The Death of Socrates painting by Jacques Louis David
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιμωρέω-ῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τιμωρῶ, τιμωρεῖς, τιμωρεῖ, τιμωροῦμεν, τιμωρεῖτε, τιμωροῦσι(ν)
Υποτακτική
τιμωρῶ, τιμωρῇς, τιμωρῇ, τιμωρῶμεν, τιμωρῆτε, τιμωρῶσι(ν)
Ευκτική
τιμωροῖμι, τιμωροῖς, τιμωροῖ, ή τιμωροίην, τιμωροίης, τιμωροίη, τιμωροῖμεν, τιμωροῖτε, τιμωροῖεν
Προστακτική
---, τιμώρει, τιμωρείτω, ---, τιμωρεῖτε, τιμωρούντων (ή τιμωρείτωσαν)
Απαρέμφατο
τιμωρεῖν
Μετοχή
τιμωρῶν, τιμωροῦσα, τιμωροῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐτιμώρουν, ἐτιμώρεις, ἐτιμώρει, ἐτιμωροῦμεν, ἐτιμωρεῖτε, ἐτιμώρουν
Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρήσω, τιμωρήσεις, τιμωρήσει, τιμωρήσομεν, τιμωρήσετε, τιμωρήσουσι(ν)
Ευκτική
τιμωρήσοιμι, τιμωρήσοις, τιμωρήσοι, τιμωρήσοιμεν, τιμωρήσοιτε, τιμωρήσοιεν
Απαρέμφατο
τιμωρήσειν
Μετοχή
τιμωρήσων, τιμωρήσουσα, τιμωρῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐτιμώρησα, ἐτιμώρησας, ἐτιμώρησε(ν), ἐτιμωρήσαμεν, ἐτιμωρήσατε, ἐτιμώρησαν
Υποτακτική
τιμωρήσω, τιμωρήσῃς, τιμωρήσῃ, τιμωρήσωμεν, τιμωρήσητε, τιμωρήσωσι(ν)
Ευκτική
τιμωρήσαιμι, τιμωρήσαις ή τιμωρήσειας, τιμωρήσαι ή τιμωρήσαιε(ν) τιμωρήσαιμεν, τιμωρήσαιτε, τιμωρήσαιεν ή τιμωρήσειαν
Προστακτική
---, τιμώρησον, τιμωρησάτω, ---, τιμωρήσατε, τιμωρησάντων (ή τιμωρησάτωσαν)
Απαρέμφατο
τιμωρῆσαι
Μετοχή
τιμωρήσας, τιμωρήσασα, τιμωρῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
τετιμώρηκα, τετιμώρηκας, τετιμώρηκε, τετιμωρήκαμεν, τετιμωρήκατε, τετιμωρήκασι(ν)
Υποτακτική
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυῖα- τετιμωρηκός ὦ
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυῖα- τετιμωρηκός ᾖς
τετιμωρηκώς-
τετιμωρηκυῖα-
τετιμωρηκός ᾖ
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυῖαι- τετιμωρηκότα ὦμεν
τετιμωρηκότες-
τετιμωρηκυῖαι-
τετιμωρηκότα ἦτε
τετιμωρηκότες-
τετιμωρηκυῖαι-
τετιμωρηκότα ὦσι
Ευκτική
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυῖα- τετιμωρηκός εἴην
τετιμωρηκώς-
τετιμωρηκυῖα-
τετιμωρηκός εἴης
τετιμωρηκώς-
τετιμωρηκυῖα-
τετιμωρηκός εἴη
τετιμωρηκότες-
τετιμωρηκυῖαι-
τετιμωρηκότα εἴημεν
(εἶμεν)
τετιμωρηκότες-
τετιμωρηκυῖαι-
τετιμωρηκότα εἴητε
(εἶτε)
τετιμωρηκότες-
τετιμωρηκυῖαι-
τετιμωρηκότα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυῖα- τετιμωρηκός ἴσθι
τετιμωρηκώς-
τετιμωρηκυῖα-
τετιμωρηκός ἔστω
---
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυῖαι- τετιμωρηκότα ἔστε
τετιμωρηκότες-
τετιμωρηκυῖαι-
τετιμωρηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
τετιμωρηκέναι
Μετοχή
τετιμωρηκώς, τετιμωρηκυῖα, τετιμωρηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐτετιμωρήκειν, ἐτετιμωρήκεις, ἐτετιμωρήκει, ἐτετιμωρήκεμεν, ἐτετιμωρήκετε, ἐτετιμωρήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τιμωροῦμαι, τιμωρῇ ή τιμωρεῖ, τιμωρεῖται, τιμωρούμεθα, τιμωρεῖσθε, τιμωροῦνται
