Florian Ritter
Γιώργος Ιωάννου "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς" Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε.
Γιώργος Ιωάννου "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς" Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε.
Ο συγγραφέας
κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους: εκείνον της πόλης και εκείνον
των προσφύγων. Πώς περιγράφει τον καθένα από αυτούς; Ποιες αντιθέσεις μπορείτε
να εντοπίσετε στα χαρακτηριστικά τους;
Στους προσφυγικούς συνοικισμούς η
ζωή κινείται σε πιο ανθρώπινους ρυθμούς, καθώς τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να
παίζουν στους ανοιχτούς χώρους και οι μεγαλύτεροι μαζεύονται στα καφενεία, όπου
μπορούν να βιώνουν την οικειότητα που τους προσφέρει η κοινή τους μοίρα. Το
δέσιμο μεταξύ των προσφύγων είναι έντονο, μιας και οι άνθρωποι αυτοί, έστω κι
αν έχουν συγκεντρωθεί εκεί από διάφορα μέρη του ελληνισμού, τουλάχιστον
αναγνωρίζουν μεταξύ τους την κοινή τους πορεία. Συνυπάρχουν αρμονικά και
διατηρούν σταθερά τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη ζωή τους στον τόπο της
καταγωγή τους, έχουν ακόμη συναίσθηση της ανθρωπιάς τους κι αυτό μας το
παρουσιάζει ο συγγραφέας όταν τους βλέπει να τον χαιρετούν, χωρίς να
παραξενεύονται για την εκεί παρουσία του, παρόλο που τους είναι ξένος.
Αντίθετα, στην πόλη η ζωή
κινείται με φρενήρης ρυθμούς και οι άνθρωποι αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο,
παρά το γεγονός ότι κινούνται πλάι – πλάι στους ίδιους δρόμους και στις ίδιες
πολυκατοικίες. Όταν ο συγγραφέας σταματά να περπατά στο πεζοδρόμιο που
βρίσκεται, κανείς δε σταματά για να τον ρωτήσει αν του συμβαίνει κάτι, όλοι τον
προσπερνούν αδιάφορα. Ο Ιωάννου βιώνει έντονα αυτή την αποξένωση ακόμη και στο
χώρο όπου ζει, καθώς ακόμη και τους ανθρώπους με τους οποίους συγκατοικεί δεν
τους γνωρίζει. Άνθρωποι που κατοικούν στην ίδια πολυκατοικία, που τους χωρίζει
μια πόρτα, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν έχουν καμία διάθεση να
γνωριστούν.
Η ζωή στην πόλη μοιάζει απάνθρωπη
στο συγγραφέα και του δημιουργεί την αίσθηση ότι οι άνθρωποι εκεί έχουν ξεχάσει
πια τι σημαίνει να συνυπάρχεις μ’ ενδιαφέρον και αγάπη για το συνάνθρωπό σου.
Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να κρύβουν τον εαυτό τους και τις πράξεις τους
από τους ανθρώπους γύρω τους. Βρίσκονται στις πόλεις για να χάνονται, μιας και
η νέα μορφή της μοναξιάς θέλει τους ανθρώπους να είναι περισσότερο μόνοι τους
στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Όσο περισσότεροι άνθρωποι υπάρχουν σε μια
πόλη, τόσο μεγαλύτερη είναι η μοναξιά, αλλά και η ανωνυμία που επιτρέπει στους
ανθρώπους να επιδίδονται στις πιο παράδοξες και κάποτε παράνομες πράξεις.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το
γεγονός ότι ο συγγραφέας στις περιγραφές που δίνει για τους προσφυγικούς
συνοικισμούς αφιερώνει μεγάλο μέρος του κειμένου του στο να περιγράψει τα
χαρακτηριστικά κάθε φυλής που συνθέτει τους πλούσιους πολιτισμικά συνοικισμούς,
καθώς και την οικειότητα που αισθάνεται με αυτούς τους ανθρώπους. Αντιθέτως,
όταν αναφέρεται στην πόλη, οι άνθρωποι γίνονται ένα ανώνυμο ποτάμι προσώπων που
κινείται διαρκώς, χωρίς να δημιουργεί την ανάγκη στο συγγραφέα να επικεντρωθεί
χωριστά σε κάποιον από αυτούς τους ανθρώπους. Οι κάτοικοι της πόλης είναι
πολλοί, απρόσωποι και αδιάφοροι τόσο για τον συγγραφέα, όσο και μεταξύ τους.
