή ομίχλη. Η ομίχλη όπως μας λέει είναι πιο πυκνή από τον αέρα και γι’ αυτό όταν περπατάς μέσα σε αυτή σε «στηρίζει». Εδώ ο συγγραφέας μπορεί να κυριολεκτεί, υπό την έννοια ότι μπορείς να αισθανθείς γύρω σου την ομίχλη ή να χρησιμοποιεί το ρήμα στηρίζει μεταφορικά, εννοώντας ότι στηρίζει μέσα σου τη διαφορετική διάθεση που δημιουργεί το μεταμορφωμένο από τον ομίχλη τοπίο.
Ø «Ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.» Ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν του αρέσει απλά να περπατά στην ομίχλη, του αρέσει να βρίσκεται στο λιμάνι της πόλης όταν υπάρχει ομίχλη. Ο παραλιακός δρόμος της Θεσσαλονίκης είναι ένα από τα ωραιότερα σημεία της πόλης και με την παρουσία της ομίχλης γίνεται για το συγγραφέα ακόμη θελκτικότερος. Με την αναφορά αυτή στο λιμάνι ο συγγραφέας μας προετοιμάζει για τη μεταφορά της αφήγησής του στην περιοχή του λιμανιού, κάτι που θα γίνει λίγο πιο μετά.
Ø Η ομίχλη σε συνδυασμό με μια πολύ απαλή βροχή, η οποία ίσα που μουσκεύει τα μαλλιά, μεταμορφώνουν την πόλη και όλα μοιάζουν πιο όμορφα, σχεδόν μαγικά. Μέσα στην ομίχλη έπαιρναν νόημα τα φώτα και οι ήχοι, όπως λέει ο Ιωάννου, εννοώντας ότι βλέποντας τα φώτα της πόλης και ακούγοντας τους ήχους μέσα σε ένα τοπίο πνιγμένο από την ομίχλη όλα αυτά ήταν τόσο διαφορετικά που σχεδόν αποκτούσαν ένα νόημα, ήταν δηλαδή σα να επιχειρούσαν να περάσουν κάποιο μήνυμα.
Ø Η αλλαγή που έφερνε η ομίχλη στην πόλη ήταν ένας βασικός λόγος για τον οποίο άρεσε τόσο πολύ στον Ιωάννου να περπατά μέσα στην πόλη, καθώς δεν μπορούσε να δει καθαρά γύρω του και όλα έπαιρναν μια διαφορετική σημασία. Ακόμη και οι πολυκατοικίες γίνονταν πιο ελκυστικές μέσα στην ομίχλη. Οι πολυκατοικίες που αποτελούν το σύμβολο της σύγχρονης ζωής και που φαίνονται ιδιαίτερα ενοχλητικές στους παλαιότερους ανθρώπους που είχαν συνηθίσει να ζουν σε πόλεις με χαμηλά σπίτια, αποκτούν ακόμη κι αυτές μια ωραία όψη μέσα στο θολό τοπίο που δημιουργεί η ομίχλη.
Ø Ο συγγραφέας περπατώντας φτάνει στο καφενείο του λιμανιού, που δεν υπάρχει πια μιας και το έχουν γκρεμίσει από χρόνια. Εκεί συνήθιζε ο συγγραφέας να συναντιέται με τους φίλους του παλιά αλλά τώρα πολλοί από αυτούς έχουν πεθάνει ή έχουν φύγει οριστικά από τη χώρα. Με την αναφορά στο καφενείο του λιμανιού το κείμενο περνά από το πραγματικό στο υπερρεαλιστικό. Πλέον ο συγγραφέας περνά στο χώρο των αναμνήσεων, της νοσταλγίας και μιας υπερφυσικής επαφής με τους νεκρούς. Βρισκόμενος στην περιοχή που υπήρχε κάποτε το καφενείο ο συγγραφέας βλέπει τις σκιές των ανθρώπων που έχουν πεθάνει και που κανείς από αυτούς δεν μπορεί πια να συνομιλήσει και να κάνει παρέα με το συγγραφέα.