Υποτακτική
τιμωρῶμαι, τιμωρῇ, τιμωρῆται, τιμωρώμεθα, τιμωρῆσθε, τιμωρῶνται
Ευκτική
τιμωροίμην, τιμωροῖο, τιμωροῖτο, τιμωροίμεθα, τιμωροῖσθε, τιμωροῖντο
Προστακτική
---, τιμωροῦ, τιμωρείσθω, ---, τιμωρεῖσθε, τιμωρείσθων ή τιμωρείσθωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρεῖσθαι
Μετοχή
τιμωρούμενος
τιμωρουμένη
τιμωρούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτιμωρούμην, ἐτιμωροῦ, ἐτιμωρεῖτο, ἐτιμωρούμεθα, ἐτιμωρεῖσθε, ἐτιμωροῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρήσομαι, τιμωρήσῃ ή τιμωρήσει, τιμωρήσεται, τιμωρησόμεθα, τιμωρήσεσθε, τιμωρήσονται
Ευκτική
τιμωρησοίμην, τιμωρήσοιο, τιμωρήσοιτο, τιμωρησοίμεθα, τιμωρήσοισθε, τιμωρήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμωρήσεσθαι
Μετοχή
τιμωρησόμενος
τιμωρησομένη
τιμωρησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρηθήσομαι, τιμωρηθήσῃ ή τιμωρηθήσει, τιμωρηθήσεται, τιμωρηθησόμεθα, τιμωρηθήσεσθε, τιμωρηθήσονται
Ευκτική
τιμωρηθησοίμην, τιμωρηθήσοιο, τιμωρηθήσοιτο, τιμωρηθησοίμεθα, τιμωρηθήσοισθε, τιμωρηθήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμωρηθήσεσθαι
Μετοχή
τιμωρηθησόμενος
τιμωρηθησομένη
τιμωρηθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐτιμωρησάμην, ἐτιμωρήσω, ἐτιμωρήσατο, ἐτιμωρησάμεθα, ἐτιμωρήσασθε, ἐτιμωρήσαντο
Υποτακτική
τιμωρήσωμαι, τιμωρήσῃ, τιμωρήσηται, τιμωρησώμεθα, τιμωρήσησθε, τιμωρήσωνται
Ευκτική
τιμωρησαίμην, τιμωρήσαιο, τιμωρήσαιτο, τιμωρησαίμεθα, τιμωρήσαισθε, τιμωρήσαιντο
Προστακτική
---, τιμώρησαι, τιμωρησάσθω, ---, τιμωρήσασθε, τιμωρησάσθων ή τιμωρησάσθωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρήσασθαι
Μετοχή
τιμωρησάμενος
τιμωρησαμένη
τιμωρησάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐτιμωρήθην, ἐτιμωρήθης, ἐτιμωρήθη, ἐτιμωρήθημεν, ἐτιμωρήθητε, ἐτιμωρήθησαν
Υποτακτική
τιμωρηθῶ, τιμωρηθῇς, τιμωρηθῇ, τιμωρηθῶμεν, τιμωρηθῆτε, τιμωρηθῶσι(ν)
Ευκτική
τιμωρηθείην, τιμωρηθείης, τιμωρηθείη, τιμωρηθείημεν ή τιμωρηθεῖμεν, τιμωρηθείητε ή τιμωρηθεῖτε, τιμωρηθείησαν ή τιμωρηθεῖεν
Προστακτική
---, τιμωρήθητι, τιμωρηθήτω, ---, τιμωρήθητε, τιμωρηθέντων ή τιμωρηθήτωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρηθῆναι
Μετοχή
τιμωρηθείς
τιμωρηθεῖσα
τιμωρηθέν
Παρακείμενος
Οριστική
τετιμώρημαι, τετιμώρησαι, τετιμώρηται, τετιμωρήμεθα, τετιμώρησθε, τετιμώρηνται
Υποτακτική
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον ὦ
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον ᾖς
τετιμωρημένος-
τετιμωρημένη- τετιμωρημένον ᾖ
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα ὦμεν
τετιμωρημένοι-
τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα ἦτε
τετιμωρημένοι-
τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα ὦσι
Ευκτική
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εἴην
