Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιμωρέω-ῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιμωρέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
The Death of Socrates painting by Jacques Louis David
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιμωρέω-»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τιμωρ, τιμωρες, τιμωρε, τιμωρομεν, τιμωρετε, τιμωροσι(ν)
Υποτακτική
τιμωρ, τιμωρς, τιμωρ, τιμωρμεν, τιμωρτε, τιμωρσι(ν)
Ευκτική
τιμωρομι, τιμωρος, τιμωρο, ή τιμωροίην, τιμωροίης, τιμωροίη, τιμωρομεν, τιμωροτε, τιμωροεν
Προστακτική
---, τιμώρει, τιμωρείτω, ---, τιμωρετε, τιμωρούντων (ή τιμωρείτωσαν)
Απαρέμφατο
τιμωρεν
Μετοχή
τιμωρν, τιμωροσα, τιμωρον
 
Παρατατικός
Οριστική
τιμώρουν, τιμώρεις, τιμώρει, τιμωρομεν, τιμωρετε, τιμώρουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρήσω, τιμωρήσεις, τιμωρήσει, τιμωρήσομεν, τιμωρήσετε, τιμωρήσουσι(ν)
Ευκτική
τιμωρήσοιμι, τιμωρήσοις, τιμωρήσοι, τιμωρήσοιμεν, τιμωρήσοιτε, τιμωρήσοιεν
Απαρέμφατο
τιμωρήσειν
Μετοχή
τιμωρήσων, τιμωρήσουσα, τιμωρσον
 
Αόριστος
Οριστική
τιμώρησα, τιμώρησας, τιμώρησε(ν), τιμωρήσαμεν, τιμωρήσατε, τιμώρησαν
Υποτακτική
τιμωρήσω, τιμωρήσς, τιμωρήσ, τιμωρήσωμεν, τιμωρήσητε, τιμωρήσωσι(ν)
Ευκτική
τιμωρήσαιμι, τιμωρήσαις ή τιμωρήσειας, τιμωρήσαι ή τιμωρήσαιε(ν) τιμωρήσαιμεν, τιμωρήσαιτε, τιμωρήσαιεν ή τιμωρήσειαν
Προστακτική
---, τιμώρησον, τιμωρησάτω, ---, τιμωρήσατε, τιμωρησάντων (ή τιμωρησάτωσαν)
Απαρέμφατο
τιμωρσαι
Μετοχή
τιμωρήσας, τιμωρήσασα, τιμωρσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τετιμώρηκα, τετιμώρηκας, τετιμώρηκε, τετιμωρήκαμεν, τετιμωρήκατε, τετιμωρήκασι(ν)
 
Υποτακτική
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός ς
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα μεν
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα τε
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα σι
 
Ευκτική
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός εην
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός εης
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός εη
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα εημεν (εμεν)
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα εητε (ετε)
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός σθι
τετιμωρηκώς- τετιμωρηκυα- τετιμωρηκός στω
---
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα στε
τετιμωρηκότες- τετιμωρηκυαι- τετιμωρηκότα στων
 
Απαρέμφατο
τετιμωρηκέναι
Μετοχή
τετιμωρηκώς, τετιμωρηκυα, τετιμωρηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
τετιμωρήκειν, τετιμωρήκεις, τετιμωρήκει, τετιμωρήκεμεν, τετιμωρήκετε, τετιμωρήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τιμωρομαι, τιμωρ ή τιμωρε, τιμωρεται, τιμωρούμεθα, τιμωρεσθε, τιμωρονται
Υποτακτική
τιμωρμαι, τιμωρ, τιμωρται, τιμωρώμεθα, τιμωρσθε, τιμωρνται
Ευκτική
τιμωροίμην, τιμωροο, τιμωροτο, τιμωροίμεθα, τιμωροσθε, τιμωροντο
Προστακτική
---, τιμωρο, τιμωρείσθω, ---, τιμωρεσθε, τιμωρείσθων ή τιμωρείσθωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρεσθαι
Μετοχή
τιμωρούμενος
τιμωρουμένη
τιμωρούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
τιμωρούμην, τιμωρο, τιμωρετο, τιμωρούμεθα, τιμωρεσθε, τιμωροντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρήσομαι, τιμωρήσ ή τιμωρήσει, τιμωρήσεται, τιμωρησόμεθα, τιμωρήσεσθε, τιμωρήσονται
Ευκτική
τιμωρησοίμην, τιμωρήσοιο, τιμωρήσοιτο, τιμωρησοίμεθα, τιμωρήσοισθε, τιμωρήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμωρήσεσθαι
Μετοχή
τιμωρησόμενος
τιμωρησομένη
τιμωρησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τιμωρηθήσομαι, τιμωρηθήσ ή τιμωρηθήσει, τιμωρηθήσεται, τιμωρηθησόμεθα, τιμωρηθήσεσθε, τιμωρηθήσονται
Ευκτική
τιμωρηθησοίμην, τιμωρηθήσοιο, τιμωρηθήσοιτο, τιμωρηθησοίμεθα, τιμωρηθήσοισθε, τιμωρηθήσοιντο
Απαρέμφατο
τιμωρηθήσεσθαι
Μετοχή
τιμωρηθησόμενος
τιμωρηθησομένη
τιμωρηθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
τιμωρησάμην, τιμωρήσω, τιμωρήσατο, τιμωρησάμεθα, τιμωρήσασθε, τιμωρήσαντο
Υποτακτική
τιμωρήσωμαι, τιμωρήσ, τιμωρήσηται, τιμωρησώμεθα, τιμωρήσησθε, τιμωρήσωνται
Ευκτική
τιμωρησαίμην, τιμωρήσαιο, τιμωρήσαιτο, τιμωρησαίμεθα, τιμωρήσαισθε, τιμωρήσαιντο
Προστακτική
---, τιμώρησαι, τιμωρησάσθω, ---, τιμωρήσασθε, τιμωρησάσθων ή τιμωρησάσθωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρήσασθαι
Μετοχή
τιμωρησάμενος
τιμωρησαμένη
τιμωρησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
τιμωρήθην, τιμωρήθης, τιμωρήθη, τιμωρήθημεν, τιμωρήθητε, τιμωρήθησαν
Υποτακτική
τιμωρηθ, τιμωρηθς, τιμωρηθ, τιμωρηθμεν, τιμωρηθτε, τιμωρηθσι(ν)
Ευκτική
τιμωρηθείην, τιμωρηθείης, τιμωρηθείη, τιμωρηθείημεν ή τιμωρηθεμεν, τιμωρηθείητε ή τιμωρηθετε, τιμωρηθείησαν ή τιμωρηθεεν
Προστακτική
---, τιμωρήθητι, τιμωρηθήτω, ---, τιμωρήθητε, τιμωρηθέντων ή τιμωρηθήτωσαν
Απαρέμφατο
τιμωρηθναι
Μετοχή
τιμωρηθείς
τιμωρηθεσα
τιμωρηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τετιμώρημαι, τετιμώρησαι, τετιμώρηται, τετιμωρήμεθα, τετιμώρησθε, τετιμώρηνται
 
Υποτακτική
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον ς
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα μεν
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα τε
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα σι
 
Ευκτική
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εην
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εης
τετιμωρημένος- τετιμωρημένη- τετιμωρημένον εη
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εημεν (εμεν)
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εητε (ετε)
τετιμωρημένοι- τετιμωρημέναι- τετιμωρημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τετιμώρησο, τετιμωρήσθω, --- τετιμώρησθε, τετιμωρήσθων ή τετιμωρήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
τετιμωρσθαι
Μετοχή
τετιμωρημένος,
τετιμωρημένη,
τετιμωρημένον
 
Υπερσυντέλικος
τετιμωρήμην, τετιμώρησο, τετιμώρητο, τετιμωρήμεθα, τετιμώρησθε, τετιμώρηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...