Ποιες παρατηρήσεις
κάνει στην πρώτη παράγραφο του πεζογραφήματος ο συγγραφέας; Ποιες σκέψεις
διατυπώνει;
Ο συγγραφέας βρίσκεται σε κάποιο
καφενείο ενός προσφυγικού συνοικισμού και παρατηρεί τα παιδιά των προσφύγων
αλλά και τους ενήλικες πρόσφυγες την ώρα που επιστρέφουν από τη δουλειά. Το
ενδιαφέρον του Ιωάννου για τους πρόσφυγες είναι δεδομένο μιας κι ο ίδιος είναι
παιδί προσφύγων και αισθάνεται πως όλους τους πρόσφυγες του ενώνει η κοινή
μοίρα και τα κοινά βιώματα. Παρατηρεί, επομένως, με ενδιαφέρον τους ανθρώπους
αυτούς και θεωρεί πως έτσι όπως επιστρέφουν από τη δουλειά κουρασμένοι,
φαίνονται πιο αληθινοί, καθώς η κούραση στο πρόσωπό τους αναδεικνύει καλύτερα
την κοπιώδη πορεία που πέρασαν όλοι οι πρόσφυγες μέχρι να ενταχθούν στην τοπική
κοινωνία. Η κούραση και η ταλαιπωρία έχουν σημαδέψει τις ζωές των προσφύγων, οι
οποίοι έζησαν για πολλά χρόνια ένα συνεχή αγώνα μέχρι να κατορθώσουν να χτίσουν
τις ζωές τους από το μηδέν.
Ο Ιωάννου, βέβαια, όπως και οι
περισσότεροι άνθρωποι στους συνοικισμούς έχουν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, καθώς
είναι παιδιά προσφύγων και δεν έχουν οι ίδιοι βιώσει την εμπειρία της
προσφυγιάς. Έχουν ζήσει, όμως, τα χρόνια της φτώχιας και της πάλης των γονιών
τους για τη δημιουργία μιας σταθερής ζωής.
Εκείνο που ο συγγραφέας βρίσκει
ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι πρόσφυγες και τα παιδιά τους που
μεγάλωσαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς έχουν διατηρήσει αλώβητα τα
χαρακτηριστικά της φυλής τους, τόσο τα εξωτερικά όσο και τα στοιχεία του ήθους
και του χαρακτήρα τους. Παρέμειναν, δηλαδή, πιο γνήσιοι σε σχέση με τους
διεσπαρμένους πρόσφυγες, όπως είναι και ο Ιωάννου, οι οποίοι βρίσκονται σε
διάφορα σημεία της πόλης και δε ζουν μαζί με τους υπόλοιπους στους
συνοικισμούς. Πέρα από τους πρόσφυγες που ήρθαν μαζικά από τα μέρη της Τουρκίας
με την ανταλλαγή των πληθυσμών κι εγκαταστάθηκαν από το ελληνικό κράτος σε
συνοικισμούς, υπάρχουν και πρόσφυγες, όπως οι γονείς του Ιωάννου, που είχαν
έρθει νωρίτερα, όταν κατά καιρούς δημιουργούνταν ένταση ανάμεσα στους Έλληνες
και τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Ενώ, λοιπόν, οι πρόσφυγες που
ζουν διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης έχουν χάσει τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της φυλής τους κι έχουν αφομοιωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό με τον
ντόπιο πληθυσμό, οι πρόσφυγες που ζουν στους συνοικισμούς έχουν διατηρήσει τα
ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητάς τους κι έχουν παραμείνει περισσότερο αγνοί. Η
ζωή των προσφύγων στους συνοικισμούς διατηρεί τη ζεστασιά της ανθρώπινης
επαφής, σε αντίθεση με την απρόσωπη και αδιάφορη συνύπαρξη των ανθρώπων στις πόλεις.
