Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινέω-ῶ»
κινῶ: ταράζω, ενοχλώ, θέτω σε κίνηση
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κινῶ, κινεῖς, κινεῖ, κινοῦμεν, κινεῖτε, κινοῦσι(ν)
Υποτακτική
κινῶ, κινῇς, κινῇ, κινῶμεν, κινῆτε, κινῶσι(ν)
Ευκτική
κινοῖμι, κινοῖς, κινοῖ, ή κινοίην, κινοίης, κινοίη, κινοῖμεν, κινοῖτε, κινοῖεν
Προστακτική
---, κίνει, κινείτω, ---, κινεῖτε, κινούντων (ή κινείτωσαν)
Απαρέμφατο
κινεῖν
Μετοχή
κινῶν, κινοῦσα, κινοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐκίνουν, ἐκίνεις, ἐκίνει, ἐκινοῦμεν, ἐκινεῖτε, ἐκίνουν
Μέλλοντας
Οριστική
κινήσω, κινήσεις, κινήσει, κινήσομεν, κινήσετε,
κινήσουσι(ν)
Ευκτική
κινήσοιμι, κινήσοις, κινήσοι, κινήσοιμεν,
κινήσοιτε, κινήσοιεν
Απαρέμφατο
κινήσειν
Μετοχή
κινήσων, κινήσουσα, κινῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐκίνησα, ἐκίνησας, ἐκίνησε(ν), ἐκινήσαμεν, ἐκινήσατε, ἐκίνησαν
Υποτακτική
κινήσω, κινήσῃς, κινήσῃ, κινήσωμεν, κινήσητε, κινήσωσι(ν)
Ευκτική
κινήσαιμι, κινήσαις ή κινήσειας, κινήσαι
ή κινήσαιε(ν) κινήσαιμεν, κινήσαιτε, κινήσαιεν ή κινήσειαν
Προστακτική
---, κίνησον, κινησάτω, ---, κινήσατε,
κινησάντων (ή κινησάτωσαν)
Απαρέμφατο
κινῆσαι
Μετοχή
κινήσας, κινήσασα, κινῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκίνηκα, κεκίνηκας, κεκίνηκε, κεκινήκαμεν, κεκινήκατε,
κεκινήκασι(ν)
Υποτακτική
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός
ὦ
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός ᾖς
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός ᾖ
κεκινηκότες- κεκινηκυῖαι- κεκινηκότα ὦμεν
κεκινηκότες- κεκινηκυῖαι- κεκινηκότα ἦτε
κεκινηκότες- κεκινηκυῖαι- κεκινηκότα ὦσι
Ευκτική
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός εἴην
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός εἴης
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός εἴη
κεκινηκότες- κεκινηκυῖαι- κεκινηκότα εἴημεν (εἶμεν)
κεκινηκότες- κεκινηκυῖαι- κεκινηκότα εἴητε (εἶτε)
κεκινηκότες- κεκινηκυῖαι- κεκινηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός ἴσθι
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός ἔστω
---
κεκινηκότες- κεκινηκυῖαι- κεκινηκότα ἔστε
κεκινηκότες- κεκινηκυῖαι- κεκινηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
κεκινηκέναι
Μετοχή
κεκινηκώς- κεκινηκυῖα- κεκινηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκινήκειν, ἐκεκινήκεις, ἐκεκινήκει, ἐκεκινήκεμεν, ἐκεκινήκετε, ἐκεκινήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κινοῦμαι,
κινῇ ή κινεῖ, κινεῖται, κινούμεθα, κινεῖσθε, κινοῦνται
Υποτακτική
κινῶμαι, κινῇ, κινῆται, κινώμεθα, κινῆσθε, κινῶνται
Ευκτική
κινοίμην, κινοῖο, κινοῖτο, κινοίμεθα, κινοῖσθε, κινοῖντο
Προστακτική
---, κινοῦ, κινείσθω, ---, κινεῖσθε, κινείσθων ή κινείσθωσαν
Απαρέμφατο
κινεῖσθαι
Μετοχή
κινούμενος
κινουμένη
κινούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκινούμην, ἐκινοῦ, ἐκινεῖτο, ἐκινούμεθα, ἐκινεῖσθε, ἐκινοῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
κινήσομαι, κινήσῃ ή κινήσει, κινήσεται, κινησόμεθα, κινήσεσθε,
κινήσονται
Ευκτική
κινησοίμην, κινήσοιο, κινήσοιτο, κινησοίμεθα,
κινήσοισθε, κινήσοιντο
Απαρέμφατο
κινήσεσθαι
Μετοχή
κινησόμενος
κινησομένη
κινησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κινηθήσομαι, κινηθήσῃ ή κινηθήσει, κινηθήσεται, κινηθησόμεθα,
κινηθήσεσθε, κινηθήσονται
Ευκτική
κινηθησοίμην, κινηθήσοιο, κινηθήσοιτο,
κινηθησοίμεθα, κινηθήσοισθε, κινηθήσοιντο
Απαρέμφατο
κινηθήσεσθαι
Μετοχή
κινηθησόμενος
κινηθησομένη
κινηθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκινήθην, ἐκινήθης, ἐκινήθη, ἐκινήθημεν, ἐκινήθητε, ἐκινήθησαν
Υποτακτική
κινηθῶ, κινηθῇς, κινηθῇ, κινηθῶμεν, κινηθῆτε, κινηθῶσι(ν)
Ευκτική
κινηθείην, κινηθείης, κινηθείη, κινηθείημεν
ή κινηθεῖμεν, κινηθείητε ή κινηθεῖτε, κινηθείησαν ή κινηθεῖεν
Προστακτική
---, κινήθητι, κινηθήτω, ---, κινήθητε,
κινηθέντων ή κινηθήτωσαν
Απαρέμφατο
κινηθῆναι
Μετοχή
κινηθείς
κινηθεῖσα
κινηθέν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκίνημαι, κεκίνησαι, κεκίνηται, κεκινήμεθα, κεκίνησθε,
κεκίνηνται
Υποτακτική
κεκινημένος- κεκινημένη-
κεκινημένον ὦ
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον ᾖς
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον ᾖ
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα ὦμεν
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα ἦτε
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα ὦσι
Ευκτική
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον εἴην
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον εἴης
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον εἴη
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα εἴημεν (εἶμεν)
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα εἴητε (εἶτε)
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, κεκίνησο, κεκινήσθω, ---, κεκίνησθε,
κεκινήσθων ή κεκινήσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκινῆσθαι
Μετοχή
κεκινημένος,
κεκινημένη,
κεκινημένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκινήμην, ἐκεκίνησο, ἐκεκίνητο, ἐκεκινήμεθα, ἐκεκίνησθε, ἐκεκίνηντο
Bobby
Kostadinov
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλάπτω»
Ενεργητική Φωνή
(Το α του ρήματος είναι βραχύχρονο)
Ενεστώτας
Οριστική
βλάπτω, βλάπτεις, βλάπτει, βλάπτομεν, βλάπτετε,
βλάπτουσι(ν)
Υποτακτική
βλάπτω, βλάπτῃς, βλάπτῃ, βλάπτωμεν, βλάπτητε, βλάπτωσι(ν)
Ευκτική
βλάπτοιμι, βλάπτοις, βλάπτοι, βλάπτοιμεν,
βλάπτοιτε, βλάπτοιεν
Προστακτική
---, βλάπτε, βλαπτέτω, ---, βλάπτετε, βλαπτόντων
(ή βλαπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
βλάπτειν
Μετοχή
βλάπτων, βλάπτουσα, βλάπτον
Παρατατικός
Οριστική
ἔβλαπτον, ἔβλαπτες, ἔβλαπτε, ἐβλάπτομεν, ἐβλάπτετε, ἔβλαπτον
Μέλλοντας
Οριστική
βλάψω,
βλάψεις, βλάψει, βλάψομεν, βλάψετε, βλάψουσι(ν)
Ευκτική
βλάψοιμι, βλάψοις, βλάψοι, βλάψοιμεν, βλάψοιτε,
βλάψοιεν
Απαρέμφατο
βλάψειν
Μετοχή
βλάψων, βλάψουσα, βλάψον
Αόριστος
Οριστική
ἔβλαψα,
ἔβλαψας, ἔβλαψε(ν), ἐβλάψαμεν, ἐβλάψατε, ἔβλαψαν
Υποτακτική
βλάψω, βλάψῃς, βλάψῃ, βλάψωμεν, βλάψητε, βλάψωσι(ν)
Ευκτική
βλάψαιμι, βλάψαις ή βλάψειας, βλάψαι ή βλάψειε(ν),
βλάψαιμεν, βλάψαιτε, βλάψαιεν ή βλάψειαν
Προστακτική
---, βλάψον, βλαψάτω, ---, βλάψατε, βλαψάντων
(ή βλαψάτωσαν)
Απαρέμφατο
βλάψαι
Μετοχή
βλάψας, βλάψασα, βλάψαν
Παρακείμενος
Οριστική
βέβλαφα, βέβλαφας, βέβλαφε, βεβλάφαμεν, βεβλάφατε,
βεβλάφασι(ν)
Υποτακτική
βεβλαφώς-
βεβλαφυῖα- βεβλαφός
ὦ
βεβλαφώς- βεβλαφυῖα- βεβλαφός ᾖς
βεβλαφώς- βεβλαφυῖα- βεβλαφός ᾖ
βεβλαφότες-
βεβλαφυῖαι- βεβλαφότα
ὦμεν
βεβλαφότες- βεβλαφυῖαι- βεβλαφότα ἦτε
βεβλαφότες- βεβλαφυῖαι- βεβλαφότα ὦσι
Ευκτική
βεβλαφώς- βεβλαφυῖα- βεβλαφός εἴην
βεβλαφώς- βεβλαφυῖα- βεβλαφός εἴης
βεβλαφώς- βεβλαφυῖα- βεβλαφός εἴη
βεβλαφότες- βεβλαφυῖαι- βεβλαφότα εἴημεν (εἶμεν)
βεβλαφότες- βεβλαφυῖαι- βεβλαφότα εἴητε (εἶτε)
βεβλαφότες- βεβλαφυῖαι- βεβλαφότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
βεβλαφώς- βεβλαφυῖα- βεβλαφός ἴσθι
βεβλαφώς- βεβλαφυῖα- βεβλαφός ἔστω
---
βεβλαφότες- βεβλαφυῖαι- βεβλαφότα ἔστε
βεβλαφότες- βεβλαφυῖαι- βεβλαφότα ἔστων
Απαρέμφατο
βεβλαφέναι
Μετοχή
βεβλαφώς- βεβλαφυῖα- βεβλαφός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐβεβλάφειν, ἐβεβλάφεις, ἐβεβλάφει, ἐβεβλάφεμεν, ἐβεβλάφετε, ἐβεβλάφεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βλάπτομαι, βλάπτῃ ή βλάπτει, βλάπτεται, βλαπτόμεθα, βλάπτεσθε,
βλάπτονται
Υποτακτική
βλάπτωμαι, βλάπτῃ, βλάπτηται, βλαπτώμεθα, βλάπτησθε, βλάπτωνται
Ευκτική
βλαπτοίμην, βλάπτοιο, βλάπτοιτο, βλαπτοίμεθα,
βλάπτοισθε, βλάπτοιντο
Προστακτική
---, βλάπτου, βλαπτέσθω, ---, βλάπτεσθε,
βλαπτέσθων ή βλαπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
βλάπτεσθαι
Μετοχή
βλαπτόμενος
βλαπτομένη
βλαπτόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐβλαπτόμην, ἐβλάπτου, ἐβλάπτετο, ἐβλαπτόμεθα, ἐβλάπτεσθε, ἐβλάπτοντο
Μέλλοντας
Οριστική
βλάψομαι, βλάψῃ ή βλάψει, βλάψεται, βλαψόμεθα,
βλάψεσθε, βλάψονται
Ευκτική
βλαψοίμην, βλάψοιο, βλάψοιτο,
βλαψοίμεθα, βλάψοισθε, βλάψοιντο
Απαρέμφατο
βλάψεσθαι
Μετοχή
βλαψόμενος
βλαψομένη
βλαψόμενον
Παθητικός
Μέλλοντας Β΄
Οριστική
βλαβήσομαι, βλαβήσῃ ή βλαβήσει, βλαβήσεται, βλαβησόμεθα,
βλαβήσεσθε, βλαβήσονται
Ευκτική
βλαβησοίμην, βλαβήσοιο, βλαβήσοιτο,
βλαβησοίμεθα, βλαβήσοισθε, βλαβήσοιντο
Απαρέμφατο
βλαβήσεσθαι
Μετοχή
βλαβησόμενος
βλαβησομένη
βλαβησόμενον
Παθητικός
Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐβλάφθην, ἐβλάφθης, ἐβλάφθη, ἐβλάφθημεν, ἐβλάφθητε, ἐβλάφθησαν
Υποτακτική
βλαφθῶ, βλαφθῇς, βλαφθῇ, βλαφθῶμεν, βλαφθῆτε, βλαφθῶσι(ν)
Ευκτική
βλαφθείην, βλαφθείης, βλαφθείη,
βλαφθείημεν ή βλαφθεῖμεν,
βλαφθείητε ή βλαφθεῖτε,
βλαφθείησαν ή βλαφθεῖεν
Προστακτική
---, βλάφθητι, βλαφθήτω, ---, βλάφθητε,
βλαφθέντων ή βλαφθήτωσαν
Απαρέμφατο
βλαφθῆναι
Μετοχή
βλαφθείς
βλαφθεῖσα
βλαφθέν
Παθητικός
Αόριστος B΄
Οριστική
ἐβλάβην, ἐβλάβης, ἐβλάβη, ἐβλάβημεν, ἐβλάβητε, ἐβλάβησαν
Υποτακτική
βλαβῶ, βλαβῇς, βλαβῇ, βλαβῶμεν, βλαβῆτε, βλαβῶσι(ν)
Ευκτική
βλαβείην, βλαβείης, βλαβείη, βλαβείημεν
ή βλαβεῖμεν, βλαβείητε ή βλαβεῖτε, βλαβείησαν ή βλαβεῖεν
Προστακτική
---, βλάβηθι, βλαβήτω, ---, βλάβητε,
βλαβέντων ή βλαβήτωσαν
Απαρέμφατο
βλαβῆναι
Μετοχή
βλαβείς
βλαβεῖσα
βλαβέν
Παρακείμενος
Οριστική
βέβλαμμαι, βέβλαψαι, βέβλαπται, βεβλάμμεθα,
βέβλαφθε, βεβλαμμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
βεβλαμμένος- βεβλαμμένη- βεβλαμμένον ὦ
βεβλαμμένος- βεβλαμμένη- βεβλαμμένον ᾖς
βεβλαμμένος- βεβλαμμένη- βεβλαμμένον ᾖ
βεβλαμμένοι- βεβλαμμέναι- βεβλαμμένα ὦμεν
βεβλαμμένοι- βεβλαμμέναι- βεβλαμμένα ἦτε
βεβλαμμένοι- βεβλαμμέναι- βεβλαμμένα ὦσι
Ευκτική
βεβλαμμένος- βεβλαμμένη- βεβλαμμένον εἴην
βεβλαμμένος- βεβλαμμένη- βεβλαμμένον εἴης
βεβλαμμένος- βεβλαμμένη- βεβλαμμένον εἴη
βεβλαμμένοι- βεβλαμμέναι- βεβλαμμένα εἴημεν (εἶμεν)
βεβλαμμένοι- βεβλαμμέναι- βεβλαμμένα εἴητε (εἶτε)
βεβλαμμένοι- βεβλαμμέναι- βεβλαμμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, βέβλαψο, βεβλάφθω, --- βέβλαφθε,
βεβλάφθων ή βεβλάφθωσαν
Απαρέμφατο
βεβλάφθαι
Μετοχή
βεβλαμμένος,
βεβλαμμένη,
βεβλαμμένον
Υπερσυντέλικος
ἐβεβλάμμην, ἐβέβλαψο, ἐβέβλαπτο, ἐβεβλάμμεθα, ἐβέβλαφθε, βεβλαμμένοι ἦσαν