Ø Ο Ιωάννου βυθίζεται σ’ ένα κόσμο αναμνήσεων και νοσταλγίας, παρατηρώντας τις σκιές των νεκρών που μόνο σε μια τόσο υποβλητική ατμόσφαιρα όπως αυτή που δημιουργείται από την ομίχλη μπορούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Ø Κάποιες σκιές πηγαίνουν προς τον Πύργο του Αίματος. Πύργος του Αίματος ονομαζόταν ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης γιατί εκεί στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Τούρκοι πήγαιναν τους Έλληνες που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και άφηναν τους Γενίτσαρους να τους σκοτώσουν. Οι Γενίτσαροι ήταν Έλληνες που οι Τούρκοι τους είχαν πάρει από τους γονείς τους όταν ακόμη ήταν παιδιά (παιδομάζωμα) και τους είχαν εκπαιδεύσει για να μισούν και να σκοτώνουν τους Έλληνες.
Ø Η πραγματική ομίχλη ξεκινά από κάποιο ψηλότερο σημείο της πόλης σχολιάζει ο Ιωάννου αλλά η ομίχλη που φέρνει μαζί της τις σκιές των νεκρών ξεκινά από τα όνειρα. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε όλες αυτές τις μνήμες που για καιρό έμειναν καταπιεσμένες και τώρα με τον καιρό έχουν αρχίσει να έρχονται στην επιφάνεια. Όπως το νερό που βράζει και ο ατμός μετακινεί σιγά – σιγά το καπάκι της κατσαρόλας, έτσι και όλες αυτές οι επίπονες αναμνήσεις που χρόνια τώρα προσπαθούσε ο συγγραφέας να κρατήσει μέσα του έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχό του και να βγαίνουν στην επιφάνεια. Αυτές οι αναμνήσεις του φέρνουν στο μυαλό τις σκιές των νεκρών που βλέπει και ακολουθεί μέσα στην ομίχλη.
Ø Από το σημείο αυτό: «Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα.» ο συγγραφέας αφήνει τον παρατατικό και τον αόριστο, τους χρόνους που χρησιμοποιούμε για γεγονότα του παρελθόντος και αρχίζει να χρησιμοποιεί τον ενεστώτα, μεταφέροντας αυτά που περιγράφει στο παρόν και δίνοντάς τους μεγαλύτερη ζωντάνια. Παρόλο που συνεχίζει να μιλά για όσα συνήθιζε να κάνει με το να χρησιμοποιεί ενεστώτα μας μεταφέρει πιο άμεσα αυτά που αναφέρει και μας παρουσιάζει με περισσότερη ένταση αυτή την επαφή του με τις σκιές του παρελθόντος. (Ακολουθώ... Περπατώ... Φτάνω.... Φεύγω....)