Ο συγγραφέας, μάλιστα, σχολιάζει
ότι οι πρόσφυγες όταν τους συναντά σε άλλες περιοχές και σε άλλους χώρους του
φαίνονται διαφορετικοί, υπό την έννοια ότι πουθενά αλλού δεν αισθάνονται την
άνεση και την ασφάλεια που νιώθουν στους συνοικισμούς μαζί με τους συμπατριώτες
τους. Έτσι, ενώ στα πλαίσια των συνοικισμών οι πρόσφυγες νιώθουν ελεύθεροι να
εκφραστούν και να είναι απλά ο εαυτός τους, όταν βρίσκονται αλλού είναι σαφώς
πιο συγκρατημένοι και διστακτικοί, γι’ αυτό και ο συγγραφέας τους θεωρεί πιο γνήσιους
όταν βρίσκονται στους συνοικισμούς.
«Θαρρείς και γύρισα
επιτέλους στην πατρίδα»: Σε ποια επιστροφή αναφέρεται μ’ αυτά τα λόγια ο
αφηγητής;
Η οικογένεια του Ιωάννου είχε
έρθει στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη και παρόλο που ο συγγραφέας γεννήθηκε
στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για την αγαπημένη πατρίδα. Ενώ,
δηλαδή, ο ίδιος δεν είχε ζήσει τον πόνο της προσφυγιάς και δεν είχε γνωρίσει τα
μέρη καταγωγής του, είχε πάντοτε την αίσθηση ότι η πραγματική του πατρίδα ήταν
η Ανατολική Θράκη. Ερχόμενος, επομένως, σ’ επαφή με ανθρώπους που κατάγονται
από τα ίδια μέρη αισθάνεται ξαφνικά μια οικειότητα τέτοια που τον κάνει να
νιώθει πως γύρισε επιτέλους στην πατρίδα. Δεν πρόκειται βέβαια για κυριολεκτική
επιστροφή, αλλά για ένα αίσθημα ισχυρού δεσμού που ενώνει τους ανθρώπους που
προέρχονται από το ίδιο μέρος, κι αυτό το αίσθημα είναι πολύτιμο για το
συγγραφέα. Νιώθει ότι επιτέλους βρίσκεται ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους και
πως οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πατρίδα του.
«Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει
ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. Δεν έχει σημασία που δε
γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει
μονάχα τραβάει.» Ο συγγραφέας αισθάνεται ότι με τον τόπο καταγωγής του, αλλά
και με τους ανθρώπους που έχουν κοινή καταγωγή, τον ενώνουν ισχυροί δεσμοί
αίματος, γι’ αυτό και παρά το γεγονός ότι δε γνωρίζει στην πραγματικότητα τα
μέρη της Ανατολικής Θράκης, νιώθει πως όταν είναι μαζί με τους πρόσφυγες από τα
μέρη εκείνα, έρχεται σ’ επαφή με την πατρίδα του.
Είναι ενδιαφέρον πάντως το
γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν ένιωθε πάντοτε τόσο δεμένος με τον τόπο καταγωγής
του, καθώς όταν ήταν μικρός αντιδρούσε στην προφανή λατρεία που έδειχναν οι
δικοί του για την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά» ο
συγγραφέας μας αποκαλύπτει τις σκέψεις που έκανε μικρότερος για την
εξιδανίκευση της Ανατολικής Θράκης.
«Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι
γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα
σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο
ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια
είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις
άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η
νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να
κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με εξόργιζε. Θαρρούσα πως
κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το
στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα πράγματα πικρά και περιγελαστικά
για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες
όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως, απάνω στην αγανάκτησή τους,
περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και προπαντός ευγενικότερη, απ’
αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα,
όλοι.»
