Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αριστοτέλης, Προτρεπτικός πρός Θεμίσωνα, αποσπάσματα 8-9

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 


Αριστοτέλης, Προτρεπτικός πρός Θεμίσωνα, αποσπάσματα 8-9
 
Τ ποκεμενα πρς τν βον μν, οον τ σμα κα τ περ τ σμα, καθπερ ργαν τινα πκειται, τοτων δ’ πικνδυνς στιν χρσις, κα πλον θτερον περγζεται τος μ δεντως ατος χρωμνοις. Δε τονυν ργεσθαι τς πιστμης κτσθα τε ατν κα χρσθαι ατ προσηκντως, δι’ ς πντα τατα ε θησμεθα. Φιλοσοφητον ρα μν, ε μλλομεν ρθς πολιτεσεσθαι κα τν αυτν βον διξειν φελμως.
τι τονυν λλαι μν εσιν α ποιοσαι καστον τν ν τ βίῳ πλεονεκτημτων πιστμαι, λλαι δ α χρμεναι ταταις, κα λλαι μν α πηρετοσαι, τεραι δ α πιτττουσαι, ν ας στιν ς ν γεμονικωτραις παρχοσαις τ κυρως ν γαθν. Ε τονυν μνη το κρνειν χουσα τν ρθτητα κα τ λγ χρωμνη κα τ λον γαθν θεωροσα, τις στ φιλοσοφα, χρσθαι πσι κα πιτττειν κατ φσιν δναται, φιλοσοφητον κ παντς τρπου, ς μνης φιλοσοφας τν ρθν κρσιν κα τν ναμρτητον πιτακτικν φρνησιν ν αυτ περιεχοσης.
 
Μεταφράσεις
1η Αυτά που διαθέτουμε για τη ζωή μας, όπως το σώμα μας και όσα συνδέονται μ’ εκείνο, είναι στα χέρια μας ως κάποια εργαλεία, που η χρήση τους είναι επικίνδυνη και φέρνουν μάλιστα το αντίθετο αποτέλεσμα πρώτα πρώτα σ’ εκείνους που δεν τα χρησιμοποιούν σωστά. Πρέπει λοιπόν να επιδιώκουμε το σύνολο εκείνο των γνώσεων, με τις οποίες θα κάνουμε καλή χρήση όλων αυτών των μέσων, να τις αποκτήσουμε και να τις χρησιμοποιούμε κατάλληλα. Πρέπει, επομένως, να φιλοσοφήσουμε, αν θέλουμε να γίνουμε καλοί πολίτες και να ζήσουμε τη ζωή μας ωφέλιμα.
Κι ακόμη πρέπει να έχουμε υπόψη ότι άλλες είναι οι γνώσεις και οι τέχνες που μας προσφέρουν όσα είναι ωφέλιμα στη ζωή μας, κι άλλες εκείνες που μας εξασφαλίζουν την καλή χρήση αυτών των τεχνών, όπως άλλες είναι οι βοηθητικές κι άλλες οι καθοδηγητικές, και σ’ αυτές τις τελευταίες, που είναι βέβαια οι ηγεμονικότερες, βρίσκεται το αγαθό στην πραγματική του σημασία. Αν λοιπόν μόνον η επιστήμη εκείνη, που ως οπλισμό της έχει την ορθή κρίση και χρησιμοποιεί τη φρόνηση και είναι προικισμένη με τη συνολική θεώρηση του αγαθού -κι αυτή είναι η φιλοσοφία- μπορεί να επωφελείται από όλες τις άλλες και να τις κατευθύνει σύμφωνα με τη φύση τους, τότε πρέπει με κάθε τρόπο να φιλοσοφούμε, γιατί μόνο η φιλοσοφία κλείνει μέσα της τη σωστή κρίση και τη φρόνηση που κατευθύνει αλάνθαστα τις πράξεις μας.
(μετάφραση Λ. Μπενάκης)
 
2η Τα πράγματα που μας ανήκουν κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως το σώμα και τα σχετικά με το σώμα, μας δόθηκαν ως όργανα. Η χρήση τους, ωστόσο, σε κάποιους μπορεί να καταστεί επικίνδυνη, όταν χρησιμοποιηθούν με τρόπο εσφαλμένο. Πρέπει, λοιπόν, να επιθυμούμε να αποκτήσουμε την επιστήμη αυτή, και να την χρησιμοποιούμε σωστά, ούτως ώστε να μπορούμε να χρησιμοποιούμε όλα αυτά τα εργαλεία με τρόπο εποικοδομητικό. Άρα, πρέπει να φιλοσοφούμε, εάν θέλουμε να είμαστε καλοί πολίτες και να ζήσουμε ωφέλιμα.
Ακόμα, υπάρχουν κάποιες επιστήμες που κάνουν τα καθημερινά ζητήματα να λειτουργούν με πλεονεκτικό για εμάς τρόπο, άλλες που δείχνουν τον τρόπο χρήσης τους, άλλες πάλι που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να τις υπηρετούμε, και άλλες πιο σημαντικές, από τις οποίες οι σημαντικότερες είναι εκείνες που μας δείχνουν το κυρίως αγαθό. Εάν τώρα η επιστήμη που μπορεί από μόνη της να κρίνει ορθά, να χρησιμοποιεί τον λόγο και να θεωρεί ολόκληρο το αγαθό -αυτή είναι η φιλοσοφία- μπορεί να χρησιμοποιεί όλα τα πράγματα και να κυβερνά σύμφωνα με τη φύση, τότε πρέπει να φιλοσοφούμε με κάθε τρόπο, διότι η φιλοσοφία εμπεριέχει την ορθή κρίση και την αναμάρτητη και επιτακτική φρόνηση.
(μετάφραση Α. Πέτρου)
 
Σημειώσεις βιβλίου

βίος: Η λέξη δεν είναι πάντα απολύτως ταυτόσημη με τη λέξη ζωή. Συχνά με τον βίον δίνεται έμφαση στον τρόπο της ζωής, στην κατάσταση της ζωής, στο πώς βιώνει ο άνθρωπος τη ζωή. Έτσι, ενώ η ζωή αποτελεί για τον άνθρωπο ένα υπαρκτικό δεδομένο, ο βίος του υπόκειται σε διερώτηση, διαμόρφωση και επιλογή. Η ζωή είναι μία, αλλά οι επιλέξιμοι βίοι πολλοί. Κατά προέκταση, ο ανθρώπινος βίος, ατομικός και συλλογικός, γίνεται αντικείμενο φιλοσοφικής μελέτης. Και η φιλοσοφία ορίζεται ως τέχνη του βίου.
 
πολιτεύομαι: Στην κύρια σημασία του το ουσιαστικό πολιτεία δηλώνει τον τρόπο ζωής μέσα στην πόλη, ενώ το ρήμα πολιτεύομαι σημαίνει τη σχέση του ελεύθερου πολίτη με την κοινωνία στην οποία ζει, τον τρόπο με τον οποίο αυτός εντάσσεται στη δημόσια ζωή.
 
κυρίως γαθόν / λον γαθόν: Ο Αριστοτέλης ορίζει το γαθν ως το τέλος, τον σκοπό μιας σειράς ανθρώπινων πράξεων: στε τοτ΄ ν εη ατ τ γαθν τ τλος τν νθρπ πρακτν (θικ Εδήμια 1218b11-12). Κυριολεκτικό και ολικό γαθν είναι εκείνο που δεν αποτελεί μέσο για την επίτευξη ενός επόμενου σκοπού, αλλά είναι ο απώτατος σκοπός και η τελική κατάληξη του ανθρώπινου βίου. Κατά τον Αριστοτέλη το κατεξοχήν γαθν είναι η ευδαιμονία: ζω σπουδαα. Τοτ΄ ρα στ τ τλεον γαθν͵ περ ν εδαιμονα (θικ Εδήμια 1219a27-28).
 
Ενδεικτικές Δραστηριότητες

Α. Τι λέει το κείμενο;
 
1. Στην πρώτη παράγραφο αναπτύσσεται ένας συλλογισμός. Να εξηγήσετε πώς συνδέονται μεταξύ τους οι λέξεις του κειμένου: ποκεμενα, χρσις, πιστμης, φιλοσοφητον, φελμως.
 
Στην πρώτη παράγραφο ο Αριστοτέλης αναπτύσσει έναν επαγωγικό συλλογισμό (= από το ειδικό στο γενικό) προκειμένου να αναδείξει την αναγκαιότητα της φιλοσοφίας για την επωφελή πρόοδο στη ζωή. Για την ορθή κατανόηση του συλλογισμού είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως η έννοια του βίου -της ζωής- δεν υποδηλώνει απλώς την κατάσταση της ύπαρξης, αλλά τη συνειδητή προσπάθεια διαμόρφωσης ενός τρόπου ζωής. Η ζωή είναι κοινή κατάσταση για όλους, το πώς όμως τη ζει κάθε άτομο εξαρτάται από τις δικές του επιλογές, οι οποίες οφείλουν να αποτελούν αντικείμενο σκέψης και φιλοσοφικής περισυλλογής.
Στην πρώτη προκείμενη ο Αριστοτέλης αναφέρει πως οι άνθρωποι έχουν υπό τον έλεγχό τους (ποκεμενα) ως όργανα το σώμα τους και όσα ανήκουν σε αυτό, ώστε να διαμορφώσουν τον βίο τους.
Στη δεύτερη προκείμενη διευκρινίζει πως τα «ποκεμενα» που διαθέτουν οι άνθρωποι ενδέχεται να τα χρησιμοποιήσουν (χρσις) με λανθασμένο τρόπο, αν δεν γνωρίζουν ποια είναι η σωστή χρήση τους, με επικίνδυνα για τους ίδιους αποτελέσματα.
Στην τρίτη προκείμενη τονίζει πως είναι απαραίτητο να επιθυμούν οι άνθρωποι να αποκτήσουν τις γνώσεις εκείνες, οι οποίες θα τους επιτρέψουν να χρησιμοποιούν με ορθό τρόπο τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Η γνώση (πιστμης) συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την ορθή αξιοποίηση (χρσις) των μέσων (ποκεμενα)  που η φύση προσφέρει στους ανθρώπους για τη διαμόρφωση του βίου τους.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτέλης είναι πως η φιλοσοφία είναι απαραίτητη προκειμένου οι άνθρωποι να γίνουν καλοί πολίτες και, παράλληλα, να διαμορφώσουν έναν επωφελή βίο για τους ίδιους. Με το ρηματικό επίθετο «φιλοσοφητον» καθίσταται σαφές πως η φιλοσοφική σκέψη είναι αναγκαία (= πρέπει να φιλοσοφούμε) για να αποκτήσουν οι άνθρωποι τη γνώση που απαιτείται για τη σωστή αξιοποίηση όλων των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους. Η φιλοσοφία λειτουργεί σε αυτή την περίπτωση ως το απολύτως αναγκαίο μέσο προσέγγισης της γνώσης, χωρίς την οποία δεν μπορεί να προκύψει ο ζητούμενος επωφελής (φελμως) τρόπος ζωής.
  