Ø Καθώς η ορατότητα μέσα στην ομίχλη είναι πολύ περιορισμένη κάθε φιγούρα ανθρώπου που βλέπει ο συγγραφέας του φέρνει στο μυαλό κάποιον φίλο ή κάποιον συγγενή που έχει χάσει από καιρό, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δύσκολων εποχών που πέρασε μεγαλώνοντας. Πόλεμοι, αρρώστιες, κατοχή μετανάστευση, δικτατορία, είναι περίοδοι γεμάτοι θανάτους και αποχωρήσεις που έχουν πληγώσει ανεπανόρθωτα τον συγγραφέα.
Ø Ο συγγραφέας περπατά στους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης κοιτάζοντας κάτω αλλά δε βλέπει πια ούτε το χορτάρι που παλιότερα φύτρωνε ανάμεσα στις πέτρες. Ο θάνατος έχει κυριαρχήσει παντού. Θάνατος της φύσης, θάνατος των ανθρώπων που αγαπούσε αλλά και μετανάστευση ένας μόνιμος αποχωρισμός που γίνεται εν ζωή. Κανένας θάνατος δεν είναι καλός
Ø Ο συγγραφέας περπατά μέσα σε μια πορεία γεμάτη θάνατο, θάνατο ανθρώπων αλλά και θάνατο της φύσης και εκφράζει μια ευχή που πολλές φορές έχει στηρίξει τους ανθρώπους στις δύσκολες στιγμές «και να ‘ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πώς θα τους ξαναβρούμε όλους». Η ελπίδα για τη μετά θάνατο ζωή είναι μια παρήγορη σκέψη για το συγγραφέα, ο οποίος ελπίζει να είναι αλήθεια και να μπορέσει κάποτε να συναντήσει ξανά όλους όσους έχασε όλα αυτά τα χρόνια.
Ø Ο συγγραφέας κινείται από το λιμάνι προς το Λευκό Πύργο και από εκεί προς την Άνω Πόλη όπου βρίσκεται η Πορτάρα, η μεσαία Πύλη, που οδηγεί στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης. Σε συμβολικό επίπεδο η Πορτάρα, η πύλη που οδηγεί στην Ακρόπολη, δηλώνει την πύλη του θανάτου, την πύλη που θα του επέτρεπε να περάσει και αυτός στον κόσμο των νεκρών. Οι σκιές του γνέφουν περάσει την πύλη και να τις ακολουθήσει στον κόσμο των νεκρών αλλά εκείνος αρνείται. Μόνο κάποιο αγαπημένο πρόσωπο θα τον πείσει να περάσει αυτή την πόλη, όταν δηλαδή δε θα προσπαθεί να ακολουθήσει σκιές αλλά κάποιον άνθρωπο που να αγαπά πραγματικά.
Ø Ο συγγραφέας απομακρύνεται από την πύλη του θανάτου και επιστρέφει στην κίνηση και τα φώτα της πόλης. Επιστρέφει δηλαδή στην πραγματικότητα, αφήνοντας προς το παρόν τις σκιές πίσω του αλλά το μυαλό του τελικά παραμένει σε αυτές και σε όσα είδε μέσα στην ομίχλη, μέσα στον κόσμο των αναμνήσεων.
Ø Στην προσπάθειά του να ξεχάσει τις μνήμες του παρελθόντος ο συγγραφέας συνηθίζει να περπατά πολύ τις νύχτες που έχει ομίχλη, γιατί νιώθει ότι με το περπάτημα, με τη σωματική άσκηση, τα βάσανα υποχωρούν σιγά – σιγά και περνούν από τα πόδια στο υγρό χώμα, φεύγοντας από πάνω του.

Γιώργος Ιωάννου "Τα περιστέρια" και "Τα λεμόνια ήταν ακριβά" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Τα περιστέρια

Περίληψη του κειμένου: Το διήγημα αναφέρεται στην ιστορία ενός πνευματικά ασταθή νεαρού, ο οποίος αφού απελευθέρωσε τα περιστέρια που φρόντιζε, προσπάθησε να μαχαιρώσει τη μητέρα του. Ο νεαρός θα κλειστεί σε ίδρυμα όπου και θα πεθάνει. 

- Το κείμενο αυτό μας παρουσιάζει ένα ακόμη περιστατικό από τα παιδικά χρόνια του Ιωάννου, ο οποίος επιχειρεί να μας δώσει μια εικόνα από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στα δύσκολα χρόνια που ο ίδιος μεγάλωσε.
- Η οικογένεια του Ιωάννου εκείνη την περίοδο κατοικούσε σ’ ένα οίκημα όπου υπήρχαν κι άλλοι συγκάτοικοι με τους οποίους μοιράζονταν κάποιους κοινόχρηστους χώρους. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας που εξαναγκάζει τον συγγραφέα να συνυπάρξει με άτομα που έχουν διάφορα προβλήματα είτε ψυχολογικά, όπως ο καμπούρης του διηγήματος είτε υγείας, όπως ο φθισικός.
- Οι δύσκολες αυτές συνθήκες διαβίωσης προσθέτουν ένα ακόμη κομμάτι στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα που μεγαλώνοντας έζησε άσχημες καταστάσεις και ανυπόφορες δυσκολίες, ικανές να τραυματίσουν ψυχολογικά οποιονδήποτε άνθρωπο.
- Στο διήγημα αυτό ο συγγραφέας – αφηγητής είναι δραματοποιημένος, αποτελεί δηλαδή ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, και ως εκ τούτου μας αφηγείται όσα διαδραματίστηκαν με εσωτερική εστίαση, μέσα από την προσωπική του δηλαδή αντίληψη, όπως ο ίδιος τα έζησε και τα εξέλαβε.
- Η χρονική παράθεση των γεγονότων ακολουθεί μια γραμμική σειρά, καθώς ο Ιωάννου μας δίνει τα γεγονότα με τη σειρά που συνέβησαν, χωρίς να καταφεύγει σε αναδρομές. Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί η παρέκβαση που γίνεται σχετικά με τον φθισικό, η ιστορία του οποίου δεν σχετίζεται άμεσα με την ιστορία του καμπούρη. Παρατίθεται γιατί ο φθισικός είναι ένα από τους συγκατοίκους της οικογένειας του συγγραφέα και συνεισφέρει δίνοντας ένα ακόμη στοιχείο για τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες ζούσε τότε ο Ιωάννου.
- Το ύφος του συγγραφέα είναι, όπως στα περισσότερα κείμενα της συλλογής, λιτό με απλή γλώσσα και αμεσότητα στην απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων. Συναντάμε επίσης και μια ειρωνική διάθεση από τον Ιωάννου στο σημείο που αναφέρεται στην αργοπορημένη επέμβαση της αστυνομίας. Το χιουμοριστικό του σχόλιο, άλλωστε, ότι «έπρεπε να κάνεις αίτηση για να έρθουν να σε συλλάβουν» είναι αρκετά επικριτικό για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια.
- Ο τίτλος του διηγήματος οφείλεται στον πολυσήμαντο ρόλο των περιστεριών σε αυτήν την ιστορία. Τα περιστέρια αποτελούν τη βασική φροντίδα του καμπούρη ο οποίος προχωρά σε μια συμβολική απελευθέρωσή τους λίγο προτού επιχειρήσει και ο ίδιος να απελευθερωθεί από την μητέρα του που τον καταπίεζε. Τα περιστέρια παράλληλα με την αθωότητά τους και τα παιχνιδίσματά τους στον αέρα, δίνουν μια εικόνα γαλήνης και διασκέδασης λίγο προτού τα γεγονότα πάρουν μια άσχημη τροπή με την απόπειρα δολοφονίας.
- Ο Ιωάννου για ακόμη μια φορά, παρά το γεγονός ότι μας διηγείται γεγονότα πολύ δυσάρεστα, επιχειρεί να δώσει μια πιο ευχάριστη νότα σε όσα έχουν συμβεί εστιάζοντας την αφήγησή του σε κάτι το ανάλαφρο, όπως είναι το παιχνίδισμα των περιστεριών. Η αισιοδοξία, άλλωστε, είναι βασικό χαρακτηριστικό του Ιωάννου ο οποίος επιθυμεί να δίνει στα κείμενά του, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο, μια αίσθηση ελπίδας.
- Η αναφορά στην απόπειρα δολοφονίας της μητέρας γίνεται με συνοπτικό τρόπο και η αφήγηση αλλάζει αμέσως τόνο με την ειρωνική αντιμετώπιση της αργοπορημένης αστυνομικής επέμβασης αλλά και της κουτσομπολίστικης διάθεσης με την οποία οι σύνοικοι του καμπούρη αντιμετωπίζουν το γεγονός. Το δραματικό γεγονός της απόπειρας του γιου να σκοτώσει τη μητέρα του, γίνεται για τα γειτονικά πρόσωπα ένα καυτό θέμα συζήτησης, χωρίς όμως μελοδραματισμό και ένταση.
- Οι Αρβανίτες είναι πληθυσμιακή ομάδα της Ελλάδας, τα μέλη της οποίας μιλούν τα Αρβανίτικα, κλάδο της τοσκικής διαλέκτου της αλβανικής γλώσσας. Κατάγονται από αλβανόφωνους πληθυσμούς οι οποίοι μετακινήθηκαν κυρίως στη νότια και κεντρική Ελλάδα από την νότια Αλβανία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ιδίως μεταξύ του 13ου και 16ου αιώνα λόγω διάφορων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της εποχής.

Τα λεμόνια ήταν ακριβά

Περίληψη του κειμένου: Με αφορμή τα σημάδια στον τοίχο ενός κτιρίου της πόλης, τα οποία προέκυψαν ύστερα από τη ρίψη χειροβομβίδας κατά των Γερμανών που είχαν εκεί τα γραφεία τους, ο συγγραφέας θυμάται επώδυνες εμπειρίες από τα χρόνια της κατοχής. Η πλέον προσωπική και επίπονη μνήμη για το συγγραφέα είναι εκείνη από την οποία αντλείται και ο τίτλος του διηγήματος. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή της κατοχής ο συγγραφέας, όπως και άλλοι συμπολίτες του, είχαν αναγκαστεί να υποστούν το ταπεινωτικό παιχνίδι των Γερμανών στρατιωτών, οι οποίοι τους πετούσαν λεμόνια από ψηλά για να τους χτυπήσουν και οι Έλληνες αντί να απομακρυνθούν προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μαζέψουν τα πολύτιμα αυτά λεμόνια, μη έχοντας τίποτε άλλο για να τραφούν. 

- Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας – αφηγητής είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας γι’ αυτό και η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Φτάνει μάλιστα σε ιδιαίτερα εξομολογητικό τόνο όταν ο Ιωάννου μιλά για τις ταπεινώσεις που έχει υποστεί στη ζωή του.
- Το ύφος του κειμένου χαρακτηρίζεται από την καθιερωμένη απλότητα της γραφής του Ιωάννου, ο οποίος δεν καταφεύγει σε μελοδραματισμούς και υπερβολές στην έκφρασή του παρά το γεγονός ότι αυτό το γεγονός που περιγράφει είναι, κατά δική του ομολογία, ένα από τα πλέον ταπεινωτικά της ζωής του.
- Η διήγηση του γεγονότος γίνεται συνειρμικά και με αναδρομές στο χρόνο της αφήγησης μιας και ο Ιωάννου ξεκινά από το παρόν και από την διαπίστωση ότι το σημάδι στον τοίχο (από την έκρηξη της χειροβομβίδας) φαίνεται ελάχιστα. Στη συνέχεια περνά στην αναφορά των στοιχείων που σχετίζονται με την ταυτότητα του κτιρίου κι έπειτα μας αναφέρει τα γεγονότα που οδήγησαν κάποιον Έλληνα να εκδικηθεί τους Γερμανούς πετώντας τους μια χειροβομβίδα. Η όλη αφήγηση του γεγονότος εμπλουτίζεται και μ’ άλλα περιστατικά που βοηθούν τον αναγνώστη να σχηματίσει μια πληρέστερη εικόνα για τη συμπεριφορά των Γερμανών κατακτητών και τη δικαιολογημένη αγανάκτηση των Ελλήνων.
- Ο συγγραφέας μιλώντας για τον εαυτό του στην αρχή του κειμένου, κάνοντας έτσι ξεκάθαρη την προσωπική του εμπλοκή στα διαδραματιζόμενα γεγονότα, αναφέρει ότι ποτέ δεν ξεχνά όσα συνέβησαν. Η επίμονη ενασχόληση του συγγραφέα με τα γεγονότα του παρελθόντος είναι αφενός εμφανής από το περιεχόμενο των περισσότερων διηγημάτων του, όπου ξανά και ξανά επιστρέφει στο παρελθόν του και αφετέρου είναι απόλυτα δικαιολογημένη μιας και η σκληρότητα όσων έχει ζήσει καθιστά λογική και αναμενόμενη την εμμονή του με το παρελθόν.
- Ο Ιωάννου μας διηγείται σε αυτή την ιστορία ένα από τα περιστατικά που ο ίδιος θεωρεί ως μια από τις πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής του. Η πείνα αναγκάζει τον συγγραφέα μαζί με όσους βρέθηκαν σ’ εκείνο το σημείο να πέσουν στο δρόμο για να μαζέψουν τα λεμόνια που πετούσαν οι Γερμανοί, προσφέροντας στους κατακτητές την ευκαιρία να γελάσουν εις βάρος τους και να τους εξευτελίσουν. Το γεγονός ότι έφτασε στο σημείο να μαζεύει από το δρόμο λεμόνια, με τους Γερμανούς να γελάνε και να διασκεδάζουν με την κατάντια του, με τον ξεπεσμό γενικότερα των Ελλήνων, είναι κάτι που έχει πληγώσει πάρα πολύ τον Ιωάννου.
- Από το Μάιο του 1941 μέχρι τον Οκτώβρη του 1944 η Ελλάδα βρέθηκε υπό γερμανική κατοχή. Οι θάνατοι απ' την πείνα σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής ξεπέρασαν, όπως γράφτηκε, τις 260.000. Η πείνα έπληξε κύρια τις λαϊκές τάξεις. Αυτούς, όμως, που κυριολεκτικά θέρισε η πείνα ήταν τα βρέφη, τα μικρά παιδιά και τους πολύ ηλικιωμένους.
- Ο Ιωάννου ξεκινά τη διήγησή του αναφέροντας ότι θεωρεί σημαντικό να μην ξεχαστούν τα γεγονότα που οδήγησαν στην πρόκληση ζημιών σ’ ένα κτίριο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου υπήρχαν τα γραφεία Γερμανών αξιωματικών. Οι ζημιές στο κτίριο δεν είναι πλέον ορατές, πέρα από ένα αδιόρατο σημάδι κάτω από το χρώμα του τοίχου κι αυτό ανησυχεί τον συγγραφέα, ο οποίος πιστεύει ότι πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε τι είχε συμβεί τότε.
- Η αναφορά στην περίπτωση του κουρέα που εξαναγκάστηκε από την Γερμανίδα αξιωματικό να την ικανοποιεί ερωτικά, δείχνει την εξουσία που είχαν τότε οι κατακτητές πάνω στους Έλληνες.
- Η αναφορά στα γέλια των Γερμανών όταν οι Έλληνες χριστιανοί έκαναν την περιφορά του επιταφίου έρχεται να ενισχύσει την εικόνα της αλαζονείας που είχαν οι Γερμανοί, που δεν δίσταζαν να χλευάσουν ακόμη και τα ιερά σύμβολα των Ελλήνων.
- Οι ταπεινώσεις που επέβαλαν οι κατακτητές στους Έλληνες ήταν συνεχείς και επέτειναν τον πόνο των Ελλήνων που είχαν χάσει όχι μόνο την ελευθερία τους αλλά και την αξιοπρέπειά τους.
- Το παιχνίδι των Γερμανών που πετούσαν λεμόνια στους πεινασμένους περαστικούς δείχνει σε τι σημείο αποθράσυνσης είχαν φτάσει και πόσο ελάχιστα εκτιμούσαν τη ζωή και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού.
- Η χειροβομβίδα που πετάχτηκε στα γραφεία των Γερμανών αξιωματικών ήρθε σύμφωνα με το συγγραφέα ως μια δίκαιη τιμωρία για την απαράδεκτη συμπεριφορά τους.
- Ο συγγραφέας, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν πληγωθεί πολύ στη ζωή τους, θέλει να πιστεύει ότι υπάρχει μια ανώτερη μορφή δικαιοσύνης που επιβάλλεται από το Θεό και ότι η δικαιοσύνη αυτή δεν θα αφήσει ατιμώρητους τους Γερμανούς και όσους έχουν φερθεί με τόση σκληρότητα σε άλλους ανθρώπους.

Δείτε επίσης:

Η πολιτική στα ποιήματα του Καβάφη


Γιώργος Ιωάννου "Η μόνη κληρονομιά"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Piet Mondrian

Η μόνη κληρονομιά



Περίληψη του κειμένου: Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό παρακολουθεί την ιστορία των άμεσων προγόνων του και διαπιστώνει ότι όλοι οι άντρες στην οικογένειά του πεθαίνουν λίγο μετά τα πενήντα τους χρόνια. Η συνειδητοποίηση αυτή προκαλεί ανησυχία στο συγγραφέα που θεωρεί ότι ενδέχεται να έχει την ίδια τύχη. 

- Ο συγγραφέας μας λέει ότι όσο ζούσαν οι γιαγιάδες του και μπορούσε να ρωτήσει για την ιστορία της οικογένειάς του δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα, τώρα όμως που ο ίδιος μεγάλωσε και έχουν πεθάνει όλες οι γιαγιάδες του, τώρα έχει πολλές απορίες. Η παραδοχή αυτή του συγγραφέα είναι κοινή για πολλούς ανθρώπους, καθώς οι περισσότεροι όσο είναι νέοι ελάχιστα ενδιαφέρονται για τις ρίζες τους και για τους προγόνους τους ενώ όταν μεγαλώσουν και αρχίσουν να έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους θνητότητα, επιθυμούν να γνωρίσουν καλύτερα τη μοίρα των προγόνων τους.
- Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται στις γιαγιάδες του καθώς όλοι οι άντρες της οικογένειάς του πέθαναν νωρίς.
- Ο συγγραφέας όταν ήταν νεότερος θύμωνε με τις γιαγιάδες του που δεν εκτιμούσαν τη ζωή τους στη Θεσσαλονίκη και αναπολούσαν την Ανατολική Θράκη. Ο Ιωάννου ένιωθε ότι δεν εκτιμούσαν όλα όσα είχαν αποκτήσει στη νέα τους πατρίδα αλλά η αλήθεια είναι ότι απλά ο ίδιος δε γνώριζε πόσο καλύτερη ήταν η ζωή που εκείνες είχαν στη Θράκη και πόσο σπουδαία πράγματα έχασαν με την προσφυγιά.
- Ο Ιωάννου δεν έχει παιδιά και ούτε πρόκειται να αποκτήσει γι’ αυτό και σκέφτεται ότι δε θα μπορέσει να δώσει το όνομά του σε κάποιο εγγόνι.
- Ο ένας προπάππους του συγγραφέα πέθανε από το «κακό σπυρί», κάποιο πυώδες απόστημα δηλαδή που προφανώς μόλυνε το αίμα του προκαλώντας πιθανότατα σηψαιμία.
- Ο άλλος προπάππους του πέθανε από πόνους στην κοιλιά, χωρίς να γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η πάθησή του. Το μόνο που παρηγορεί το συγγραφέα είναι ότι και οι δύο πέθαναν στην πατρίδα τους, την Ανατολική Θράκη.
- Οι παππούδες του συγγραφέα πέθαναν στην προσφυγιά. Ο ένας παππούς (ο πατέρας της μητέρας του συγγραφέα) με την οικογένειά του πήγε πρώτα στη Σαμοθράκη, όπου ο τόπος δεν τους φάνηκε κατάλληλος κι έτσι συνέχισαν για την Καβάλα. Εκεί ο παππούς του Ιωάννου δεν μπόρεσε να βρει πουθενά δουλειά και από τον καημό του πέθανε. Αυτό συνέβη περίπου το 1916 όταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι είχαν εισβάλει στην Ανατολική Μακεδονία. Μετά το θάνατο του παππού και όταν πλέον οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί και συνθηκολογήσει (1918), η γυναίκα του πήρε τις κόρες τους (η μία ήταν η μητέρα του Ιωάννου) και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Τις κόρες τις άφησε να μείνουν κοντά σε συμπατριώτες της και εκείνη ξεκίνησε με τα πόδια για την Ανατολική Θράκη (μάλλον το 1921). Ένα χρόνο περίπου έμεινε στην Ανατολική Θράκη στο παλιό τους σπίτι, καλλιέργησε τα κτήματα, έκανε όλες τις δουλειές που συνήθιζε να κάνει αλλά αναγκάστηκε να φύγει πάλι γιατί είχε γίνει η Καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Τη γιαγιά αυτή την έλεγαν Μόσχω και την είχε βαφτίσει κάποιος Ρώσος αξιωματικός το 1878, όταν είχε γίνει η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Δεν μας λέει πότε πέθανε αλλά σχολιάζει ότι πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία.
- Ο δεύτερος παππούς (ο πατέρας του πατέρα του) έχοντας εγκατασταθεί από το 1913 (ίσως και νωρίτερα) στη Θεσσαλονίκη είχε ανοίξει ένα μαγαζί που έφτιαχνε γιαούρτι, το οποίο πήγαινε πολύ καλά. Όταν όμως το 1917 ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, κάηκε και το μαγαζί. Ο παππούς για λίγο καιρό πουλούσε γιαούρτι ως πλανόδιος πωλητής αλλά τελικά πέθανε από τη στεναχώρια του για το μαγαζί.
- Η γυναίκα εκείνου του παππού έζησε αρκετά χρόνια ακόμη και στο μεταξύ πέθαναν τα τέσσερα αγόρια της. Η γιαγιά αυτή ήταν, όπως λέει ο συγγραφέας, πολύ όμορφη και ο άντρας της είχε μαχαιρώσει έναν Τούρκο για χάρη της.
- Από τους τέσσερις γιους της πρώτος πέθανε ο δευτερότοκος λίγο μετά το 1936 από φυματίωση. Ο Ιωάννου μας διηγείται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπημένος με αυτόν το θείο του και ότι είχαν πάει να παρακολουθήσουν από κοντά την επιστροφή του βασιλιά. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β είχε εξοριστεί μετά την καταστροφή της Σμύρνης γιατί λίγο πριν τις εκλογές του 1923 στρατιωτικοί που ανήκαν στον κύκλο του είχαν επιχειρήσει δια της βίας να καταλάβουν την εξουσία. Το 1936 πάντως μετά από ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα αποφασίστηκε να επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα. Με το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ο Γεώργιος Β θα φύγει ξανά από την Ελλάδα και θα επιστρέψει το 1946 ύστερα από ένα ακόμη δημοψήφισμα.
- Ο άλλος θείος του συγγραφέα πέθανε, επίσης, κάποια στιγμή μετά το 1936 εξόριστος σε κάποιο ξερονήσι. Αυτός ο θείος ήταν κομμουνιστής και οι γονείς του Ιωάννου δεν ήθελαν να έχουν σχέσεις μαζί του γι’ αυτό και ο συγγραφέας τον έβλεπε σπάνια. Τον είδε για τελευταία φορά όταν τον είχαν συλλάβει και τον πέρασαν οι αστυνομικοί με τις χειροπέδες μπροστά από το σπίτι της οικογένειάς του. Ο θείος αυτός μοίραζε κομμουνιστικά φυλλάδια στους εργάτες και όταν οι καπνεργάτες το Μάη του 1936 ξεσηκώθηκαν συμμετείχε στις διαδηλώσεις τους. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων συνελήφθη και φυλακίστηκε. Από τον Αύγουστο του 1936 στην Ελλάδα ξεκινά η δικτατορία του Μεταξά και οι κομμουνιστές βρίσκονται πλέον υπό διωγμό.
- Ο τρίτος γιος που πέθανε ήταν από πολλά χρόνια μετανάστης στον Παναμά όπου εκεί γίνονταν τα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας. Ο θείος αυτός του Ιωάννου πέθανε έγκλειστος σε τρελάδικο αλλά ο συγγραφέας δε γνωρίζει λεπτομέρειες για την ασθένεια του θείου του.
- Ο τέταρτος γιος που πέθανε ήταν ο πατέρας του συγγραφέα. Ο Ιωάννου μη θέλοντας να εκφράσει τη συγκίνησή του αναφέρεται στο θάνατο του πατέρα του με συντομία. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί όταν καθιερώθηκε το δημοκρατικό σύνταγμα στην Τουρκία από τους Νεότουρκους, στις 29 Οκτωβρίου 1908 και πέθανε (όπως γνωρίζουμε από τους βιογράφους του συγγραφέα) στις 26 Μαΐου 1962.
- Ο συγγραφέας έχοντας εξετάσει την ιστορία της οικογένειάς του συνειδητοποιεί ότι όλοι οι άντρες πέθαναν ανάμεσα στα 50 με 60 τους χρόνια από κάποια ασθένεια, γεγονός που τον κάνει να φοβάται ότι και ο ίδιος θα έχει την ίδια τύχη. (Πραγματικά ο συγγραφέας πεθαίνει στα 58 του χρόνια). Ένας γιατρός που ρώτησε ο Ιωάννου του είπε ότι τα αγόρια ζουν όσο και ο πατέρας τους και αυτό του προκάλεσε θυμό και απογοήτευση αλλά κλείνοντας το διήγημα επιχειρεί να διασκεδάσει το φόβο του λέγοντας ότι γίνονται καμιά φορά και θαύματα.

Δείτε επίσης:

Εργασίες για τον Ιωάννου - Η μόνη κληρονομιά (Modern Greek A Level)


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...