Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιμωρέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
The Death of Socrates painting by Jacques Louis David
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιμωρέω-»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τιμωρ, τιμωρες, τιμωρε, τιμωρομεν, τιμωρετε, τιμωροσι(ν)
Υποτακτική
τιμωρ, τιμωρς, τιμωρ, τιμωρμεν, τιμωρτε, τιμωρσι(ν)
Ευκτική
τιμωρομι, τιμωρος, τιμωρο, ή τιμωροίην, τιμωροίης, τιμωροίη, τιμωρομεν, τιμωροτε, τιμωροεν
Προστακτική
---, τιμώρει, τιμωρείτω, ---, τιμωρετε, τιμωρούντων (ή τιμωρείτωσαν)
Απαρέμφατο
τιμωρεν
Μετοχή
τιμωρν, τιμωροσα, τιμωρον
 
Παρατατικός
Οριστική
τιμώρουν, τιμώρεις, τιμώρει, τιμωρομεν, τιμωρετε, τιμώρουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρήσω, τιμωρήσεις, τιμωρήσει, τιμωρήσομεν, τιμωρήσετε, τιμωρήσουσι(ν)
Ευκτική
τιμωρήσοιμι, τιμωρήσοις, τιμωρήσοι, τιμωρήσοιμεν, τιμωρήσοιτε, τιμωρήσοιεν
Απαρέμφατο
τιμωρήσειν
Μετοχή
τιμωρήσων, τιμωρήσουσα, τιμωρσον
 
Αόριστος
Οριστική
τιμώρησα, τιμώρησας, τιμώρησε(ν), τιμωρήσαμεν, τιμωρήσατε, τιμώρησαν
Υποτακτική
τιμωρήσω, τιμωρήσς, τιμωρήσ, τιμωρήσωμεν, τιμωρήσητε, τιμωρήσωσι(ν)
Ευκτική
τιμωρήσαιμι, τιμωρήσαις ή τιμωρήσειας, τιμωρήσαι ή τιμωρήσαιε(ν) τιμωρήσαιμεν, τιμωρήσαιτε, τιμωρήσαιεν ή τιμωρήσειαν
Προστακτική
---, τιμώρησον, τιμωρησάτω, ---, τιμωρήσατε, τιμωρησάντων (ή τιμωρησάτωσαν)
Απαρέμφατο
τιμωρσαι
Μετοχή
τιμωρήσας, τιμωρήσασα, τιμωρσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τετιμώρηκα, τετιμώρηκας, τετιμώρηκε, τετιμωρήκαμεν, τετιμωρήκατε, τετιμωρήκασι(ν)
 
Υποτακτική
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός ς
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα μεν
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα τε
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα σι
 
Ευκτική
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός εην
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός εης
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός εη
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα εημεν (εμεν)
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα εητε (ετε)
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός σθι
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός στω
---
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα στε
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα στων
 
Απαρέμφατο
τετιμωρηκέναι
Μετοχή
τετιμωρηκώς, τετιμωρηκυα, τετιμωρηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
τετιμωρήκειν, τετιμωρήκεις, τετιμωρήκει, τετιμωρήκεμεν, τετιμωρήκετε, τετιμωρήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τιμωρομαι, τιμωρ ή τιμωρε, τιμωρεται, τιμωρούμεθα, τιμωρεσθε, τιμωρονται
Υποτακτική
τιμωρμαι, τιμωρ, τιμωρται, τιμωρώμεθα, τιμωρσθε, τιμωρνται
Ευκτική
τιμωροίμην, τιμωροο, τιμωροτο, τιμωροίμεθα, τιμωροσθε, τιμωροντο
Προστακτική
---, τιμωρο, τιμωρείσθω, ---, τιμωρεσθε, τιμωρείσθων ή τιμωρείσθωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρεσθαι
Μετοχή
τιμωρούμενος
τιμωρουμένη
τιμωρούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
τιμωρούμην, τιμωρο, τιμωρετο, τιμωρούμεθα, τιμωρεσθε, τιμωροντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρήσομαι, τιμωρήσ ή τιμωρήσει, τιμωρήσεται, τιμωρησόμεθα, τιμωρήσεσθε, τιμωρήσονται
Ευκτική
τιμωρησοίμην, τιμωρήσοιο, τιμωρήσοιτο, τιμωρησοίμεθα, τιμωρήσοισθε, τιμωρήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμωρήσεσθαι
Μετοχή
τιμωρησόμενος
τιμωρησομένη
τιμωρησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρηθήσομαι, τιμωρηθήσ ή τιμωρηθήσει, τιμωρηθήσεται, τιμωρηθησόμεθα, τιμωρηθήσεσθε, τιμωρηθήσονται
Ευκτική
τιμωρηθησοίμην, τιμωρηθήσοιο, τιμωρηθήσοιτο, τιμωρηθησοίμεθα, τιμωρηθήσοισθε, τιμωρηθήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμωρηθήσεσθαι
Μετοχή
τιμωρηθησόμενος
τιμωρηθησομένη
τιμωρηθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
τιμωρησάμην, τιμωρήσω, τιμωρήσατο, τιμωρησάμεθα, τιμωρήσασθε, τιμωρήσαντο
Υποτακτική
τιμωρήσωμαι, τιμωρήσ, τιμωρήσηται, τιμωρησώμεθα, τιμωρήσησθε, τιμωρήσωνται
Ευκτική
τιμωρησαίμην, τιμωρήσαιο, τιμωρήσαιτο, τιμωρησαίμεθα, τιμωρήσαισθε, τιμωρήσαιντο
Προστακτική
---, τιμώρησαι, τιμωρησάσθω, ---, τιμωρήσασθε, τιμωρησάσθων ή τιμωρησάσθωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρήσασθαι
Μετοχή
τιμωρησάμενος
τιμωρησαμένη
τιμωρησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
τιμωρήθην, τιμωρήθης, τιμωρήθη, τιμωρήθημεν, τιμωρήθητε, τιμωρήθησαν
Υποτακτική
τιμωρηθ, τιμωρηθς, τιμωρηθ, τιμωρηθμεν, τιμωρηθτε, τιμωρηθσι(ν)
Ευκτική
τιμωρηθείην, τιμωρηθείης, τιμωρηθείη, τιμωρηθείημεν ή τιμωρηθεμεν, τιμωρηθείητε ή τιμωρηθετε, τιμωρηθείησαν ή τιμωρηθεεν
Προστακτική
---, τιμωρήθητι, τιμωρηθήτω, ---, τιμωρήθητε, τιμωρηθέντων ή τιμωρηθήτωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρηθναι
Μετοχή
τιμωρηθείς
τιμωρηθεσα
τιμωρηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τετιμώρημαι, τετιμώρησαι, τετιμώρηται, τετιμωρήμεθα, τετιμώρησθε, τετιμώρηνται
 
Υποτακτική
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον ς
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα μεν
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα τε
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα σι
 
Ευκτική
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εην
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εης
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εη
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εημεν (εμεν)
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εητε (ετε)
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τετιμώρησο, τετιμωρήσθω, --- τετιμώρησθε, τετιμωρήσθων ή τετιμωρήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
τετιμωρσθαι
Μετοχή
τετιμωρημένος,
τετιμωρημένη,
τετιμωρημένον
 
Υπερσυντέλικος
τετιμωρήμην, τετιμώρησο, τετιμώρητο, τετιμωρήμεθα, τετιμώρησθε, τετιμώρηντο

Ιστορία Β΄ Λυκείου: Η Ευρώπη μετά τις Ανακαλύψεις (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Β΄ Λυκείου: Η Ευρώπη μετά τις Ανακαλύψεις (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται, να απαντήσετε στα εξής:
α. Ποιες ήταν οι οικονομικές συνέπειες των γεωγραφικών ανακαλύψεων;
β. Ποιες ήταν οι επιδράσεις της οικονομικής ανάπτυξης, που προκλήθηκε ως συνέπεια των ανακαλύψεων, στην κοινωνία;
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημαντικότερη συνέπεια αυτής της εξελίξεως ήταν η προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως. Οι υπερπόντιες χώρες αποτελούσαν μια απέραντη αγορά για όλα τα προϊόντα των μητροπόλεων[…]. Πρώτο, οι υπερπόντιες χώρες έδωσαν στον παλαιό κόσμο προϊόντα με τα οποία δημιουργήθηκαν εντελώς νέες βιομηχανίες. Δεύτερο, η επέκταση της Ευρώπης είχε σαν συνέπεια την εισαγωγή στην Ευρώπη τόσο μεγάλων ποσοτήτων χρυσού και αργύρου, που οι τιμές των αγαθών που βασίζονταν γενικά σ’ αυτά τα δύο μέταλλα, ανέβηκαν κατακόρυφα. Αυτή η άνοδος των τιμών υποκίνησε ανοδικά την οικονομική δραστηριότητα αλλά δημιούργησε σημαντική κοινωνική ένταση, ιδιαίτερα μεταξύ των γαιοκτημόνων και εκείνων των χωρικών που είχαν συνάψει μακροχρόνια συμβόλαια με τους κυρίους τους και των οποίων οι υποχρεώσεις εκφράζονταν σε χρήμα και ήταν σταθερές. Τρίτο, οι υπερπόντιες κατακτήσεις είχαν την τάση να μετακινήσουν το εμπορικό κέντρο και κατά συνέπεια την οικονομική δραστηριότητα από τη Μεσόγειο στις ακτές του Ατλαντικού - μια μετακίνηση που έχει μείνει στην ιστορία με τον όρο «Εμπορική Επανάσταση».
 
Clough, Sh. &. Rapp, R., Ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία, τ. Α’, (μτφρ. Φ. Διαμαντόπουλος κ.ά.), Παπαζήση, Αθήνα 1979, σσ. 181-182
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Μια σημαντική συνέπεια των γεωγραφικών ανακαλύψεων ήταν ότι το κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίστηκε από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό Ωκεανό και τη Βόρεια θάλασσα. Τα λιμάνια της Σεβίλλης, της Λισαβόνας και της Αμβέρσας απέκτησαν μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα από εκείνα της Βενετίας και της Γένουας. Με την εξέλιξη αυτή η δυτική και η βόρεια Ευρώπη έγιναν πια το κέντρο των διεθνών εξελίξεων. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από το παράθεμα, στο οποίο, μάλιστα, επισημαίνεται πως η μετατόπιση αυτή της οικονομικής δραστηριότητας επονομάστηκε «Εμπορική Επανάσταση».
Το ασήμι και το χρυσάφι που έφταναν στην Ευρώπη αύξησαν την κυκλοφορία του χρήματος και κατέστησαν το νόμισμα αποκλειστικό ανταλλακτικό μέσο και μέτρο όλων των αξιών. Τα κεφάλαια που συσσωρεύονταν από το εμπόριο άρχισαν να επενδύονται σε διάφορες εμπορικές, τραπεζικές, χρηματιστηριακές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Έτσι τέθηκαν οι βάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος στην Ευρώπη, ενώ η φεουδαρχική δομή της οικονομίας άρχισε να κλονίζεται.
Η βιοτεχνία παρουσίασε σημαντική πρόοδο στους τομείς της υφαντουργίας, της μεταξουργίας και της τυπογραφίας. Στην πρόοδο αυτή συνέβαλε αποφασιστικά και ο σταδιακός παραγκωνισμός των μεσαιωνικών οικονομικών θεσμών, όπως ήταν οι συντεχνίες, που επέβαλλαν περιορισμούς στην ελεύθερη δραστηριότητα του ατόμου. Παραλλήλως, σύμφωνα με το παράθεμα, οι υπερπόντιες περιοχές προσέφεραν στους Ευρωπαίους μια νέα διευρυμένη αγορά για τα προϊόντα τους, παρέχοντάς τους συνάμα νέα προϊόντα για την ανάπτυξη βιομηχανιών που άλλοτε δεν υπήρχαν στον ευρωπαϊκό χώρο.
Παρά την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου, η γεωργία εξακολουθούσε να αποτελεί το θεμέλιο της οικονομίας. Η γεωργική παραγωγή εμπλουτιζόταν σταδιακά με την καλλιέργεια αποικιακών προϊόντων, άγνωστων μέχρι τώρα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Όμως η εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων πολύτιμων μετάλλων στην Ευρώπη προκάλεσε πτώση της τιμής τους, ενώ, αντίθετα, για τους ίδιους λόγους οι τιμές των αγαθών αυξήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις κατά 300 % με 400 % στα τέλη του 16ου αιώνα. Η δραστική αυτή αύξηση των τιμών επιβεβαιώνεται από το παράθεμα, στο οποίο, ωστόσο, τονίζεται πως αποτέλεσε αφορμή περαιτέρω ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας.
 
β. Οι οικονομικές μεταβολές της περιόδου αυτής δρομολόγησαν μια περιορισμένη στην αρχή αλλά ουσιαστική διαφοροποίηση της κοινωνίας. Κύριος μοχλός της διαδικασίας μετασχηματισμού ήταν μια νέα κοινωνική τάξη, η αστική.
Οι συνέπειες των οικονομικών μεταβολών στις άλλες κοινωνικές ομάδες ποίκιλλαν. Αν για τους χωρικούς η άνοδος των τιμών μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα, στους ευγενείς και στους εργάτες οι επιπτώσεις ήταν ολέθριες. Όπως διευκρινίζεται στο παράθεμα, κύριο απότοκο των νέων αλλαγών υπήρξε η ένταση ανάμεσα στους γαιοκτήμονες και τους χωρικούς που συνεργάζονταν μαζί τους έχοντας υπογράψει πολυετή συμβόλαια για την ετήσια καταβολή σταθερού χρηματικού ποσού. Ένταση που εδραζόταν στο γεγονός ότι ενώ οι χωρικοί είχαν αυξήσει τα έσοδά τους συνέχιζαν να καταβάλουν το ίδιο -περιορισμένο- χρηματικό ποσό στους ιδιοκτήτες της γης που εκμεταλλεύονταν.
Γενικά η κοινωνία βρισκόταν σε μια φάση αναπροσαρμογών και έντονων αναταράξεων, καθώς εισερχόταν πια σε μια μακρόχρονη διαδικασία, η οποία επρόκειτο να ωριμάσει το 18ο αιώνα μέσα στο πλαίσιο του Διαφωτισμού. Από την άλλη πλευρά η ανάγκη αντιμετώπισης πρακτικών προβλημάτων, σε συνδυασμό προς τη σύμφυτη με τον άνθρωπο τάση για γνώση, οδήγησε στην ανάπτυξη ποικίλων επιστημονικών κλάδων, όπως της γεωγραφίας, της αστρονομίας, των μαθηματικών, της ζωολογίας, της βοτανικής, της εθνογραφίας και άλλων που διεύρυναν τους πνευματικούς ορίζοντες των ανθρώπων.

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φυλάττω / φυλάσσω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φυλάττω / φυλάσσω» 
 
φυλάττω: φυλάω, προσέχω, υπερασπίζω, αγρυπνώ
-        Το -α του ρήματος είναι βραχύχρονο.
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φυλάττω, φυλάττεις, φυλάττει, φυλάττομεν, φυλάττετε, φυλάττουσι(ν)
& φυλάσσω, φυλάσσεις, φυλάσσει, φυλάσσομεν, φυλάσσετε, φυλάσσουσι(ν)
Υποτακτική
φυλάττω, φυλάττς, φυλάττ, φυλάττωμεν, φυλάττητε, φυλάττωσι(ν)
Ευκτική
φυλάττοιμι, φυλάττοις, φυλάττοι, φυλάττοιμεν, φυλάττοιτε, φυλάττοιεν
Προστακτική
---, φύλλαττε, φυλαττέτω, ---, φυλάττετε, φυλαττόντων (ή φυλαττέτωσαν)
Απαρέμφατο
φυλάττειν
Μετοχή
φυλάττων, φυλάττουσα, φυλάττον
 
Παρατατικός
Οριστική
φύλαττον, φύλαττες, φύλαττε, φυλάττομεν, φυλάττετε, φύλαττον
 
Μέλλοντας
Οριστική
φυλάξω, φυλάξεις, φυλάξει, φυλάξομεν, φυλάξετε, φυλάξουσι(ν)
Ευκτική
φυλάξοιμι, φυλάξοις, φυλάξοι, φυλάξοιμεν, φυλάξοιτε, φυλάξοιεν
Απαρέμφατο
φυλάξειν
Μετοχή
φυλάξων, φυλάξουσα, φυλάξον
 
Αόριστος
Οριστική
φύλαξα, φύλαξας, φύλαξε(ν), φυλάξαμεν, φυλάξατε, φύλαξαν      
Υποτακτική
φυλάξω, φυλάξς, φυλάξ, φυλάξωμεν, φυλάξητε, φυλάξωσι(ν)
Ευκτική
φυλάξαιμι, φυλάξαις ή φυλάξειας, φυλάξαι ή φυλάξειε(ν), φυλάξαιμεν, φυλάξαιτε, φυλάξαιεν ή φυλάξειαν
Προστακτική
---, φύλαξον, φυλαξάτω, ---, φυλάξατε, φυλαξάντων (ή φυλαξάτωσαν)
Απαρέμφατο
φυλάξαι
Μετοχή
φυλάξας, φυλάξασα, φυλάξαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφύλακα, πεφύλακας, πεφύλακε, πεφυλάκαμεν, πεφυλάκατε, πεφυλάκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός ς
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα με
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα τε
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα σι
 
Ευκτική
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός εην
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός εης
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός εη
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα εημεν (εμεν)
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα εητε (ετε)
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός σθι
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός στω
---
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα στε
πεφυλακότες- πεφυλακυαι- πεφυλακότα στων
 
Απαρέμφατο
πεφυλακέναι
Μετοχή
πεφυλακώς- πεφυλακυα- πεφυλακός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φυλάττομαι, φυλάττ ή φυλάττει, φυλάττεται, φυλαττόμεθα, φυλάττεσθε, φυλάττονται
& φυλάσσομαι, φυλάσσ ή φυλάσσει, φυλάσσεται, φυλασσόμεθα, φυλάσσεσθε, φυλάσσονται
Υποτακτική
φυλάττωμαι, φυλάττ, φυλάττηται, φυλαττώμεθα, φυλάττησθε, φυλάττωνται
Ευκτική
φυλαττοίμην, φυλάττοιο, φυλάττοιτο, φυλαττοίμεθα, φυλάττοισθε, φυλάττοιντο
Προστακτική
---, φυλάττου, φυλαττέσθω, ---, φυλάττεσθε, φυλαττέσθων ή φυλαττέσθωσαν
Απαρέμφατο
φυλάττεσθαι
Μετοχή
φυλαττόμενος
φυλαττομένη
φυλαττόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
φυλαττόμην, φυλάττου, φυλάττετο, φυλαττόμεθα, φυλάττεσθε, φυλάττοντο
& φυλασσόμην, φυλάσσου, φυλάσσετο, φυλασσόμεθα, φυλάσσεσθε, φυλάσσοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
φυλάξομαι, φυλάξ ή φυλάξει, φυλάξεται, φυλαξόμεθα, φυλάξεσθε, φυλάξονται
Ευκτική
φυλαξοίμην, φυλάξοιο, φυλάξοιτο, φυλαξοίμεθα, φυλάξοισθε, φυλάξοιντο
Απαρέμφατο
φυλάξεσθαι
Μετοχή
φυλαξόμενος
φυλαξομένη
φυλαξόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φυλαχθήσομαι, φυλαχθήσ φυλαχθήσει, φυλαχθήσεται, φυλαχθησόμεθα, φυλαχθήσεσθε, φυλαχθήσονται
Ευκτική
φυλαχθησοίμην, φυλαχθήσοιο, φυλαχθήσοιτο, φυλαχθησοίμεθα, φυλαχθήσοισθε, φυλαχθήσοιντο
Απαρέμφατο
φυλαχθήσεσθαι
Μετοχή
φυλαχθησόμενος
φυλαχθησομένη
φυλαχθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
φυλαξάμην, φυλάξω, φυλάξατο, φυλαξάμεθα, φυλάξασθε, φυλάξαντο
Υποτακτική
φυλάξωμαι, φυλάξ, φυλάξηται, φυλαξώμεθα, φυλάξησθε, φυλάξωνται
Ευκτική
φυλαξαίμην, φυλάξαιο, φυλάξαιτο, φυλαξαίμεθα, φυλάξαισθε, φυλάξαιντο
Προστακτική
---, φύλαξαι, φυλαξάσθω, ---, φυλάξασθε, φυλαξάσθων
Απαρέμφατο
φυλάξασθαι
Μετοχή
φυλαξάμενος
φυλαξαμένη
φυλαξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
φυλάχθην, φυλάχθης, φυλάχθη, φυλάχθημεν, φυλάχθητε, φυλάχθησαν
Υποτακτική
φυλαχθ, φυλαχθς, φυλαχθ, φυλαχθμεν, φυλαχθτε, φυλαχθσι(ν)
Ευκτική
φυλαχθείην, φυλαχθείης, φυλαχθείη, φυλαχθείημεν ή φυλαχθεμεν, φυλαχθείητε ή φυλαχθετε, φυλαχθείησαν ή φυλαχθεεν
Προστακτική
---, φυλάχθητι, φυλαχθήτω, ---, φυλάχθητε, φυλαχθέντων ή φυλαχθήτωσαν
Απαρέμφατο
φυλαχθναι
Μετοχή
φυλαχθείς
φυλαχθεσα
φυλαχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφύλαγμαι, πεφύλαξαι, πεφύλακται, πεφυλάγμεθα, πεφύλαχθε, πεφυλαγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον ς
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα μεν
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα τε
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα σι
 
Ευκτική
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον εην
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον εης
πεφυλαγμένος- πεφυλαγμένη- πεφυλαγμένον εη
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα εημεν (εμεν)
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα εητε (ετε)
πεφυλαγμένοι- πεφυλαγμέναι- πεφυλαγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεφύλαξο, πεφυλάχθω, --- πεφύλαχθε, πεφυλάχθων ή πεφυλάχθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεφυλάχθαι
Μετοχή
πεφυλαγμένος,
πεφυλαγμένη,
πεφυλαγμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεφυλάγμην, πεφύλαξο, πεφύλακτο, πεφυλάγμεθα, πεφύλαχθε, πεφυλαγμένοι σαν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...