2. Ποιες είναι οι διαφορετικές λειτουργίες που εκπληρώνουν μέσα στην κοινωνία οι διάφορες επιστήμες; Ποιον ξεχωριστό ρόλο ανάμεσα σ’ αυτές επιφυλάσσει ο Αριστοτέλης στη φιλοσοφία;
 
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις λειτουργίες που επιτελούν οι επιμέρους επιστήμες στο πλαίσιο της κοινωνίας. Ορισμένες από αυτές μας προσφέρουν τα κυρίως ωφέλιμα στοιχεία για τη ζωή μας, ενώ άλλες είναι εκείνες που μας υποδεικνύουν το πώς να χρησιμοποιούμε σωστά τις επιστήμες αυτές που μας διασφαλίζουν τα ωφέλιμα. Προκύπτει, έτσι, μια σχέση εξάρτησης ανάμεσα στις επικουρικές/βοηθητικές επιστήμες και σε εκείνες που τις καθοδηγούν (καθοδηγητικές), ώστε τα δημιουργήματα των πρώτων να χρησιμοποιούνται με τον σωστό τρόπο. Η διάκριση αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα από ένα απλουστευτικό παράδειγμα της σύγχρονης ζωής. Η δημιουργία ενός φαρμάκου, που είναι εύλογα ωφέλιμο, αποτελεί αντικείμενο μίας επιστήμης, η σωστή χρήση του, ωστόσο, ώστε αυτό να μην καταστεί επιζήμιο είναι αντικείμενο άλλης επιστήμης. Κάθε δημιούργημα, άλλωστε, όσο ωφέλιμο κι αν είναι αυτό, μπορεί να καταστεί επικίνδυνο ή επιζήμιο, αν δεν χρησιμοποιείται με τον σωστό τρόπο.
Υπ’ αυτή την έννοια ο Αριστοτέλης αποδίδει σημαντικότερο ρόλο στις καθοδηγητικές επιστήμες, εφόσον είναι εκείνες που καθορίζουν το πώς τα ωφέλιμα δημιουργήματα των επικουρικών επιστημών θα παραμείνουν ωφέλιμα και δεν θα καταστούν επικίνδυνα. Οι επιστήμες που καθοδηγούν, επομένως, κατέχουν τη γνώση του αγαθού και μπορούν να ωφελήσουν πιο αποτελεσματικά τους ανθρώπους. Σημαντικότερη όλων των καθοδηγητικών επιστημών είναι, κατά τον Αριστοτέλη, η φιλοσοφία, εφόσον διαθέτει τη δυνατότητα της λογικής αντίληψης και, συνάμα, διαθέτει το προνόμιο της συνολικής θεώρησης του αγαθού. Είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να καθοδηγήσει το σύνολο των άλλων επιστημών στην επίτευξη του απώτατου ανθρώπινου σκοπού.
Η κυριαρχία της φιλοσοφίας ενισχύεται από το γεγονός πως μπορεί να οδηγήσει στην ευδαιμονία όχι μόνο τα άτομα στον ατομικό τους βίο, αλλά πολύ περισσότερο ολόκληρη την κοινωνία. Υπό την ηθική καθοδήγηση της φιλοσοφίας τα επιτεύγματα των επιμέρους επιστημών μπορούν να τεθούν στην υπηρεσία του ανώτερου κοινωνικού στόχου, της συλλογικής, δηλαδή, ευδαιμονίας.    
 
Β. Ας εμβαθύνουμε στο νόημα του κειμένου
 
1. Να σχολιάσετε το διττό αποτέλεσμα που έχει η φιλοσοφία, στο κοινωνικό σύνολο και στο άτομο, σύμφωνα με την παρακάτω φράση: φιλοσοφητον ρα μν, ε μλλομεν ρθς πολιτεσεσθαι κα τν αυτν βον διξειν φελμως. Για την απάντησή σας να λάβετε υπόψη ότι το συγκεκριμένο έργο του Αριστοτέλη απευθύνεται σε έναν πολιτικό ηγέτη (τον Θεμίσωνα, βασιλιά της Κύπρου), και προτρέπει, τόσο αυτόν όσο και τους νέους που βρίσκονται στην ηλικία του, να φιλοσοφήσουν.
 
«πρέπει με κάθε τρόπο να φιλοσοφούμε, γιατί μόνο η φιλοσοφία κλείνει μέσα της τη σωστή κρίση και τη φρόνηση που κατευθύνει αλάνθαστα τις πράξεις μας»
 
Η ενασχόληση με τη φιλοσοφία έχει επωφελή επενέργεια τόσο στην προσωπική ζωή του ατόμου όσο και στη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου, εφόσον μέσω αυτής διασφαλίζεται το συνετό και το ενάρετο της ανθρώπινης δράσης. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός πως ο Αριστοτέλης προτάσσει το κοινωνικό όφελος, καθώς η ευδαιμονία των επιμέρους ατόμων δεν μπορεί να επιτευχθεί ή να διατηρηθεί στο πλαίσιο μιας ασταθούς ή ανεπιτυχούς κοινωνίας. Προέχει, άρα, η αξιοποίηση του φιλοσοφικού λόγου στα κοινά -πρωτίστως από τους έχοντες εξουσία, όπως ο Θεμίσωνας- και έπεται η αξιοποίησή του στην προσωπική ζωή. Προσέχουμε, βέβαια, πως η δημόσια ζωή δεν επηρεάζεται μόνο από τους κρατούντες, αλλά και από κάθε πολίτη χωριστά. Είναι, άρα, κρίσιμης σημασίας να διακρίνονται οι πράξεις κάθε ατόμου από ωριμότητα, ηθικότητα και μέτρο, ώστε να ενισχύεται η αρμονία της συλλογικής συνύπαρξης. Οι παροτρύνσεις, άλλωστε, του Αριστοτέλη φαινομενικά μόνο απευθύνονται στον Θεμίσωνα, εφόσον η ανάγκη ενασχόλησης με τη φιλοσοφία αφορά όλους τους πολίτες.
Ο Αριστοτέλης κρίνει απολύτως αναγκαία τη φιλοσοφική σκέψη όχι τόσο ή μόνο ως μέσο εσωτερικής ενατένισης και σκέψης, αλλά κυρίως ως καθοδηγητή της ανθρώπινης δράσης τόσο σε δημόσιο όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Ο ιδιωτικός και ο δημόσιος βίος βρίσκονται, για τον φιλόσοφο, σε σχέση αλληλεξάρτησης, καθώς η ατομική δράση των πολιτών μπορεί να επηρεάσει -αρνητικά ή θετικά- το κοινωνικό σύνολο, και αντιστοίχως η κατάστασης της κοινωνίας μπορεί να ασκήσει σημαντική επιρροή στον προσωπικό βίο των πολιτών.
 
2. Ο ένας μεταφραστής αποδίδει τη λέξη πιστμαι με τον όρο «γνώσεις», ενώ τον όρο «επιστήμη» τον χρησιμοποιεί μόνο για τη φιλοσοφία. Ο άλλος μεταφραστής χρησιμοποιεί στη μετάφρασή του τον ίδιο όρο «επιστήμες» χωρίς να τον αλλάξει. Ποιον από τους δύο όρους θα προτιμούσατε και γιατί;
 
[πιστήμη: Ακριβής γνώση. Κατά τον Αριστοτέλη η πιστήμη συνδέεται με τη λογική λειτουργία του ανθρώπου. Η πιστήμη υπερβαίνει την απλή εμπειρική μάθηση αλλά και τη γνώση μιας τέχνης. Αποτελεί σύνολο τεκμηριωμένων γνώσεων σε συγκεκριμένο και διακριτό τομέα του επιστητού.]
 
Η αναφορά του Αριστοτέλη σε βοηθητικές επιστήμες υποδηλώνει πως αποδίδει με τον όρο πιστήμη όχι αποκλειστικά τις τεκμηριωμένες γνώσεις σε ειδικό κάθε φορά τομέα του επιστητού, αλλά ευρύτερα τις γνώσεις -ακόμη και τις εμπειρικές-, όπως και τις γνώσεις πάνω σε μια τέχνη. Ως εκ τούτου η απόδοση στο πλαίσιο της μετάφρασης με τον ενιαίο όρο επιστήμη δημιουργεί την εντύπωση πως τόσο οι επικουρικές όσο και οι καθοδηγητικές επιστήμες κινούνται κατ’ ανάγκη στο ίδιο επίπεδο εξειδίκευσης και τεκμηρίωσης. Είναι, επομένως, προτιμότερη η κατά περίπτωση διαφοροποίηση της μετάφρασης, ώστε να γίνεται καλύτερα κατανοητό πως σε ορισμένα σημεία ο φιλόσοφος αναφέρεται γενικότερα στις γνώσεις. Στο σημείο, για παράδειγμα, που γίνεται αναφορά στις «πιστμαι» που μας προσφέρουν όσα είναι ωφέλιμα στη ζωή μας, ο πρώτος μεταφραστής επιλέγει να αποδώσει τον όρο αυτό ως «οι γνώσεις και οι τέχνες». Κατ’ αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως τα ωφέλιμα για τον ανθρώπινο βίο δεν αντλούνται μόνο από επιστημονικές γνώσεις, αλλά και από εμπειρικές γνώσεις και τέχνες.
 
3. Ο Αριστοτέλης συνδέει τη φιλοσοφία αφενός με τον λόγο, αφετέρου με την αναζήτηση του λου γαθο. Να μελετήσετε τις σχετικές αναφορές.
 