Να αποδώσετε σύντομα µε δικά σας λόγια τη βασική εικόνα της
παραγράφου: «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος … παραπονιάρικο βόμβο». Πώς συνδέεται µε το
υπόλοιπο πεζογράφημα;
Ο αφηγητής όταν περπατάει στους μεγάλους δρόμους της πόλης
βλέπει και ακούει γύρω του να περπατάνε πάρα πολλοί άνθρωποι και συχνά σταματά
στη μέση του πεζοδρομίου, όπου διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι τον προσπερνούν
αδιάφοροι. Αντί να σταματήσουν για λίγο, περνούν άλλοι δεξιά και άλλοι αριστερά
του, συνεχίζοντας τη βιαστική τους πορεία, προκαλώντας του την αίσθηση πως ίσως
θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να μικρύνει την παρουσία του, να χαμηλώσει το κορμί
του, για να μην εμποδίζει το πέρασμα όλων αυτών των ανθρώπων.
Η εικόνα του πλήθους των ανθρώπων που προσπερνούν με
αδιαφορία τον αφηγητή, έρχεται να αναδείξει την αίσθηση της μοναξιάς που του
δημιουργείται στα πλαίσια της απρόσωπης μεγαλούπολης. Ο αφηγητής βιώνει την
αλλοτρίωση των ανθρώπων, την πλήρη αδιαφορία που δείχνουν ο ένας για τον άλλο
παρόλο που περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο, παρόλο που μένουν ο ένας δίπλα
στον άλλο.
Η μοναξιά του αφηγητή και η ανάγκη του να αισθάνεται ότι
ανήκει κάπου, ότι αποτελεί μέρος ενός αρμονικού και δεμένου συνόλου, διατρέχει
όλο το κείμενο κι έρχεται να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στη ζωή των ανθρώπων
στους προσφυγικούς συνοικισμούς και στη ζωή των ανθρώπων στην απρόσωπη και
αποξενωμένη πόλη.
Το πεζογράφημα, άλλωστε, βασίζεται στην επιθυμία του
αφηγητή να μπορούσε να ζει κι αυτός μαζί με τους άλλους πρόσφυγες, καθώς εκεί
δεν θα ένιωθε μόνος του και δε θα βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν
τόσο πολύ για τους άλλους ανθρώπους γύρω τους.
Ποιο είναι το
παράπονο που εκφράζει ο αφηγητής στο τέλος του πεζογραφήματος και σε ποιο
πρόβλημα των σύγχρονων πόλεων
αναφέρεται;
Ο αφηγητής στο τέλος του
πεζογραφήματος εκφράζει το παράπονό του σχετικά με την αποξένωση που επικρατεί
στις πόλεις και την τάση των ανθρώπων να αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο. Ενώ,
παλιότερα οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους -τουλάχιστον στα πλαίσια της
γειτονιάς- και έδειχναν έμπρακτο ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλο, τώρα πια,
παρόλο που οι άνθρωποι ζουν ακόμη πιο κοντά -λόγω των πολυκατοικιών-
απομακρύνονται συναισθηματικά όλο και περισσότερο. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο,
με αποτέλεσμα άνθρωποι που ζουν στο ίδιο κτίριο να μη γνωρίζονται μεταξύ τους
και το κυριότερο να μην ενδιαφέρονται καν να γνωριστούν. Οι άνθρωποι προσπαθούν
να κρύψουν την αλήθεια για τον εαυτό τους, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους τυπικές
κουβέντες και αποφεύγοντας οποιαδήποτε περαιτέρω επαφή με τους γείτονές τους.
Ο αφηγητής αντικρίζει την
αποξένωσή αυτή με μεγάλη απογοήτευση, καθώς θεωρεί ότι το να μη θέλεις να
γνωριστείς με τους γύρω σου και το να κρύβεις τα πραγματικά σου στοιχεία,
μοιάζει με τακτική που θα ακολουθούσε ένας κακοποιός. Η απομόνωση αυτή είναι
σαν να θέλουν οι άνθρωποι να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ώστε να είναι
ελεύθεροι να καταφεύγουν σε «αταξίες». Εντούτοις, η επικοινωνία με τους άλλους
ανθρώπους θα μπορούσε να προσφέρει μια καλύτερη ποιότητα ζωής, θα μπορούσε να
απαλύνει το αίσθημα της μοναξιάς και θα προσέφερε ένα συναισθηματικό δέσιμο
ικανό να χαρίσει περισσότερη άνεση στους ανθρώπους.
Ο αφηγητής παρατηρώντας από τη
μία τους ανθρώπους στους προσφυγικούς συνοικισμούς να συνυπάρχουν μεταξύ τους,
κι από την άλλη τους ανθρώπους στην πόλη να αποφεύγουν και να αδιαφορούν ο ένας
για τον άλλο, αισθάνεται τη μοναξιά του να κορυφώνεται κι εκφράζει την ευχή να
μπορούσε κι αυτός να ζει στον τόπο του, κοντά στους συγγενείς του, με το δικό
του σπίτι, ή τουλάχιστον να μπορούσε να βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες
στους συνοικισμούς.
Ποια χαρακτηριστικά αποδίδει στους πρόσφυγες ο αφηγητής και ποια στους
ανθρώπους των σύγχρονων πόλεων και στον πολιτισμό τους;
Οι πρόσφυγες, τους οποίους ο
αφηγητής παρατηρεί διαρκώς με μεγάλη προσοχή, έχουν διατηρήσει όχι μόνο τα
χαρακτηριστικά της ράτσας τους, αλλά και της ψυχής τους. Είναι άνθρωποι που
έχουν μείνει πιστοί στους παραδοσιακούς τρόπους διαβίωσης, όπου όλοι οι
άνθρωποι συνυπάρχουν αρμονικά, επικοινωνούν μεταξύ τους και ο ένας ενδιαφέρεται
για τον άλλο. Στα καφενεία, στις γειτονιές, οι άνθρωποι συζητούν μεταξύ τους
και διατηρούν στις σχέσεις τους τη ζεστασιά εκείνη που έχει χαθεί πλήρως από
τις σχέσεις των ανθρώπων που κατοικούν στις πόλεις.
Οι άνθρωποι των πόλεων αδιαφορούν
ο ένας για τον άλλο, κι ενώ ζουν τόσο κοντά μεταξύ τους, αποφεύγουν κάθε είδους
επικοινωνίας και κρύβουν τα πραγματικά τους στοιχεία από τους ανθρώπους γύρω
τους, σαν να είναι κακοποιοί. Οι άνθρωποι στις πόλεις είναι σαν να προτιμούν
την έλλειψη επικοινωνίας, μόνο και μόνο για να διατηρούν την ελευθερία που τους
παρέχει η ανωνυμία να πράττουν και να ζουν όπως θέλουν. Θυσιάζουν, δηλαδή, την
ευκαιρία να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις με τους ανθρώπους που ζουν δίπλα
τους, προκειμένου να αισθάνονται απόλυτα ελεύθεροι να κάνουν όποια απρέπεια
θέλουν. Μια τακτική που έχει οδηγήσει τις πόλεις σ’ έναν απρόσωπο και ψυχρό τρόπο
διαβίωσης, όπου οι άνθρωποι αισθάνονται τελείως μόνοι και αποξενωμένοι παρόλο
που έχουν γύρω τους τόσους ανθρώπους.
«Το αίμα µου …όλη αυτή η λαχτάρα»: Να σχολιάσετε το απόσπασμα.
Ο Ιωάννου παρόλο που κατάγεται
από την Ανατολική Θράκη, έχει γεννηθεί κι έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη,
γεγονός που δεν του επιτρέπει απόλυτα να δηλώνει ότι είναι Θρακιώτης. Ο ίδιος
βέβαια αισθάνεται πως βρίσκεται σε πλήρη συγγένεια με τους άλλους Θρακιώτες και
πως ανήκει μ’ αυτούς, έστω κι αν δεν έχει γνωρίσει τον τόπο αυτό. Ο
προβληματισμός, επομένως, που παρουσιάζεται σ’ αυτό το απόσπασμα είναι κατά
πόσο η ταυτότητά μας ορίζεται από τον τόπο που καταγόμαστε ή από τον τόπο στον
οποίο γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε. Είμαστε τελικά ό,τι τρώμε και πίνουμε,
είμαστε δηλαδή συνδεδεμένοι με τον τόπο στον οποίο έχουμε γεννηθεί και
ανατραφεί, ή ανήκουμε εκεί απ’ όπου κρατά το αίμα μας, δηλαδή από τον τόπο
καταγωγή μας;
Ο Ιωάννου πιστεύει πως η ζεστασιά
που αισθάνεται όταν βρίσκεται κοντά στους άλλους πρόσφυγες, δεν μπορεί παρά να
εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι ρίζες του βρίσκονται στη Θράκη, στο ότι η
καταγωγή του έλκεται από εκείνους τους τόπους. Παρόλο που έχει μεγαλώσει στη
Θεσσαλονίκη, το αίμα του και η σειρά των προγόνων του, τον καθιστούν Θρακιώτη
κι αυτό δικαιολογεί το ψυχικό δέσιμο που αισθάνεται μαζί τους.
Βέβαια, η κοινή καταγωγή
λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός μέχρι ενός σημείου, καθώς ο αφηγητής δεν
γνωρίζει την Ανατολική Θράκη, δεν έχει παραστάσεις και βιώματα από εκείνον τον
τόπο. Η προσωπικότητά του έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση που
του έχει ασκήσει η ανατροφή του στη Θεσσαλονίκη και οι μόνες εμπειρίες που έχει
συνδέονται με την πόλη αυτή. Οπότε, παρά την έντονη επιθυμία του να θεωρηθεί κι
αυτός μέρος των άλλων προσφύγων, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι ο
κοινός τόπος καταγωγής τους, του είναι ουσιαστικά άγνωστός.
Ποια προβλήματα του «πολιτισμού» µας φέρνει στο προσκήνιο ο αφηγητής
μέσα από τις παρατηρήσεις και τα παράπονα που εκφράζει στο πεζογράφημα;
Ο αφηγητής παρατηρώντας τον τρόπο
που ζουν οι άνθρωποι στην πόλη, διαπιστώνει μια σειρά προβλημάτων του σύγχρονου
πολιτισμού, που έχουν τη βάση τους στο γεγονός ότι οι άνθρωποι προτιμούν την
αποξένωση και τη μοναξιά προκειμένου να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι είναι
ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς να ασχολούνται με το τι θα σκεφτούν ή θα
σχολιάσουν οι άλλοι γύρω τους.
Οι άνθρωποι στις πόλεις μένουν
απορροφημένοι στα δικά τους προβλήματα και αδιαφορούν για τους άλλους
ανθρώπους, τους οποίους βέβαια ούτε τους γνωρίζουν, ούτε και θέλουν να τους
γνωρίσουν. Παρόλο που οι άνθρωποι ζουν πιο κοντά από ποτέ, παρόλο που οι
γειτονιές είναι πιο πολυάριθμες από ποτέ, οι άνθρωποι δεν έχουν καμία επιθυμία
να γνωριστούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις. Αποφεύγουν ο
ένας τον άλλο και στις σπάνιες φορές που θα χρειαστεί να μιλήσουν, προτιμούν να
μην αποκαλύψουν στο συνομιλητή την αλήθεια για τον εαυτό τους.
Η μοναξιά και η αποξένωση είναι
τα κυρίαρχα στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού, οδηγώντας τους ανθρώπους σε μια
κατώτερη ποιότητα ζωής, από αυτή που θα μπορούσαν να έχουν, αν διατηρούσαν τη
ζεστασιά και το ειλικρινές ενδιαφέρον που είχαν παλιότερα οι ανθρώπινες
σχέσεις.