τετιμωρημένος-
τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εἴης
τετιμωρημένος-
τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εἴη
τετιμωρημένοι-
τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εἴημεν
(εἶμεν)
τετιμωρημένοι-
τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εἴητε
(εἶτε)
τετιμωρημένοι-
τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---, τετιμώρησο, τετιμωρήσθω, --- τετιμώρησθε, τετιμωρήσθων ή τετιμωρήσθωσαν
Απαρέμφατο
τετιμωρῆσθαι
Μετοχή
τετιμωρημένος,
τετιμωρημένη,
τετιμωρημένον
Υπερσυντέλικος
ἐτετιμωρήμην, ἐτετιμώρησο, ἐτετιμώρητο, ἐτετιμωρήμεθα, ἐτετιμώρησθε, ἐτετιμώρηντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιμωρέω-ῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τιμωρῶ, τιμωρεῖς, τιμωρεῖ, τιμωροῦμεν, τιμωρεῖτε, τιμωροῦσι(ν)
τιμωρῶ, τιμωρῇς, τιμωρῇ, τιμωρῶμεν, τιμωρῆτε, τιμωρῶσι(ν)
τιμωροῖμι, τιμωροῖς, τιμωροῖ, ή τιμωροίην, τιμωροίης, τιμωροίη, τιμωροῖμεν, τιμωροῖτε, τιμωροῖεν
---, τιμώρει, τιμωρείτω, ---, τιμωρεῖτε, τιμωρούντων (ή τιμωρείτωσαν)
τιμωρεῖν
τιμωρῶν, τιμωροῦσα, τιμωροῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐτιμώρουν, ἐτιμώρεις, ἐτιμώρει, ἐτιμωροῦμεν, ἐτιμωρεῖτε, ἐτιμώρουν
Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρήσω, τιμωρήσεις, τιμωρήσει, τιμωρήσομεν, τιμωρήσετε, τιμωρήσουσι(ν)
τιμωρήσοιμι, τιμωρήσοις, τιμωρήσοι, τιμωρήσοιμεν, τιμωρήσοιτε, τιμωρήσοιεν
Απαρέμφατο
τιμωρήσειν
Μετοχή
τιμωρήσων, τιμωρήσουσα, τιμωρῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐτιμώρησα, ἐτιμώρησας, ἐτιμώρησε(ν), ἐτιμωρήσαμεν, ἐτιμωρήσατε, ἐτιμώρησαν
τιμωρήσω, τιμωρήσῃς, τιμωρήσῃ, τιμωρήσωμεν, τιμωρήσητε, τιμωρήσωσι(ν)
τιμωρήσαιμι, τιμωρήσαις ή τιμωρήσειας, τιμωρήσαι ή τιμωρήσαιε(ν) τιμωρήσαιμεν, τιμωρήσαιτε, τιμωρήσαιεν ή τιμωρήσειαν
Προστακτική
---, τιμώρησον, τιμωρησάτω, ---, τιμωρήσατε, τιμωρησάντων (ή τιμωρησάτωσαν)
Απαρέμφατο
τιμωρῆσαι
τιμωρήσας, τιμωρήσασα, τιμωρῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
τετιμώρηκα, τετιμώρηκας, τετιμώρηκε, τετιμωρήκαμεν, τετιμωρήκατε, τετιμωρήκασι(ν)
Υποτακτική
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυῖα- τετιμωρηκός ὦ
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυῖα- τετιμωρηκός ᾖς
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυῖαι- τετιμωρηκότα ὦμεν
Ευκτική
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυῖα- τετιμωρηκός εἴην
Προστακτική
---
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυῖα- τετιμωρηκός ἴσθι
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυῖαι- τετιμωρηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
τετιμωρηκέναι
Μετοχή
τετιμωρηκώς, τετιμωρηκυῖα, τετιμωρηκός
Οριστική
ἐτετιμωρήκειν, ἐτετιμωρήκεις, ἐτετιμωρήκει, ἐτετιμωρήκεμεν, ἐτετιμωρήκετε, ἐτετιμωρήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τιμωροῦμαι, τιμωρῇ ή τιμωρεῖ, τιμωρεῖται, τιμωρούμεθα, τιμωρεῖσθε, τιμωροῦνται