Ό,τι διασφαλίζει στην επιστήμη της φιλοσοφίας την κυρίαρχη θέση μεταξύ των άλλων επιστημών είναι το γεγονός ότι συνδυάζει την αξιοποίηση της λογικής με τη δυνατότητα συνολικής θέασης του «γαθο». Είναι, δηλαδή, η μόνη επιστήμη που αναγνωρίζει τον απώτατο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και μπορεί να καθοδηγήσει τις πράξεις του ατόμου σε αυτόν. Η φιλοσοφία μπορεί από μόνη της να κρίνει ορθά (« το κρνειν χουσα τν ρθτητα»), καθώς χρησιμοποιεί τον λόγο -τη λογική- (« τ λγ χρωμνη») σε κάθε της βήμα. Η φιλοσοφία κλείνει μέσα της τη σωστή κρίση και τη φρόνηση που κατευθύνει αλάνθαστα τις πράξεις μας («τν ρθν κρσιν κα τν ναμρτητον πιτακτικν φρνησιν»). Ο Αριστοτέλης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις έννοιες της λογικής και της ορθής κρίσης, εφόσον συνιστούν αμιγώς ανθρώπινες ιδιότητες, οι οποίες επιτρέπουν τη σώφρονα στάθμιση των δεδομένων και την ορθή επιλογή δράσης. Χάρη στη διανοητική ιδιότητα της φρόνησης ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να κάνει σωστές ηθικές επιλογές σε πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής.
Η αξιοποίηση, ωστόσο, του λόγου και της φρόνησης από τη φιλοσοφία δεν επαρκούν για να της δώσουν την πρωτοκαθεδρία έναντι των άλλων επιστημών. Εκείνο που τη διακρίνει είναι ότι σε αυτή εμπεριέχεται «τ κυρως γαθν» και πως η φιλοσοφία είναι προικισμένη με τη συνολική θεώρηση του αγαθού (« τ λον γαθν θεωροσα»). Το αγαθό, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι το τέλος, ο σκοπός μιας σειράς ανθρώπινων πράξεων. Κυριολεκτικό και ολικό γαθν είναι εκείνο που δεν αποτελεί μέσο για την επίτευξη ενός επόμενου σκοπού, αλλά είναι ο απώτατος σκοπός και η τελική κατάληξη του ανθρώπινου βίου. Κατά τον Αριστοτέλη το κατεξοχήν γαθν είναι η ευδαιμονία.
 
Γ. Για τη γλώσσα του κειμένου
 
1. Να προσδιορίσετε τον συντακτικό ρόλο των παρακάτω λέξεων στην πρώτη παράγραφο του κειμένου: δεντως, προσηκντως, ε, ρθς, φελμως. Ποιοι άλλοι όροι του κειμένου αποτελούν επιρρηματικούς προσδιορισμούς;
 
δεντως = επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στη μετοχή χρωμνοις
προσηκντως = επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο απαρέμφατο χρσθαι
ε = επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ρήμα θησμεθα
ρθς = επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο απαρέμφατο πολιτεσεσθαι
φελμως = επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο απαρέμφατο διξειν
 
πρς τν βον = εμπρόθετος προσδιορισμός του σκοπού (προς + αιτιατική)
πλον = επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού
δι’ ς = εμπρόθετος προσδιορισμός του μέσου (διά + γενική)
τι = επιρρηματικός προσδιορισμός της προσθήκης
ν ας = εμπρόθετος προσδιορισμός του μεταξύ (ν + δοτική)
ς ν παρχοσαις = αιτιολογική μετοχή υποκειμενικής αιτιολογίας ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας
τ λγ = δοτική του μέσου
κατ φσιν = εμπρόθετος προσδιορισμός της συμφωνίας (κατά + αιτιατική)
κ τρπου = εμπρόθετος προσδιορισμός του τρόπου (κ + γενική)
ν αυτ = εμπρόθετος προσδιορισμός του τόπου (μεταφορική δήλωση) (ν + δοτική)
ς περιεχοσης = αιτιολογική μετοχή υποκειμενικής αιτιολογίας ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας
 
2. Ε τονυν μνη το κρνειν χουσα τν ρθτητα κα τ λγ χρωμνη κα τ λον γαθν θεωροσα, τις στ φιλοσοφα, χρσθαι πσι κα πιτττειν κατ φσιν δναται, φιλοσοφητον κ παντς τρπου, ς μνης φιλοσοφας τν ρθν κρσιν κα τν ναμρτητον πιτακτικν φρνησιν ν αυτ περιεχοσης: Να εντοπίσετε τις επιθετικές μετοχές του αποσπάσματος και τις λέξεις στις οποίες αναφέρονται.
 
χουσα, χρωμνη, θεωροσα: Στο απόσπασμα εντοπίζονται τρεις επιθετικές μετοχές, οι οποίες προσδιορίζουν την πιστήμη εκείνη που διαθέτει τα γνωρίσματα που αποδίδουν οι μετοχές αυτές. Πρόκειται, ειδικότερα, για τη φιλοσοφία.
 
α) Με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσε να εκφραστεί το περιεχόμενό τους; Θα άλλαζε κάτι στο ύφος του κειμένου σε αυτή την περίπτωση;
 
Οι επιθετικές μετοχές μπορούν να αναλυθούν σε δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις: χουσα = χει,   χρωμνη = χρται, θεωροσα = θεωρε.
(Πρόκειται για μετοχές χρόνου Ενεστώτα, οι οποίες εξαρτώνται από αρκτικό χρόνο. Τρέπονται, έτσι, σε αναφορικές προτάσεις εκφερόμενες με οριστική Ενεστώτα.)
 
Η χρήση μετοχών προσδίδει νοηματική πυκνότητα στο κείμενο, εφόσον η έκφραση αποδίδεται με επιγραμματικό τρόπο. Ως εκ τούτου το ύφος είναι πιο πυκνό και μεστό. Η ανάλυσή τους, επομένως, σε προτάσεις επηρεάζει το ύφος του κειμένου, καθώς το καθιστά πιο αναλυτικό και λιγότερο επιγραμματικό. Αποδίδεται, άρα, το νόημα με πιο σαφή και συνάμα πιο απλό τρόπο.
 
β) Πώς αποδίδονται από τον κάθε μεταφραστή στα νέα ελληνικά; Αποδίδουν και οι δύο μεταφράσεις το ίδιο νόημα; Ποια από τις δύο αποδόσεις θεωρείτε περισσότερο οικεία; Για ποιους λόγους;
 
Λ. Μπενάκης: Αν λοιπόν μόνον η επιστήμη εκείνη, που ως οπλισμό της έχει την ορθή κρίση και χρησιμοποιεί τη φρόνηση και είναι προικισμένη με τη συνολική θεώρηση του αγαθού -κι αυτή είναι η φιλοσοφία-…
 
Α. Πέτρου: Εάν τώρα η επιστήμη που μπορεί από μόνη της να κρίνει ορθά, να χρησιμοποιεί τον λόγο και να θεωρεί ολόκληρο το αγαθό -αυτή είναι η φιλοσοφία-…
 
Οι δύο μεταφραστές δεν αποδίδουν με τον ίδιο τρόπο τις επιθετικές μετοχές, καθώς ο Πέτρου τις αποδίδει με πιο συνοπτικό τρόπο, ενώ ο Μπενάκης τις αποδίδει περιφραστικά ενισχύοντας το νόημά τους με πρόσθετους προσδιορισμούς. Η επιλογή του Μπενάκη να αναπτύξει περισσότερο το νόημα των μετοχών, ώστε να φανερωθεί πληρέστερα η λειτουργία τους, καθιστά τη μετάφρασή του πιο οικεία, έστω κι αν είναι πιο ελεύθερη. Αντιθέτως, η μετάφραση του Πέτρου ακολουθεί έναν πιο επιγραμματικό τρόπο απόδοσης που δεν επιτρέπει τον ίδιο βαθμό κατανόησης.
 
Παράλληλα κείμενα
Στο χωρίο αυτό του πλατωνικού διαλόγου ο Σωκράτης συνομιλεί με τον γεωμέτρη Θεόδωρο και από κοινού συγκρίνουν τον φιλόσοφο με τους άλλους σοφούς, για να δουν κατά πόσο είναι διαφορετικός στην ιδιωτική και δημόσια ζωή του, καθώς και για ποιον λόγο ο πολύς κόσμος τον χλευάζει.
 
1. Πλάτων, Θεαίτητος 173e-174b
 
Σωκ.: Στην πραγματικότητα μόνο το σώμα του φιλοσόφου βρίσκεται στην πόλη και ζει σ’ αυτήν, ενώ η σκέψη του, επειδή όλα αυτά τα θεώρησε μικρά, ένα τίποτε, και δεν τα λογαριάζει καθόλου, ολούθε πετά [...]. Όλα τα όντα από κάθε άποψη τα ερευνά, χωρίς καθόλου να αφήνει τον εαυτό του να ταξιδεύει μαζί με κείνα που είναι πολύ κοντά μας.
Θεοδ.: Τι εννοείς μ’ αυτό, Σωκράτη;
Σωκ.: Να, αυτό ακριβώς που λένε και για τον Θαλή, Θεόδωρε, που παρατηρούσε τα άστρα, με το κεφάλι ψηλά γυρισμένο και έπεσε στο πηγάδι. Και μια γυναίκα από τη Θράκη, έξυπνη και χαριτωμένη υπηρέτρια, λένε πως τον πείραξε, ότι με ζήλο καταγίνεται να μάθει τα ουράνια, δεν βλέπει όμως όσα είναι μπροστά του, μέσα στα πόδια του. Το ίδιο πείραγμα ταιριάζει σε όλους όσοι περνούν τη ζωή τους φιλοσοφώντας. Ένας τέτοιος άνθρωπος στ’ αλήθεια δεν ξέρει για τον διπλανό του και τον γείτονά του, όχι μόνο τι κάνει, αλλά σχεδόν κι αν ακόμη είναι άνθρωπος, ή κάποιο άλλο θρεφτό. Τι όμως είναι ο άνθρωπος και τι δυνάμεις και ιδιότητες ταιριάζει να ξεχωρίζουν τέτοια φύση από τα άλλα όντα, αυτά ερευνά και ερευνώντας τα συναντά δυσκολίες.
(μετάφραση Β. Τατάκης)
 
Ενδεικτικές Δραστηριότητες
 
1. Στην πρώτη παράγραφο του κειμένου ο Σωκράτης αποδίδει στη φιλοσοφική σκέψη έναν εποπτικό ρόλο συχνά απόμακρο από τα ίδια τα πράγματα και προβληματικό. Συμφωνεί η παραπάνω άποψη με τη θέση του Αριστοτέλη, όπως διατυπώνεται στο Κείμενο Αναφοράς;
 
Η φιλοσοφική σκέψη τείνει να αποσπά την προσοχή των φιλοσόφων από τους ανθρώπους γύρω τους και από την κοινωνική τους πραγματικότητα. Όπως ειρωνικά παρουσιάζονται από τον Σωκράτη, όταν αφοσιώνονται πλήρως στη φιλοσοφία, αποκόπτονται σε τέτοιο βαθμό από την πραγματικότητα, ώστε δεν ξέρουν καν αν ο γείτονάς τους είναι πραγματικός άνθρωπος. Στην πρώτη παράγραφο του κειμένου, μάλιστα, ο Σωκράτης αναφέρει πως μόνο το σώμα των φιλοσόφων βρίσκεται στην πόλη, ενώ το μυαλό τους πετά προς κάθε κατεύθυνση. Το ενδιαφέρον τους, όμως, καταλήγει να είναι τόσο γενικό, ώστε δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να ακολουθήσει από κοντά και με προσωπική συμμετοχή το ταξίδι και την εξέλιξη των όντων που μελετούν. Αποστασιοποιούνται κατ’ αυτό τον τρόπο ακόμη και από τα αντικείμενα μελέτης τους.
Η ειρωνική αυτή θέαση των φιλοσόφων ως ατόμων που ελάχιστα ενδιαφέρονται για την κοινωνία στην οποία ζουν έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Αριστοτέλη. Σκοπός του Αριστοτέλη, άλλωστε, είναι να απαντήσει στις αρνητικές αυτές αντιλήψεις που επικρατούν εις βάρος όσων ασχολούνται με τη φιλοσοφία. Επιδιώκει, έτσι, να τονίσει το άμεσο όφελος που προκύπτει από τη φιλοσοφική σκέψη, το οποίο είναι η ενίσχυση της ικανότητας του ατόμου να διαβιεί κατά τρόπο επωφελή τόσο για τον εαυτό του όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Ό,τι, επομένως, μοιάζει με μια διαδικασία απόσπασης από την πραγματικότητα, είναι επί της ουσίας το αναγκαίο διάστημα περισυλλογής προκειμένου ο φιλόσοφος να προσεγγίσει με τρόπο ουσιαστικό τη γνώση.
 
2. Ποια φιλοσοφική στάση εκφράζει το πείραγμα της γυναίκας από τη Θράκη προς τον Θαλή;
 
Το πείραγμα της γυναίκας από τη Θράκη υπονοεί την ανάγκη ύπαρξης ενός πιο ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα στις φιλοσοφικές αναζητήσεις, ώστε ο φιλόσοφος να μη θυσιάζει την επαφή του με την άμεση πραγματικότητα προς όφελος γενικότερων και λιγότερο πρακτικών αναζητήσεων. Το γεγονός ότι ο Θαλής μελετά με πάθος τα ουράνια τον αποτρέπει από το να εκτιμήσει τα όσα βρίσκονται γύρω του, όπως είναι η χαριτωμένη γυναίκα που του απευθύνει τον λόγο. Εμπεριέχεται, άρα, στα λόγια της γυναίκας κι ένα κάλεσμα προς τον ευδαιμονισμό, εφόσον ο φιλόσοφος μοιάζει να παραγνωρίζει την αξία της ευχαρίστησης στον προσωπικό του βίο. Βρίσκεται, άρα, η φιλοσοφία αντιμέτωπη με την κατηγορία πως αφενός δεν εξυπηρετεί κάποια πρακτική σκοπιμότητα και αφετέρου πως εξωθεί όσους ασχολούνται με αυτή σε εν μέρει περιττές αναζητήσεις, οι οποίες τους απομακρύνουν από την πραγματική ζωή.
 
2. Αριστοτέλης, Πολιτικά, A 4.4-6, 1259a6-19
Ο Αριστοτέλης αναλύει τη «χρηματιστική», την τέχνη να πορίζεται κάποιος τα αναγκαία και χρήσιμα. Ειδικότερα για τη γεωργία και τα προϊόντα της γης τονίζει τη σημασία της συγκέντρωσης πληροφοριών που αν αξιοποιηθούν βοηθούν στον πλουτισμό και φέρνει ως παράδειγμα τον πρώτο φιλόσοφο, τον Θαλή.
 
Η ιστορία σχετικά με τον Θαλή τον Μιλήσιο είναι ωφέλιμη σε όσους εκτιμούν τη Χρηματιστική. Πρόκειται για ένα τέχνασμα πλουτισμού, που το αποδίδουν σ’ εκείνον εξαιτίας της σοφίας του, το οποίο όμως παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον. Διότι, ενώ όλοι τον κορόιδευαν για τη φτώχεια του, επειδή τάχα αυτό αποδείκνυε ότι η φιλοσοφία του ήταν πρακτικά ανώφελη, εκείνος, λένε ότι, όταν κατάλαβε με τη βοήθεια της Αστρολογίας ότι η χρονιά θα ήταν πλούσια σε ελαιοπαραγωγή, και ενώ ήταν ακόμη χειμώνας, αφού εξοικονόμησε λίγα χρήματα, έδωσε προκαταβολή σε όλα τα ελαιουργεία της Μιλήτου και της Χίου και τα νοίκιασε με λίγα χρήματα, επειδή κανείς δεν προσέφερε περισσότερα. Όταν ήρθε η ώρα της συγκομιδής και αναζητούνταν πολλά ελαιουργεία ξαφνικά και συγχρόνως, τα υπενοικίασε με τους όρους που ήθελε και συγκέντρωσε πολλά χρήματα και έτσι απέδειξε ότι οι φιλόσοφοι, αν θέλουν μπορούν εύκολα να πλουτίσουν, αλλά δεν επιδιώκουν αυτόν τον σκοπό. Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Θαλής, καθώς λένε, απέδειξε τη σοφία του.
(μετάφραση Δ. Παπαδής)
 
Ενδεικτικές Δραστηριότητες
 
1. Ποια μπορεί να είναι η πρακτική ωφέλεια από τη φιλοσοφία σύμφωνα με την ιστορία που αφηγείται ο Αριστοτέλης;
 
Ο Θαλής ο Μιλήσιος επιχείρησε να εξηγήσει μέσω της επιστήμης διάφορα φυσικά φαινόμενα. Ασχολήθηκε, έτσι, με την αστρονομία και τη μετεωρολογία, αξιοποιώντας γνώσεις μαθηματικών και φυσικής. Η ενασχόλησή του αυτή, αν και προφανώς έμοιαζε ανούσια στους συγκαιρινούς του, είχε τη δυνατότητα να του διασφαλίσει πρακτικά οφέλη, όπως συμβαίνει με την αξιοποίηση κάθε επιστήμης. Ως εκ τούτου, αφού αντιλήφθηκε μέσω της αστρονομίας πως ο καιρός θα εξελισσόταν ευνοϊκά για την ελαιοπαραγωγή της χρονιάς, νοίκιασε εγκαίρως τα διαθέσιμα ελαιουργία σε χαμηλή τιμή, αφού δεν υπήρχε ακόμη ζήτηση γι’ αυτά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μόλις ξεκίνησε η συγκομιδή και λόγω της υψηλής παραγωγής υπήρχε ανάγκη για πολλά ελαιουργία εκείνος τα υπενοικίασε ζητώντας περισσότερα χρήματα. Το πρακτικό όφελος της φιλοσοφίας, επομένως, μπορεί να είναι σημαντικό, για όποιον το επιθυμεί, εφόσον ως επιστημονική γνώση επιτρέπει την αξιοποίηση ποικίλων ευκαιριών για πλουτισμό.
 
2. Να συγκρίνετε τον τρόπο που παρουσιάζει τον Θαλή ο Αριστοτέλης με τον τρόπο που τον παρουσιάζει ο Πλάτων στον απόσπασμα από τον Θεαίτητο (Παράλληλο κείμενο 1).
 
Ο Πλάτωνας δημιουργεί μια κωμική εικόνα του Θαλή επιχειρώντας να αναδείξει την -κάποτε- ακραία απόσυρση των φιλοσόφων από την πραγματικότητα. Ο αφηρημένος φιλόσοφος που πέφτει μέσα στο πηγάδι ή που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την ομορφιά μιας γυναίκας που βρίσκεται απέναντί του, συνιστά μια καρικατούρα του σκεπτόμενου ατόμου. Η υπερβολή αυτής της εικόνας φανερώνει, βέβαια, την αφοσίωση που απαιτεί η φιλοσοφία, όπως και κάθε επιστήμη, καταγράφει όμως, παράλληλα, τον αρνητικό τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αντικρίζουν τους απόμακρους από τα κοινά φιλοσόφους. Στον αντίποδα της εικόνας αυτής βρίσκεται η παρουσίαση του Αριστοτέλη, καθώς σε αυτή ο Θαλής αναδεικνύει τη δυνατότητα πλουτισμού που του έχει διασφαλίσει η μελέτη της αστρονομίας. Ο φιλόσοφος -αν το επιθυμεί- μπορεί να αξιοποιήσει τις γνώσεις του για πρακτικούς σκοπούς και να αποκομίσει σημαντικά οικονομικά οφέλη. Οι γνώσεις του, άλλωστε, δεν αφορούν αντικείμενα μη σχετιζόμενα με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Αν ο απλός πολίτης θεωρεί πως η μελέτη των άστρων δεν έχει σχέση με την οικονομική δραστηριότητα, τότε δεν κατανοεί την επίδραση που έχουν οι πλανητικές κινήσεις σε ευρύτερα καιρικά φαινόμενα. Ο Θαλής, εντούτοις, γνωρίζει πως όσα μοιάζουν ανούσια στους άλλους μπορούν να του προσφέρουν σημαντικά κέρδη, αν ο ίδιος το θελήσει. 
 
3. Αφού μελετήσετε τα κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, να γράψετε μία παράγραφο εκατό (100) περίπου λέξεων για τον σκοπό της φιλοσοφίας.
 
Σκοπός της φιλοσοφίας είναι η αξιοποίηση τόσο των επιστημονικών γνώσεων και δεδομένων όσο και των συναισθηματικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης υπόστασης προκειμένου να καθοδηγείται το άτομο σε ορθές για την κοινωνία και για τη ζωή του επιλογές. Η φιλοσοφία δεν θα πρέπει να απομακρύνει το άτομο από τα κρίσιμα ζητήματα της κοινωνικής συνύπαρξης και της ανθρώπινης ζωής, ωθώντας το σε μια κατάσταση αποστασιοποίησης. Θα πρέπει, αντιθέτως, να θέτει στο επίκεντρό της την πνευματική και ηθική καλλιέργεια του ατόμου, ώστε να υπηρετούνται αποτελεσματικότερα οι συλλογικά επωφελείς επιδιώξεις. Μέσω της φιλοσοφίας, άλλωστε, το κάθε άτομο μπορεί να ξεπεράσει τον ανώφελο εγωκεντρισμό και να κατανοήσει τον ευρύτερο και κατά πολύ σημαντικότερο κοινωνικό του ρόλο.
 
3. ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, 29
Ο Παλαμάς σε ορισμένα σημεία του ποιητικού έργου του προσπαθεί να εκφράσει φιλοσοφικά στοιχεία και αξιοποιεί φιλοσοφικές έννοιες και εικόνες. Σε αυτήν τη συλλογή του (1897), στην ενότητα «Ουράνια», διατυπώνει τη στάση του απέναντι στην απελευθερωτική επιστήμη και τη φιλοσοφία.
 
Ξένε σοφέ, πώς ήθελα
το φθαρτό μου τραγούδι
να σμίξω με του λόγου σου
το αθάνατο λουλούδι.
 
«- Μάθε πως τα συστήματα
των φιλοσόφων, κάθε
νου τρανού φεγγοβόλημα
κάθ’ επιστήμη, μάθε
πως δεν αξίζουν τίποτε
τα πάντα απ’ άκρη σ’ άκρη,
όσο αξίζει ένα φίλημα,
όσο αξίζει ένα δάκρυ!».
 
Ενδεικτική Δραστηριότητα
 
Πώς αποτιμάται η φιλοσοφική σκέψη στο ποίημα του Παλαμά; Να συζητήσετε τη συγκεκριμένη αποτίμηση συγκριτικά με την προτροπή του Αριστοτέλη για τη φιλοσοφία (Κείμενο Αναφοράς).
 
Ο τρόπος με τον οποίο αποτιμά τη φιλοσοφική σκέψη ο Παλαμάς προσδίδει στο κείμενό του τον χαρακτήρα ενός «Αποτρεπτικού» λόγου, που επιχειρεί να περιορίσει την απόλυτη αξία της φιλοσοφίας. Αν η φιλοσοφία δεν οδηγεί στην εκτίμηση και την κατανόηση της -εφήμερης έστω- ανθρώπινης ύπαρξης και των συναισθημάτων που συγκροτούν την ιδιαιτερότητά της, τότε δεν έχει καμία αξία. Αν, δηλαδή, η φιλοσοφία οδηγεί το άτομο στην αποστασιοποίηση και στην αδιαφορία απέναντι στην ίδια τη ζωή, τότε αφ’ εαυτής δεν μπορεί να διεκδικήσει κάποιον ουσιαστικό ρόλο. Κινείται, επομένως, ο Παλαμάς στα χνάρια των ρητόρων της αρχαιότητας, οι οποίοι αρνούνταν να αναγνωρίσουν κάποιο πρακτικό όφελος στη φιλοσοφική ενασχόληση. Μη λησμονούμε, άλλωστε, πως ο Αριστοτέλης συνέθεσε τον «Προτρεπτικό» του λόγο ως απάντηση στον «Περί αντιδόσεως» λόγο του Ισοκράτη προκειμένου να υπερασπιστεί την αξία της φιλοσοφίας.
Υπ’ αυτή την έννοια το εξεταζόμενο κείμενο του Αριστοτέλη, στο πλαίσιο του οποίου διατυπώνονται οι προτροπές του υπέρ της φιλοσοφικής σκέψης, καλύπτει τις ενστάσεις που εκφράζει ο Παλαμάς. Η φιλοσοφία δεν αντιμετωπίζεται ως ανεξάρτητη από τα ανθρώπινα ενασχόληση, αλλά αντιθέτως ως μέσο για την επίτευξη μιας ωφέλιμης βίωσης της ζωής. Ο Αριστοτέλης παρουσιάζει, δηλαδή, το πώς χάρη στη φιλοσοφία οι άνθρωποι μπορούν να διαμορφώσουν τη ζωή τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ωφελήσουν όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και τους συμπολίτες τους. Ως εκ τούτου, η φιλοσοφία δεν γίνεται αντιληπτή αποκομμένη από την ανθρώπινη ζωή, αλλά ως μέσο που την υπηρετεί. Η αγωνία, άρα, του Παλαμά πως οι επιστήμες και η φιλοσοφία δεν λαμβάνουν υπόψη τους καίριες πτυχές της ανθρώπινης ζωής, βρίσκουν την απάντησή τους στο έργο του Αριστοτέλη, εφόσον η φιλοσοφία συνιστά την έλλογη εκείνη θέαση των πραγμάτων που καθοδηγεί σωστά τη ζωή του ατόμου και την ωφελεί με ουσιαστικό τρόπο.  

Η διεκδίκηση της γυναικείας ψήφου την περίοδο του Μεσοπολέμου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

 Matt Faulkner illustration


Κωνσταντίνος Μάντης: Η διεκδίκηση της γυναικείας ψήφου την περίοδο του Μεσοπολέμου  

     Οι αλλαγές που επέφεραν στην ελληνική κοινωνία, όπως και στις οικονομικές δομές, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο στις γυναίκες της εποχής και ενίσχυσαν τη δυναμική των φεμινιστικών κινημάτων. Η επαφή των γυναικών με τον χώρο της εργασίας και η αποδέσμευσή τους από τον αποκλειστικά οικιακό ρόλο τους τις οδήγησαν στη συνειδητοποίηση πως αδίκως αποδέχονταν την υποδεέστερη κοινωνική και πολιτική θέση που είχε καθοριστεί για εκείνες. Διεκδίκησαν, έτσι, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ποιοτικότερη εκπαίδευση, εμφανέστερο ρόλο στην κοινωνία και, κυρίως, το δικαίωμα της ψήφου, ώστε να προωθήσουν τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές που θα οδηγούσαν σε σημαντική βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης. Οι φεμινίστριες της περιόδου αντιλήφθηκαν εγκαίρως πως προϋπόθεση για την ευόδωση των προσπαθειών τους ήταν να αποκτήσει ο αγώνας τους στοιχεία συλλογικότητας. Ό,τι, ωστόσο, παραγνώρισαν ήταν πως οι όποιες νομικές αλλαγές δε θα ήταν επαρκείς για να μεταστρέψουν εξίσου έγκαιρα τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις στις οποίες εδραζόταν ο προσδιορισμός του κοινωνικού τους ρόλου (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 17-31).     
 
Γυναικείες οργανώσεις της μεσοπολεμικής περιόδου
     Το 1920 ιδρύθηκε από μια ομάδα μορφωμένων γυναικών ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Πρωτοστατούσε στον Σύνδεσμο η Αύρα Θεοδωροπούλου, με σημαντικές συνεργάτιδες, όπως η Άννα Παπαδημητρίου, η Ελένη Πολιτάκη, η Μαρία Δεσύπρη και η Ελένη Ουράνη, η οποία υπέγραφε τα κείμενά της με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Βασικότερη επιδίωξη του Συνδέσμου υπήρξε η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Το γεγονός πως ο Σύνδεσμος ήταν συνδεδεμένος με τη Διεθνή Ένωση υπέρ της γυναικείας ψήφου έδωσε στα μέλη του τη δυνατότητα να αντικρίσουν τα αιτήματά τους από μια ευρύτερη οπτική. Ήρθαν σε επαφή με φεμινίστριες άλλων χωρών και ενημερώθηκαν για τις ποικίλες δυσκολίες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στο πλαίσιο του δικού τους αγώνα. Τους επέτρεψε, επίσης, να γνωρίσουν πως σε άλλα κράτη οι γυναίκες έλαβαν το δικαίωμα της ψήφου ως αναγνώριση της συμμετοχής τους στη δοκιμασία του πολέμου. Αντιλήφθηκαν, κατ’ αυτό τον τρόπο, πως η ανταπόκριση του ελληνικού κράτους δεν ήταν ανάλογα δίκαιη, παρά τη συμμετοχή των Ελληνίδων στον εθνικό αγώνα του προηγούμενου διαστήματος (Μπουτζουβή, 2003: 290-292).
     Το 1919 αποτέλεσε τη χρονιά σύστασης του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, το οποίο διαδραμάτιζε συντονιστικό ρόλο για τους συλλόγους και τις οργανώσεις που επιδίωκαν τη βελτίωση της θέσης των γυναικών, ανεξάρτητα από τις όποιες ειδικότερες πολιτικές κατευθύνσεις τους. Το Εθνικό Συμβούλιο ήταν συνδεδεμένο με το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών αντλώντας, όπως και ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, στοιχεία από τη διεθνή εμπειρία. Τη λειτουργία του στήριζαν, μεταξύ άλλων, η Αικατερίνη Πασπάτη, η Λουκία Ζαΐμη και η Ραλλού Γεωργαντά. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με τη Σοσιαλιστική Διεθνή των Γυναικών. Ο Σοσιαλιστικός Όμιλος, αν και δεν αποδεχόταν τον αστικό φεμινισμό, προσέφερε ως ένα βαθμό τη στήριξή του στη συλλογική διεκδίκηση του δικαιώματος των γυναικών στην ψήφο. Τον Σοσιαλιστικό Όμιλο στήριζαν, μεταξύ άλλων, η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Αιμιλία Φοντάνα, η Μαρίκα Μπότση και η Μαρία Αρβανιτάκη. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου συνέχιζε να δραστηριοποιείται και το Λύκειο των Ελληνίδων, το οποίο είχε ιδρυθεί από την Καλιρρόη Παρρέν το 1911. Το Λύκειο, αν και ήταν δικτυωμένο στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής επικράτειας και στήριζε τις γυναίκες μέσω του επιμορφωτικού του ρόλου, δεν κατόρθωσε να υπηρετήσει τις διεκδικήσεις των γυναικών της εποχής. Ο ιδιαίτερα συντηρητικός προσανατολισμός του δεν επέτρεψε την υιοθέτηση επίκαιρων αιτημάτων, όπως ήταν η ισότητα των φύλων (Αβδελά, 2002: 345-349 & Σαμίου, 2004: 68-70).  
    Σημαντική στήριξη καθ’ όλη της διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου αντλούσαν οι γυναικείες οργανώσεις από τη διεθνή εμπειρία, την οποία αξιοποιούσαν αφενός για να κινητοποιήσουν τις γυναίκες και αφετέρου για να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Στο περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας γίνονταν τακτικά δημοσιεύσεις σχετικά με τις επιτεύξεις των γυναικείων οργανώσεων σε άλλα κράτη. Ενδεικτική είναι η παρουσίαση το 1927 από τη Μαρία Σβώλου του Δ΄ Συνεδρίου της Μικρής Αντάντ  Γυναικών, που είχε πραγματοποιηθεί στην Πράγα. Όπως επισήμανε η Σβώλου, η Μικρή Αντάντ ήταν μια διεθνική οργάνωση, η οποία είχε συσταθεί το 1923 από βαλκανικά κράτη που λόγω οικονομικών και γεωγραφικών ομοιοτήτων είχαν παραπλήσιες κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τη θέση της γυναίκας. Στον αρχικό πυρήνα των βαλκανικών αυτών κρατών, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, είχαν προστεθεί σταδιακά πρόσθετα γειτονικά κράτη, διότι είχαν εκτιμήσει τις ιδέες και τις δράσεις της οργάνωσης. Έτσι, είχαν ενταχθεί στην οργάνωση η Ρουμανία, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία. Τη χρονιά του Δ΄ Συνεδρίου η προεδρεία της οργάνωσης είχε δοθεί στην Ελλάδα, οπότε η Αύρα Θεοδωροπούλου ήταν πρόεδρος και η Μαρία Σβώλου γραμματέας. Στο πλαίσιο του συνεδρίου συζητήθηκαν πέρα από φεμινιστικά ζητήματα, θέματα σχετικά με την ειρήνη και την οικονομία, καθώς οι φεμινίστριες ενδιαφέρονταν για κάθε πτυχή της κοινωνικής τους πραγματικότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σύμφωνα με τη Σβώλου, είχε το γεγονός πως στην Πράγα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ομιλία μιας γυναίκας βουλευτού, μιας και στην Τσεχοσλοβακία οι γυναίκες είχαν ήδη το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Η θέρμη και η εκφραστικότητα των λόγων της σχετικά με τα όσα προσέφεραν οι γυναίκες στην πολιτική προσέφεραν στο κοινό μιας σαφή αποτύπωση ενός προτύπου πολιτικοποιημένης γυναίκας. Στην Πράγα, μάλιστα, ήρθαν σε επαφή με το έργο γυναικών δημοτικών συμβούλων, οι οποίες πρωτοστατούσαν σε κάθε δράση του Δήμου, δείχνοντας με το παράδειγμά τους το εύρος της γυναικείας συνεισφοράς στον τομέα της διοίκησης (Σβώλου: 1928).  
 
Τα επιχειρήματα των γυναικείων οργανώσεων
     Η διεκδίκηση της ψήφου αποτέλεσε για τις φεμινίστριες του Μεσοπολέμου το βασικότερο αίτημά τους, εφόσον χωρίς το δικαίωμα αυτό, όπως οι ίδιες τόνιζαν, παρέμεναν στο περιθώριο της κοινωνίας. Δικαιούνταν, ωστόσο, να ψηφίζουν, καθώς επωμίζονταν όλες τις υποχρεώσεις που αναλογούσαν στους πολίτες, οπότε θα έπρεπε να έχουν και τα αντίστοιχα δικαιώματα. Οι γυναίκες, άλλωστε, στήριζαν το κοινωνικό σύνολο τόσο με την εργασία τους όσο και με την προσφορά των ίδιων τους των παιδιών στην πατρίδα. Έτι περαιτέρω, η διασφάλιση του δικαιώματος της ψήφου θα επέτρεπε στις γυναίκες να αντιμετωπίσουν την ελλιπή πρόσβαση στην εκπαίδευση που βάραινε το φύλο τους και θα κατόρθωναν να βελτιώσουν τη νομοθεσία στα σημεία εκείνα που μεροληπτούσε εις βάρος τους. Θα μπορούσαν, συνάμα, να αξιοποιήσουν το δικαίωμα αυτό προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, μιας και εκείνες γνώριζαν καλύτερα τις ανάγκες τους απ’ ό,τι οι άνδρες. Θα είχαν, επίσης, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά παθογένειες που τις αφορούσαν άμεσα, όπως ήταν η σωματεμπορία, και θα διεκδικούσαν όσα τους οφείλονταν, όπως ήταν το εύλογο δικαίωμα να λαμβάνουν τον ίδιο μισθό με τους άνδρες εργαζόμενους. Η εξασφάλιση, μάλιστα, των πολιτικών δικαιωμάτων θα ωθούσε συνολικά τις γυναίκες να αντιληφθούν την ιδιαίτερη ευθύνη που συνόδευε τα δικαιώματα αυτά, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντίληψής τους για τα κοινωνικά ζητήματα, τη γενικότερη διεύρυνση του πνευματικού τους ορίζοντα, αλλά και την ηθική τους ανύψωση. Θα επωφελούνταν κατ’ επέκταση όχι μόνο οι γυναίκες, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, εφόσον τα κέρδη από την πνευματική εξύψωση των γυναικών θα διαχέονταν ευρύτερα. Σε μια ελεύθερη και δημοκρατική πολιτεία, άλλωστε, δεν μπορούσε να γίνεται αποδεκτή η εκπροσώπηση μέρους μόνο των πολιτών. Οι νομοθέτες όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη τους τη θέληση όλων των πολιτών, ανδρών και γυναικών (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 55-62).
     Τα επιχειρήματα αυτά παρουσίασε και τεκμηρίωσε η Αύρα Θεοδωροπούλου μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Ο Αγώνας της Γυναίκας. Οι γυναίκες ζητούσαν την ψήφο, διότι κάθε δημοκρατική κοινωνία όφειλε να βασίζεται στη θέληση όλων των πολιτών της. Από τη στιγμή που οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν με απόλυτη ισότητα σε ό,τι αφορούσε τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτεία, θα έπρεπε να συμβαίνει το ίδιο και με τα δικαιώματά τους. Προκειμένου, άλλωστε, να θεωρηθούν οι πολίτες ελεύθεροι έπρεπε να υπακούν σε νόμους, τους οποίους είχαν θεσπίσει οι ίδιοι μέσω των αντιπροσώπων τους στο κοινοβούλιο. Οι γυναίκες, ωστόσο, καλούνταν να υπακούσουν σε νόμους, για τους οποίους οι ίδιες δεν είχαν ερωτηθεί ποτέ. Δημιουργούνταν, έτσι, μια ανισότητα με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα για τις γυναίκες, εφόσον τόσο στο πλαίσιο της οικογένειας όσο και στο πλαίσιο της εργασίας παρέμεναν σταθερά σε μειονεκτική θέση. Η συμβολή των γυναικών, εντούτοις, θα ήταν επωφελής σε πολλούς τομείς λόγω της πείρας που κατείχαν. Στα οικονομικά ζητήματα, για παράδειγμα, για τα οποία καλούνταν η Βουλή να λάβει αποφάσεις, οι γυναίκες θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύτιμες γνώσεις, διότι αυτά συνδέονταν πάντοτε με την οικιακή οικονομία στην οποία οι γυναίκες ως νοικοκυρές είχαν σημαντική εμπειρία.
     Υπήρχαν, μάλιστα, ορισμένες πάγιες αντιρρήσεις των ανδρών, οι οποίες, σύμφωνα με τη Θεοδωροπούλου, δεν είχαν ουσιαστική βάση. Η ένσταση, για παράδειγμα, των ανδρών πως όταν οι γυναίκες αποκτούσαν ψήφο θα παραμελούσαν το κύριο καθήκον τους, τη μητρότητα, βασιζόταν σε μια πραγματικότητα που είχε πια ξεπεραστεί. Οι γυναίκες πλέον όφειλαν να εργάζονται για να διασφαλίσουν την επιβίωση των παιδιών τους, αφού ο μισθός του συζύγου τους δεν επαρκούσε. Είχαν, ως εκ τούτου, αφήσει ήδη τον χώρο του σπιτιού και την αποκλειστική ενασχόληση με τα παιδιά τους. Αντιστοίχως, η αιτιολογία πως οι γυναίκες δεν χρειάζονταν την ψήφο, διότι είχαν πάντοτε έναν άνδρα να τις προστατεύει, βασιζόταν σε μια ταπεινωτική για τις γυναίκες προκατάληψη. Κατά τη Θεοδωροπούλου, ήταν απαράδεκτο να διαιωνίζεται η κηδεμονία αυτή που πληρωνόταν πολύ ακριβά από τις γυναίκες, οι οποίες θυσίαζαν τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπειά τους. Υπήρχαν, άλλωστε, μεταξύ των γυναικών πολλές που δεν είχαν σύζυγο ή πατέρα για να τις φροντίσει, όπως συνέβαινε με τις πρόσφυγες που είχαν έρθει κατά χιλιάδες στη χώρα. Η αντίρρηση, παραλλήλως, πως οι γυναίκες δεν κατείχαν την αναγκαία μόρφωση συνιστούσε, για τη Θεοδωροπούλου μη αποδεκτό επιχείρημα, καθώς ήταν σα να τιμωρούνταν οι γυναίκες για την αδιαφορία που έδειχνε το ανδροκρατούμενο κράτος απέναντί τους. Με τη συμμετοχή, ωστόσο, των γυναικών στα κοινά θα καθίστατο εφικτή η ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά της εκπαίδευσης. Μη αποδεκτή θεωρούσε η Θεοδωροπούλου, επίσης, τη συνήθη αντίρρηση πως οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονταν για το δικαίωμα της ψήφου. Το γεγονός ότι είχαν ανατραφεί επί αιώνες βρισκόμενες σε κατάσταση υποτέλειας ήταν λογικό να τις έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση αδράνειας. Αν, όμως, τους δινόταν έστω και το ελάχιστο δικαίωμα, όπως ήταν η ψήφος στις δημοτικές εκλογές, τότε ήταν βέβαιο πως θα αφυπνίζονταν και θα επιδίωκαν την πλήρη χειραφέτησή τους στον πολιτικό τομέα (Θεοδωροπούλου, 1928). 
    
Έντυπα στην υπηρεσία των γυναικείων διεκδικήσεων
     Οι γυναίκες της μεσοπολεμικής περιόδου αξιοποίησαν το δικαίωμα που διασφάλισαν μέσω του Συντάγματος του 1911 για την έκδοση περιοδικών και εφημερίδων προκειμένου να στηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Το γεγονός, μάλιστα, πως η δημοσιογραφική δραστηριότητα παρέμενε ανδροκρατούμενη αποτέλεσε πρόσθετο κίνητρο για τη δημιουργία αμιγώς γυναικείων εντύπων. Με τη στήριξη των κυριότερων γυναικείων οργανώσεων της εποχής κυκλοφόρησαν περιοδικά που συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοση τόσο των αιτημάτων όσο και των απόψεων των γυναικών για επιμέρους ζητήματα. Το περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας αποτέλεσε από το 1923 μέχρι το 1936 το μέσο για τη διάδοση των δραστηριοτήτων του, καθώς και για τη δημοσίευση άρθρων μέσω των οποίων λάμβανε θέση για ζητήματα που αφορούσαν τις γυναίκες. Το περιοδικό Ελληνίς του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, που κυκλοφορούσε μηνιαίως από το 1921 μέχρι το 1940, φιλοξένησε άρθρα καίριας σημασίας, τα οποία φανέρωναν τις κάποτε αντικρουόμενες απόψεις των γυναικείων οργανώσεων. Η ύπαρξη, άλλωστε, ενός κοινού αιτήματος, αυτού της ψήφου, δε σήμαινε κοινότητα απόψεων μήτε για το πώς θα ευοδωνόταν η διεκδίκησή του μήτε για το ποιος ήταν τελικά ο επιδιωκόμενος ρόλος των γυναικών. Το περιοδικό Σοσιαλιστική Ζωή, τέλος, απέκτησε μια γυναικεία έκδοση το 1928, η οποία υπηρετούνταν από τον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών. Το περιοδικό αυτό κυκλοφορούσε μέχρι το 1935 και έδωσε τη δυνατότητα στις σοσιαλίστριες να στηρίξουν τη δική τους -σοσιαλιστική- εκδοχή του φεμινισμού, ο οποίος έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη διαμάχη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (Αβδελά, 2002: 345-349 & Σαμίου, 2004: 70-71). 
 
Υπομνήματα, ψηφίσματα και δημόσιες συγκεντρώσεις
     Οι προσπάθειες των γυναικείων οργανώσεων για την αφύπνιση των γυναικών της χώρας και για την προώθηση των διεκδικήσεών τους δεν εξαντλούνταν στην αρθρογραφία. Απευθύνονταν αυτοπροσώπως στους εκάστοτε πολιτικούς ηγέτες της χώρας μέσω επιτροπών, κατέθεταν υπομνήματα, διερευνούσαν τις προθέσεις τους και παρουσίαζαν τις δικές τους θέσεις. Το 1924 ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας κατέθεσε στη Βουλή υπόμνημα στο οποίο καταγράφονταν οι λόγοι για τους οποίους ήταν αναγκαίο να λάβουν οι γυναίκες δικαίωμα ψήφου. Ένα χρόνο μετά, το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο κατέθεσαν ψήφισμα στη Βουλή. Η πρωτοβουλία αυτή ενισχύθηκε με την κατάθεση τροπολογίας από σημαντικό αριθμό βουλευτών για την παραχώρηση του δικαιώματος στις γυναίκες να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές. Η συζήτηση της τροπολογίας έγινε ενώ είχε επιβληθεί στην Ελλάδα η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου και κατέληξε σε θετικό -έστω και με περιορισμούς- αποτέλεσμα για τις γυναίκες. Ειδικότερα, όπως προέβλεπε η τροπολογία που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 29 Αυγούστου 1925, οι γυναίκες που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές από το 1927 με κυβερνητικό διάταγμα. Οι κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν τον Πάγκαλο, εντούτοις, δεν προχώρησαν στην έκδοση του σχετικού διατάγματος, προβάλλοντας το επιχείρημα πως η ψήφος δεν ήταν κάτι που πράγματι απασχολούσε τις Ελληνίδες (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 59-65).
     Οι διαρκείς αυτές καθυστερήσεις εξώθησαν τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων στη διοργάνωση δημόσιας συγκέντρωσης στις 18 Μαρτίου 1928 στο θέατρο «Απόλλων». Στη συγκέντρωση συμμετείχαν γυναίκες από πενήντα οκτώ οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν η Συνομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων, η Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος και η Διδασκαλική Ομοσπονδία. Στο συγκεντρωμένο πλήθος είχε την ευκαιρία να μιλήσει η Αύρα Θεοδωροπούλου, ως πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Η Θεοδωροπούλου επιχείρησε να αντικρούσει τη δικαιολογία των πολιτικών σχετικά με την αδιαφορία των γυναικών για τα κοινά επισημαίνοντας πως το ίδιο το γεγονός της συγκέντρωσης αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη πως οι Ελληνίδες είχαν αποκτήσει συνείδηση των δικαιωμάτων τους. Στον αγώνα τους, άλλωστε, είχαν τη στήριξη και των ανδρών, οι οποίοι ήθελαν πια να σταθεί η γυναίκα δίπλα τους ισότιμη και όχι υποταγμένη (Θεοδωροπούλου, 1928).
     Στις 31 Μαρτίου 1929 πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Κεντρικό» η δεύτερη συγκέντρωση των γυναικείων οργανώσεων. Σύμφωνα με την Αύρα Θεοδωροπούλου, η συγκέντρωση αυτή που έλαβε ακόμη μεγαλύτερη στήριξη από την προηγούμενη κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να υπενθυμίσουν οι γυναίκες την εκκρεμούσα υποχρέωση της κυβέρνησης απέναντί τους. Παρά τις συνεχείς συναντήσεις με υπουργούς και πρωθυπουργούς είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια χωρίς να έχει εκδοθεί το διάταγμα που θα επέτρεπε στις γυναίκες να ψηφίσουν. Η Θεοδωροπούλου τόνισε, ωστόσο, πως όσο κι αν κωλυσιεργούσαν οι κυβερνήσεις το χρέος τους δεν μπορούσε να παραγραφεί. Η θέληση των γυναικών δυνάμωνε, όπως και η στήριξη που λάμβαναν. Ήδη οι δήμαρχοι των δύο μεγάλων πόλεων της χώρας, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, είχαν εκφράσει τη συμπαράστασή τους στον αγώνα των γυναικών, εφόσον θεωρούσαν πως οι δήμοι και οι κοινότητες θα επωφελούνταν από τη συμμετοχή των γυναικών. Ενδιαφέρουσα, συνάμα, υπήρξε η ομιλία της Αθηνάς Γιαννιού, η οποία εξέφρασε την άποψη πως τής προκαλούσε έκπληξη η απλοϊκή απάντηση των ανδρών πως η θέση της γυναίκας ήταν στο σπίτι. Η Γιαννιού αναρωτήθηκε πώς φαντάζονταν οι άνδρες το σπίτι αυτό. Ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, σε κάποια έρημο; Οι γυναίκες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέλος του κοινωνικού συνόλου, εργάζονταν, συνεισέφεραν με ποικίλους τρόπους. Δεν μπορούσαν, επομένως, να τις θέτουν οι άνδρες στο περιθώριο της κοινωνίας με το να τους αρνούνται τα δικαιώματα που τους αναλογούσαν. Οι γυναίκες, άλλωστε, υπηρετούσαν πάντοτε τα ευγενέστερα ιδεώδη, με διάθεση αυτοθυσίας και στοργής. Η συμμετοχή τους, άρα, στους Δήμους θα ήταν θετική και θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των ανδρών (Θεοδωροπούλου, 1929).
 
Τα αποτελέσματα του φεμινιστικού αγώνα
     Κάθε επιμέρους επίτευγμα του φεμινιστικού κινήματος ήταν αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, επερχόταν με αργούς ρυθμούς και καταγραφόταν πρώτα σε νομικό επίπεδο, χωρίς να επιφέρει κάποια άμεση αλλαγή. Το 1925 διαφάνηκε η δυνατότητα απόκτησης δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές, σύμφωνα με την τότε επικυρωθείσα τροπολογία «περί δήμων και κοινοτήτων». Το 1927 εντάχθηκε στο έκτο άρθρο του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία η λέξη «πολίτης» σε αυτό όπως και σε όλα τα άρθρα του Συντάγματος είχε την έννοια του Έλληνα υπηκόου, εκείνου δηλαδή που είχε Ελληνική ιθαγένεια, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. Πολιτικά δικαιώματα μπορούσαν να αποδοθούν στις γυναίκες με νόμο. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις παρά την ιδιαίτερη σημασία τους οδήγησαν με σημαντική καθυστέρηση σε πενιχρά αποτελέσματα. Το κυβερνητικό διάταγμα που παραχωρούσε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1930, περιλαμβάνοντας τους περιορισμούς σχετικά με την ηλικία και τη μόρφωση. Ως εκ τούτου, το ποσοστό που δυνητικά αποκτούσε το δικαίωμα αυτό ήταν μικρότερο από το 10% των ενήλικων γυναικών (Αβδελά, 2002: 351-352).
     Με βάση στοιχεία που είχε παρουσιάσει το υπουργείο Εσωτερικών, το 1931 από τις 3.128.449 γυναίκες της χώρας, μόλις 301.772 είχαν στοιχειώδη μόρφωση και ήταν άνω των τριάντα ετών. Ωστόσο, μόνο 6.768 από αυτές προχώρησαν τη διαδικασία εγγραφής ώστε να λάβουν εκλογικό βιβλιάριο. Η ιδιαίτερα χαμηλή ανταπόκριση των γυναικών στο δικαίωμα που είχαν αποκτήσει δεν οφειλόταν τόσο ή μόνο στην αδιαφορία τους. Ήταν, συνάμα, απότοκο πλήθους αντιδράσεων από τη μεριά φορέων και παραγόντων που αρνούνταν να αποδεχτούν την αλλαγή που είχε επέλθει. Κρατικοί υπάλληλοι, δήμαρχοι, ιερείς, αλλά ακόμη και οι σύζυγοι επιχειρούσαν -και συχνά το κατόρθωναν- να αποτρέψουν τις γυναίκες από το να αποκτήσουν πρόσβαση στο νέο τους δικαίωμα. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό για τις φεμινίστριες που είχαν αφιερώσει τόσα χρόνια συνεχούς προσπάθειας για τη διασφάλιση της ψήφου. Δεν τις σταμάτησε, ωστόσο, από τη συνέχιση των διεκδικήσεών τους. Το 1933 ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας σε συνεργασία με το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων προχώρησαν στην τελευταία κοινή τους προσπάθεια. Διεκδίκησαν τη δυνατότητα συμμετοχής γυναικών στις δημοτικές εκλογές ως υποψηφίων, πιέζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ακόμη περισσότερο τον ήδη αρνητικά διακείμενο πολιτικό κόσμο της εποχής. Το σχετικό νομοσχέδιο που υποβλήθηκε απορρίφθηκε από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ενώ αρνητική υπήρξε και η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μόνο το Πρωτοδικείο Σερρών ενέκρινε την υποψηφιότητα γυναικών στις δημοτικές εκλογές του 1934. Οι υποψήφιες, ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να εκλεγούν. Η απόπειρα αυτή υπήρξε, επί της ουσίας, το κύκνειο άσμα του φεμινιστικού κινήματος της μεσοπολεμικής περιόδου, εφόσον δύο χρόνια μετά το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε. Οι φεμινίστριες συνέχισαν, βέβαια, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά το φάσμα του επικείμενου πολέμου είχε καταστήσει τα αιτήματα για ειρήνη και αφοπλισμό σαφώς πιο κρίσιμα και είχε θέσει στο περιθώριο τις διεκδικήσεις των γυναικών (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 68-73).
 
Οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του φεμινιστικού κινήματος
          Παρά το γεγονός ότι οι επιμέρους γυναικείες οργανώσεις είχαν ως απώτερο στόχο τη διαμόρφωση μιας καλύτερης κοινωνικής πραγματικότητας για τις γυναίκες και για τον λόγο αυτό συνεργάστηκαν σε πολλές δράσεις, οι μεταξύ τους ιδεολογικές διαφορές δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται. Η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων, για παράδειγμα, δεν αποτέλεσε κύριο ζητούμενο για όλες τις οργανώσεις, έστω και αν έλαβε τη στήριξή τους. Δεν θεωρούσαν, άλλωστε, όλες οι φεμινίστριες πως το δικαίωμα ψήφου έπρεπε να αποδοθεί το συντομότερο δυνατό στις γυναίκες, εφόσον δεν πίστευαν πως ήταν πράγματι έτοιμες συνολικά οι γυναίκες της χώρας να διαχειριστούν μια τέτοια ευθύνη. Τη γοργή απόδοση του δικαιώματος αυτού διεκδίκησε με ιδιαίτερο δυναμισμό ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο οποίος εκπροσωπούσε την πιο ριζοσπαστική όψη του φεμινιστικού κινήματος. Τα κελεύσματα, ωστόσο, του Συνδέσμου δεν κατόρθωσαν να συγκινήσουν τις γυναίκες των επαρχιακών περιοχών, οι οποίες διατηρούσαν πιο συντηρητική στάση. Το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων, από την άλλη, αν και είχε θέσει ως στόχο του να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό μεταξύ των γυναικείων οργανώσεων, διατήρησε τη μετριοπαθή στάση του. Από την οπτική του Εθνικού Συμβουλίου τα δικαιώματα που διεκδικούσαν οι γυναίκες έπρεπε να αποδοθούν σταδιακά, ώστε να υπάρχει χρόνος προσαρμογής και ομαλής εξέλιξης. Η συντηρητική αυτή οπτική του Εθνικού Συμβουλίου, ωστόσο, προκάλεσε το 1934 την αποχώρηση του Συνδέσμου, εφόσον ήταν πια εμφανής η διαφωνία τους στο ζήτημα της γυναικείας ψήφου.
     Αμφίθυμη απέναντι στο ζήτημα της ψήφου υπήρξε η στάση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών, ο οποίος αν και συνεργάστηκε με τις άλλες γυναικείες οργανώσεις διαφωνούσε με την τακτική τους. Ερμήνευε τη συνεργασία και τις συνεννοήσεις με τα αστικά κόμματα ως κάτι το μειωτικό, εφόσον, κατά τη δική του εκτίμηση, δημιουργούνταν η εντύπωση πως οι γυναίκες παρακαλούσαν τους άνδρες για να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους. Αντίθετες στις φεμινιστικές διεκδικήσεις στάθηκαν οι κομμουνίστριες της εποχής, καθώς θεωρούσαν περιττή την αυτόνομη δράση των γυναικείων οργανώσεων. Κατά τη δική τους άποψη το γυναικείο ζήτημα θα έβρισκε τη λύση του στο πλαίσιο της κοινωνίας που θα διαμορφωνόταν μετά την εργατική επανάσταση (Αβδελά & Ψαρρά, 1985: 38-53).
 
Συμπεράσματα
     Το γεγονός ότι το φεμινιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου δεν κατόρθωσε να επιτύχει πλήρως τις επιδιώξεις του δεν οφειλόταν μήτε στην έλλειψη προσπάθειας μήτε στην απουσία ουσιαστικών και ορθών επιχειρημάτων. Το κυριότερο εμπόδιο που δεν υπερκεράστηκε ήταν οι για αιώνες παγιωμένες αντιλήψεις της κοινωνίας, οι οποίες δεν ήταν εφικτό να μεταβληθούν με τον ρυθμό που θέλησαν οι φεμινίστριες της εποχής. Η διστακτικότητα των πολιτικών, όπως και η μικρή ανταπόκριση των ίδιων των γυναικών απέναντι στα αιτήματα των φεμινιστριών, οφείλονταν στο αίσθημα ανησυχίας που προκαλούσαν οι επιδιωκόμενες αλλαγές. Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμη επαρκώς έτοιμη να αποδεχτεί την πλήρη χειραφέτηση των γυναικών και τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. 
 
Βιβλιογραφία
 
Αβδελά Έ., 2002. «Οι γυναίκες κοινωνικό ζήτημα», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, επιμ. Χρ. Χατζηιωσήφ, Β΄ τόμος, Μέρος 1ο: «Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940», Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 337-359.
 
Αβδελά Έ. –Ψαρρά Α., 1985. «Εισαγωγή», στο Έ. Αβδελά – Α. Ψαρρά (επιμ.), Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μία ανθολογία, Αθήνα: Γνώση, σ. 17-97.
 
Θεοδωροπούλου Α., 1928. «Γιατί μας χρειάζεται η ψήφος», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 62.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp11988.pdf
 
Θεοδωροπούλου Α., 1928. «Η πρώτη δημόσια συγκέντρωση για τη γυναικεία ψήφο», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 64-65.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp12008.pdf
 
Θεοδωροπούλου Α., 1929. «Η δεύτερη δημόσια συγκέντρωση για την ψήφο της γυναίκας», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 89-90.
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp12262.pdf
 
Μπουτζουβή, Α., 2003. «Γυναικείο κίνημα. Όψεις και δράσεις 1909-1922, στο: Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 6, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα-ΔΟΛ, 2003, σ. 283-294.
 
Σαμίου Δ., 2004. «Οι Ελληνίδες 1922-1940: Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 7, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 65-76.
 
Σβώλου Μ., 1927. «Το Δ΄ Συνέδριο της Μικρής Αντάντ των Γυναικών», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 46-47. 
http://www.gender.panteion.gr/gr/pdfiles/clp11794.pdf
    

Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χαλάω / χαλῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χαλάω / χαλ»
 
(χαλάω = χαλαρώνω)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χαλ, χαλς, χαλ, χαλμεν, χαλτε, χαλσι(ν)
Υποτακτική
χαλ, χαλς, χαλ, χαλμεν, χαλτε, χαλσι(ν)
Ευκτική
χαλμι, χαλς, χαλ ή χαλην, χαλης, χαλη, χαλμεν, χαλτε, χαλεν
Προστακτική
---, χάλα, χαλάτω, ---, χαλτε, χαλώντων ή χαλάτωσαν
Απαρέμφατο
χαλν
Μετοχή
χαλν, χαλσα, χαλν
 
Παρατατικός
χάλων, χάλας, χάλα, χαλμεν, χαλτε, χάλων
 
Αόριστος
Οριστική
χάλασα, χάλασας, χάλασε(ν), χαλάσαμεν, χαλάσατε, χάλασαν
Υποτακτική
χαλάσω, χαλάσς, χαλάσ, χαλάσωμεν, χαλάσητε, χαλάσωσι(ν)
Ευκτική
χαλάσαιμι, χαλάσαις ή χαλάσειας, χαλάσαι ή χαλάσειε(ν), χαλάσαιμεν, χαλάσαιτε, χαλάσαιεν ή χαλάσειαν
Προστακτική
---, χάλασον, χαλασάτω, ---, χαλάσατε, χαλασάντων (ή χαλασάτωσαν)
Απαρέμφατο
χαλάσαι
Μετοχή
χαλάσας, χαλάσασα, χαλάσαν
 
Μέση φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χαλμαι, χαλ, χαλται, χαλώμεθα, χαλσθε, χαλνται
Υποτακτική
χαλμαι, χαλ, χαλται, χαλώμεθα, χαλσθε, χαλνται
Ευκτική
χαλμην, χαλο, χαλτο, χαλμεθα, χαλσθε, χαλντο
Προστακτική
--- χαλ, χαλάσθω, --- χαλσθε, χαλάσθων ή χαλάσθωσαν
Απαρέμφατο
χαλσθαι
Μετοχή
χαλώμενος, χαλωμένη, χαλώμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
χαλάσθην, χαλάσθης, χαλάσθη, χαλάσθημεν, χαλάσθητε, χαλάσθησαν
Υποτακτική
χαλασθ, χαλασθς, χαλασθ, χαλασθμεν, χαλασθτε, χαλασθσι(ν)
Ευκτική
χαλασθείην, χαλασθείης, χαλασθείη, χαλασθείημεν ή χαλασθεμεν, χαλασθείητε ή χαλασθετε, χαλασθείησαν ή χαλασθεεν
Προστακτική
---, χαλάσθητι, χαλασθήτω, ---, χαλάσθητε, χαλασθέντων ή χαλασθήτωσαν
Απαρέμφατο
χαλασθναι
Μετοχή
χαλασθείς
χαλασθεσα
χαλασθέν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...