Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινέω-ῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινέω-»
 
κιν: ταράζω, ενοχλώ, θέτω σε κίνηση  
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κιν, κινες, κινε, κινομεν, κινετε, κινοσι(ν)
Υποτακτική
κιν, κινς, κιν, κινμεν, κιντε, κινσι(ν)
Ευκτική
κινομι, κινος, κινο, ή κινοίην, κινοίης, κινοίη, κινομεν, κινοτε, κινοεν
Προστακτική
---, κίνει, κινείτω, ---, κινετε, κινούντων (ή κινείτωσαν)
Απαρέμφατο
κινεν
Μετοχή
κινν, κινοσα, κινον
 
Παρατατικός
Οριστική
κίνουν, κίνεις, κίνει, κινομεν, κινετε, κίνουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
κινήσω, κινήσεις, κινήσει, κινήσομεν, κινήσετε, κινήσουσι(ν)
Ευκτική
κινήσοιμι, κινήσοις, κινήσοι, κινήσοιμεν, κινήσοιτε, κινήσοιεν
Απαρέμφατο
κινήσειν
Μετοχή
κινήσων, κινήσουσα, κινσον
 
Αόριστος
Οριστική
κίνησα, κίνησας, κίνησε(ν), κινήσαμεν, κινήσατε, κίνησαν
Υποτακτική
κινήσω, κινήσς, κινήσ, κινήσωμεν, κινήσητε, κινήσωσι(ν)
Ευκτική
κινήσαιμι, κινήσαις ή κινήσειας, κινήσαι ή κινήσαιε(ν) κινήσαιμεν, κινήσαιτε, κινήσαιεν ή κινήσειαν
Προστακτική
---, κίνησον, κινησάτω, ---, κινήσατε, κινησάντων (ή κινησάτωσαν)
Απαρέμφατο
κινσαι
Μετοχή
κινήσας, κινήσασα, κινσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκίνηκα, κεκίνηκας, κεκίνηκε, κεκινήκαμεν, κεκινήκατε, κεκινήκασι(ν)
 
Υποτακτική
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός ς
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός
κεκινηκότες- κεκινηκυαι- κεκινηκότα μεν
κεκινηκότες- κεκινηκυαι- κεκινηκότα τε
κεκινηκότες- κεκινηκυαι- κεκινηκότα σι
 
Ευκτική
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός εην
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός εης
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός εη
κεκινηκότες- κεκινηκυαι- κεκινηκότα εημεν (εμεν)
κεκινηκότες- κεκινηκυαι- κεκινηκότα εητε (ετε)
κεκινηκότες- κεκινηκυαι- κεκινηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός σθι
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός στω
---
κεκινηκότες- κεκινηκυαι- κεκινηκότα στε
κεκινηκότες- κεκινηκυαι- κεκινηκότα στων
 
Απαρέμφατο
κεκινηκέναι
Μετοχή
κεκινηκώς- κεκινηκυα- κεκινηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κεκινήκειν, κεκινήκεις, κεκινήκει, κεκινήκεμεν, κεκινήκετε, κεκινήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κινομαι, κιν ή κινε, κινεται, κινούμεθα, κινεσθε, κινονται
Υποτακτική
κινμαι, κιν, κινται, κινώμεθα, κινσθε, κιννται
Ευκτική
κινοίμην, κινοο, κινοτο, κινοίμεθα, κινοσθε, κινοντο
Προστακτική
---, κινο, κινείσθω, ---, κινεσθε, κινείσθων ή κινείσθωσαν
Απαρέμφατο
κινεσθαι
Μετοχή
κινούμενος
κινουμένη
κινούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κινούμην, κινο, κινετο, κινούμεθα, κινεσθε, κινοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
κινήσομαι, κινήσ ή κινήσει, κινήσεται, κινησόμεθα, κινήσεσθε, κινήσονται
Ευκτική
κινησοίμην, κινήσοιο, κινήσοιτο, κινησοίμεθα, κινήσοισθε, κινήσοιντο
Απαρέμφατο
κινήσεσθαι
Μετοχή
κινησόμενος
κινησομένη
κινησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κινηθήσομαι, κινηθήσ ή κινηθήσει, κινηθήσεται, κινηθησόμεθα, κινηθήσεσθε, κινηθήσονται
Ευκτική
κινηθησοίμην, κινηθήσοιο, κινηθήσοιτο, κινηθησοίμεθα, κινηθήσοισθε, κινηθήσοιντο
Απαρέμφατο
κινηθήσεσθαι
Μετοχή
κινηθησόμενος
κινηθησομένη
κινηθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κινήθην, κινήθης, κινήθη, κινήθημεν, κινήθητε, κινήθησαν
Υποτακτική
κινηθ, κινηθς, κινηθ, κινηθμεν, κινηθτε, κινηθσι(ν)
Ευκτική
κινηθείην, κινηθείης, κινηθείη, κινηθείημεν ή κινηθεμεν, κινηθείητε ή κινηθετε, κινηθείησαν ή κινηθεεν
Προστακτική
---, κινήθητι, κινηθήτω, ---, κινήθητε, κινηθέντων ή κινηθήτωσαν
Απαρέμφατο
κινηθναι
Μετοχή
κινηθείς
κινηθεσα
κινηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκίνημαι, κεκίνησαι, κεκίνηται, κεκινήμεθα, κεκίνησθε, κεκίνηνται
 
Υποτακτική
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον ς
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα μεν
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα τε
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα σι
 
Ευκτική
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον εην
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον εης
κεκινημένος- κεκινημένη- κεκινημένον εη
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα εημεν (εμεν)
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα εητε (ετε)
κεκινημένοι- κεκινημέναι- κεκινημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κεκίνησο, κεκινήσθω, ---, κεκίνησθε, κεκινήσθων ή κεκινήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκινσθαι
Μετοχή
κεκινημένος,
κεκινημένη,
κεκινημένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκινήμην, κεκίνησο, κεκίνητο, κεκινήμεθα, κεκίνησθε, κεκίνηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...