τιμωρῶμαι, τιμωρῇ, τιμωρῆται, τιμωρώμεθα, τιμωρῆσθε, τιμωρῶνται
τιμωροίμην, τιμωροῖο, τιμωροῖτο, τιμωροίμεθα, τιμωροῖσθε, τιμωροῖντο
---, τιμωροῦ, τιμωρείσθω, ---, τιμωρεῖσθε, τιμωρείσθων ή τιμωρείσθωσαν
τιμωρεῖσθαι
τιμωρούμενος
τιμωρουμένη
τιμωρούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτιμωρούμην, ἐτιμωροῦ, ἐτιμωρεῖτο, ἐτιμωρούμεθα, ἐτιμωρεῖσθε, ἐτιμωροῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρήσομαι, τιμωρήσῃ ή τιμωρήσει, τιμωρήσεται, τιμωρησόμεθα, τιμωρήσεσθε, τιμωρήσονται
τιμωρησοίμην, τιμωρήσοιο, τιμωρήσοιτο, τιμωρησοίμεθα, τιμωρήσοισθε, τιμωρήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμωρήσεσθαι
Μετοχή
τιμωρησόμενος
τιμωρησομένη
τιμωρησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρηθήσομαι, τιμωρηθήσῃ ή τιμωρηθήσει, τιμωρηθήσεται, τιμωρηθησόμεθα, τιμωρηθήσεσθε, τιμωρηθήσονται
τιμωρηθησοίμην, τιμωρηθήσοιο, τιμωρηθήσοιτο, τιμωρηθησοίμεθα, τιμωρηθήσοισθε, τιμωρηθήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμωρηθήσεσθαι
Μετοχή
τιμωρηθησόμενος
τιμωρηθησομένη
τιμωρηθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐτιμωρησάμην, ἐτιμωρήσω, ἐτιμωρήσατο, ἐτιμωρησάμεθα, ἐτιμωρήσασθε, ἐτιμωρήσαντο
τιμωρήσωμαι, τιμωρήσῃ, τιμωρήσηται, τιμωρησώμεθα, τιμωρήσησθε, τιμωρήσωνται
τιμωρησαίμην, τιμωρήσαιο, τιμωρήσαιτο, τιμωρησαίμεθα, τιμωρήσαισθε, τιμωρήσαιντο
Προστακτική
---, τιμώρησαι, τιμωρησάσθω, ---, τιμωρήσασθε, τιμωρησάσθων ή τιμωρησάσθωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρήσασθαι
Μετοχή
τιμωρησάμενος
τιμωρησαμένη
τιμωρησάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐτιμωρήθην, ἐτιμωρήθης, ἐτιμωρήθη, ἐτιμωρήθημεν, ἐτιμωρήθητε, ἐτιμωρήθησαν
τιμωρηθῶ, τιμωρηθῇς, τιμωρηθῇ, τιμωρηθῶμεν, τιμωρηθῆτε, τιμωρηθῶσι(ν)
τιμωρηθείην, τιμωρηθείης, τιμωρηθείη, τιμωρηθείημεν ή τιμωρηθεῖμεν, τιμωρηθείητε ή τιμωρηθεῖτε, τιμωρηθείησαν ή τιμωρηθεῖεν
---, τιμωρήθητι, τιμωρηθήτω, ---, τιμωρήθητε, τιμωρηθέντων ή τιμωρηθήτωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρηθῆναι
τιμωρηθείς
τιμωρηθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
τετιμώρημαι, τετιμώρησαι, τετιμώρηται, τετιμωρήμεθα, τετιμώρησθε, τετιμώρηνται
Υποτακτική
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον ὦ
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον ᾖς
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα ὦμεν
Ευκτική
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εἴην
Προστακτική
---, τετιμώρησο, τετιμωρήσθω, --- τετιμώρησθε, τετιμωρήσθων ή τετιμωρήσθωσαν
Απαρέμφατο
τετιμωρῆσθαι
τετιμωρημένος,
τετιμωρημένη,
τετιμωρημένον
Υπερσυντέλικος
ἐτετιμωρήμην, ἐτετιμώρησο, ἐτετιμώρητο, ἐτετιμωρήμεθα, ἐτετιμώρησθε, ἐτετιμώρηντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου