Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγνοέω-ἀγνοῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀγνοῶ, ἀγνοεῖς, ἀγνοεῖ, ἀγνοοῦμεν, ἀγνοεῖτε, ἀγνοοῦσι(ν)
Υποτακτική
ἀγνοῶ, ἀγνοῇς, ἀγνοῇ, ἀγνοῶμεν, ἀγνοῆτε, ἀγνοῶσι(ν)
Ευκτική
ἀγνοοῖμι, ἀγνοοῖς, ἀγνοοῖ (ή ἀγνοοίην, ἀγνοοίης, ἀγνοοίη), ἀγνοοῖμεν, ἀγνοοῖτε, ἀγνοοῖεν
Προστακτική
---,
ἀγνόει,
ἀγνοείτω,
---, ἀγνοεῖτε, ἀγνοούντων
Απαρέμφατο
ἀγνοεῖν
Μετοχή
ἀγνοῶν, ἀγνοοῦσα, ἀγνοοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἠγνόουν, ἠγνόεις, ἠγνόει, ἠγνοοῦμεν, ἠγνοεῖτε, ἠγνόουν
Μέλλοντας
Οριστική
ἀγνοήσω, ἀγνοήσεις, ἀγνοήσει, ἀγνοήσομεν, ἀγνοήσετε, ἀγνοήσουσι(ν)
Ευκτική
ἀγνοήσοιμι,
ἀγνοήσοις,
ἀγνοήσοι,
ἀγνοήσοιμεν,
ἀγνοήσοιτε,
ἀγνοήσοιεν
Απαρέμφατο
ἀγνοήσειν
Μετοχή
ἀγνοήσων,
ἀγνοήσουσα,
ἀγνοῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἠγνόησα, ἠγνόησας, ἠγνόησε(ν), ἠγνοήσαμεν, ἠγνοήσατε, ἠγνόησαν
Υποτακτική
ἀγνοήσω,
ἀγνοήσῃς, ἀγνοήσῃ, ἀγνοήσωμεν, ἀγνοήσητε, ἀγνοήσωσι(ν)
Ευκτική
ἀγνοήσαιμι,
ἀγνοήσαις
ή ἀγνοήσειας,
ἀγνοήσαι
ή ἀγνοήσειε(ν),
ἀγνοήσαιμεν,
ἀγνοήσαιτε,
ἀγνοήσαιεν
ή ἀγνοήσειαν
Προστακτική
---,
ἀγνόησον,
ἀγνοησάτω,
---, ἀγνοήσατε,
ἀγνοησάντων
(ή ἀγνοησάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀγνοῆσαι
Μετοχή
ἀγνοήσας,
ἀγνοήσασα,
ἀγνοῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἠγνόηκα, ἠγνόηκας, ἠγνόηκε, ἠγνοήκαμεν, ἠγνοήκατε, ἠγνοήκασι(ν)
Υποτακτική
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός ὦ
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός ᾖς
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός ᾖ
ἠγνοηκότες-
ἠγνοηκυῖαι- ἠγνοηκότα ὦμεν
ἠγνοηκότες-
ἠγνοηκυῖαι- ἠγνοηκότα ἦτε
ἠγνοηκότες-
ἠγνοηκυῖαι- ἠγνοηκότα ὦσι
Ευκτική
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός εἴην
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός εἴης
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός εἴη
ἠγνοηκότες-
ἠγνοηκυῖαι- ἠγνοηκότα εἴημεν (εἶμεν)
ἠγνοηκότες-
ἠγνοηκυῖαι- ἠγνοηκότα εἴητε (εἶτε)
ἠγνοηκότες-
ἠγνοηκυῖαι- ἠγνοηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός ἴσθι
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός ἔστω
---
ἠγνοηκότες- ἠγνοηκυῖαι- ἠγνοηκότα ἔστε
ἠγνοηκότες-
ἠγνοηκυῖαι- ἠγνοηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἠγνοηκέναι
Μετοχή
ἠγνοηκώς-
ἠγνοηκυῖα- ἠγνοηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἠγνοήκειν, ἠγνοήκεις, ἠγνοήκει, ἠγνοήκεμεν, ἠγνοήκετε, ἠγνοήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀγνοοῦμαι, ἀγνοῇ ή ἀγνοεῖ, ἀγνοεῖται, ἀγνοούμεθα, ἀγνοεῖσθε, ἀγνοοῦνται
Υποτακτική
ἀγνοῶμαι, ἀγνοῇ, ἀγνοῆται, ἀγνοώμεθα, ἀγνοῆσθε, ἀγνοῶνται
Ευκτική
ἀγνοοῖμην, ἀγνοοῖο, ἀγνοοῖτο, ἀγνοοίμεθα, ἀγνοοῖσθε, ἀγνοοῖντο
Προστακτική
---,
ἀγνοοῦ, ἀγνοείσθω, ---, ἀγνοεῖσθε, ἀγνοείσθων ή ἀγνοείσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀγνοεῖσθαι
Μετοχή
ἀγνοούμενος
ἀγνοουμένη
ἀγνοούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἠγνοούμην, ἠγνοοῦ, ἠγνοεῖτο, ἠγνοούμεθα, ἠγνοεῖσθε, ἠγνοοῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀγνοήσομαι, ἀγνοήσῃ ή ἀγνοήσει, ἀγνοήσεται, ἀγνοησόμεθα, ἀγνοήσεσθε, ἀγνοήσονται
Ευκτική
ἀγνοησοίμην,
ἀγνοήσοιο,
ἀγνοήσοιτο,
ἀγνοησοίμεθα,
ἀγνοήσοισθε,
ἀγνοήσοιντο
Απαρέμφατο
ἀγνοήσεσθαι
Μετοχή
ἀγνοησόμενος
ἀγνοησομένη
ἀγνοησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ἀγνοηθήσομαι, ἀγνοηθήσῃ ή ἀγνοηθήσει, ἀγνοηθήσεται, ἀγνοηθησόμεθα, ἀγνοηθήσεσθε, ἀγνοηθήσονται
Ευκτική
ἀγνοηθησοίμην,
ἀγνοηθήσοιο,
ἀγνοηθήσοιτο,
ἀγνοηθησοίμεθα,
ἀγνοηθήσοισθε,
ἀγνοηθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἀγνοηθήσεσθαι
Μετοχή
ἀγνοηθησόμενος
ἀγνοηθησομένη
ἀγνοηθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἠγνοησάμην, ἠγνοήσω, ἠγνοήσατο, ἠγνοησάμεθα, ἠγνοήσασθε, ἠγνοήσαντο
Υποτακτική
ἀγνοήσωμαι,
ἀγνοήσῃ, ἀγνοήσηται, ἀγνοησώμεθα, ἀγνοήσησθε, ἀγνοήσωνται
Ευκτική
ἀγνοησαίμην,
ἀγνοήσαιο,
ἀγνοήσαιτο,
ἀγνοησαίμεθα,
ἀγνοήσαισθε,
ἀγνοήσαιντο
Προστακτική
---,
ἀγνόησαι,
ἀγνοησάσθω,
---, ἀγνοήσασθε,
ἀγνοησάσθων
ή ἀγνοησάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀγνοήσασθαι
Μετοχή
ἀγνοησάμενος
ἀγνοησαμένη
ἀγνοησάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἠγνοήθην, ἠγνοήθης, ἠγνοήθη, ἠγνοήθημεν, ἠγνοήθητε, ἠγνοήθησαν
Υποτακτική
ἀγνοηθῶ, ἀγνοηθῇς, ἀγνοηθῇ, ἀγνοηθῶμεν, ἀγνοηθῆτε, ἀγνοηθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀγνοηθείην,
ἀγνοηθείης,
ἀγνοηθείη,
ἀγνοηθείημεν
ή ἀγνοηθεῖμεν, ἀγνοηθείητε ή ἀγνοηθεῖτε, ἀγνοηθείησαν ή ἀγνοηθεῖεν
Προστακτική
---,
ἀγνοήθητι,
ἀγνοηθήτω,
---, ἀγνοήθητε,
ἀγνοηθέντων
ή ἀγνοηθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀγνοηθῆναι
Μετοχή
ἀγνοηθείς
ἀγνοηθεῖσα
ἀγνοηθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἠγνόημαι, ἠγνόησαι, ἠγνόηται, ἠγνοήμεθα, ἠγνόησθε, ἠγνόηνται
Υποτακτική
ἠγνοημένος-
ἠγνοημένη-
ἠγνοημένον
ὦ
ἠγνοημένος-
ἠγνοημένη-
ἠγνοημένον
ᾖς
ἠγνοημένος-
ἠγνοημένη-
ἠγνοημένον
ᾖ
ἠγνοημένοι-
ἠγνοημέναι-
ἠγνοημένα
ὦμεν
ἠγνοημένοι-
ἠγνοημέναι-
ἠγνοημένα
ἦτε
ἠγνοημένοι-
ἠγνοημέναι-
ἠγνοημένα
ὦσι
Ευκτική
ἠγνοημένος-
ἠγνοημένη-
ἠγνοημένον
εἴην
ἠγνοημένος-
ἠγνοημένη-
ἠγνοημένον
εἴης
ἠγνοημένος-
ἠγνοημένη-
ἠγνοημένον
εἴη
ἠγνοημένοι-
ἠγνοημέναι-
ἠγνοημένα
εἴημεν
(εἶμεν)
ἠγνοημένοι-
ἠγνοημέναι-
ἠγνοημένα
εἴητε
(εἶτε)
ἠγνοημένοι-
ἠγνοημέναι-
ἠγνοημένα
εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---,
ἠγνόησο,
ἠγνοήσθω,
---, ἠγνόησθε,
ἠγνοήσθων
ή ἠγνοήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἠγνοῆσθαι
Μετοχή
ἠγνοημένος,
ἠγνοημένη,
ἠγνοημένον
Υπερσυντέλικος
ἠγνοήμην, ἠγνόησο, ἠγνόητο, ἠγνοήμεθα, ἠγνόησθε, ἠγνόηντο
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινδυνεύω»
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κινδυνεύω, κινδυνεύεις,
κινδυνεύει, κινδυνεύομεν, κινδυνεύετε, κινδυνεύουσι(ν)
Υποτακτική
κινδυνεύω,
κινδυνεύῃς, κινδυνεύῃ, κινδυνεύωμεν, κινδυνεύητε,
κινδυνεύωσι(ν)
Ευκτική
κινδυνεύοιμι,
κινδυνεύοις, κινδυνεύοι, κινδυνεύοιμεν, κινδυνεύοιτε, κινδυνεύοιεν
Προστακτική
---,
κινδύνευε, κινδυνευέτω, ---, κινδυνεύετε, κινδυνευόντων (ή κινδυνευέτωσαν)
Απαρέμφατο
κινδυνεύειν
Μετοχή
κινδυνεύων,
κινδυνεύουσα, κινδυνεῦον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκινδύνευον, ἐκινδύνευες, ἐκινδύνευε, ἐκινδυνεύομεν, ἐκινδυνεύετε, ἐκινδύνευον
Μέλλοντας
Οριστική
κινδυνεύσω, κινδυνεύσεις,
κινδυνεύσει, κινδυνεύσομεν, κινδυνεύσετε, κινδυνεύσουσι(ν)
Ευκτική
κινδυνεύσοιμι,
κινδυνεύσοις, κινδυνεύσοι, κινδυνεύσοιμεν, κινδυνεύσοιτε, κινδυνεύσοιεν
Απαρέμφατο
κινδυνεύσειν
Μετοχή
κινδυνεύσων,
κινδυνεύσουσα, κινδυνεῦσον
Αόριστος
Οριστική
ἐκινδύνευσα, ἐκινδύνευσας, ἐκινδύνευσε(ν), ἐκινδυνεύσαμεν, ἐκινδυνεύσατε, ἐκινδύνευσαν
Υποτακτική
κινδυνεύσω,
κινδυνεύσῃς, κινδυνεύσῃ, κινδυνεύσωμεν, κινδυνεύσητε,
κινδυνεύσωσι(ν)
Ευκτική
κινδυνεύσαιμι,
κινδυνεύσαις ή κινδυνεύσειας, κινδυνεύσαι ή κινδυνεύσειε(ν), κινδυνεύσαιμεν, κινδυνεύσαιτε,
κινδυνεύσαιεν ή κινδυνεύσειαν
Προστακτική
---,
κινδύνευσον, κινδυνευσάτω, ---, κινδυνεύσατε, κινδυνευσάντων (ή κινδυνευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
κινδυνεῦσαι
Μετοχή
κινδυνεύσας,
κινδυνεύσασα, κινδυνεῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκινδύνευκα, κεκινδύνευκας,
κεκινδύνευκε, κεκινδυνεύκαμεν, κεκινδυνεύκατε, κεκινδυνεύκασι(ν)
Υποτακτική
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα- κεκινδυνευκός
ὦ
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα-
κεκινδυνευκός ᾖς
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα-
κεκινδυνευκός ᾖ
κεκινδυνευκότες-
κεκινδυνευκυῖαι- κεκινδυνευκότα
ὦμεν
κεκινδυνευκότες-
κεκινδυνευκυῖαι-
κεκινδυνευκότα ἦτε
κεκινδυνευκότες-
κεκινδυνευκυῖαι-
κεκινδυνευκότα ὦσι
Ευκτική
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα-
κεκινδυνευκός εἴην
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα-
κεκινδυνευκός εἴης
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα-
κεκινδυνευκός εἴη
κεκινδυνευκότες-
κεκινδυνευκυῖαι-
κεκινδυνευκότα εἴημεν
(εἶμεν)
κεκινδυνευκότες-
κεκινδυνευκυῖαι-
κεκινδυνευκότα εἴητε
(εἶτε)
κεκινδυνευκότες-
κεκινδυνευκυῖαι-
κεκινδυνευκότα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα-
κεκινδυνευκός ἴσθι
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα-
κεκινδυνευκός ἔστω
---
κεκινδυνευκότες-
κεκινδυνευκυῖαι-
κεκινδυνευκότα ἔστε
κεκινδυνευκότες-
κεκινδυνευκυῖαι-
κεκινδυνευκότα ἔστων
Απαρέμφατο
κεκινδυνευκέναι
Μετοχή
κεκινδυνευκώς-
κεκινδυνευκυῖα-
κεκινδυνευκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκινδυνεύκειν, ἐκεκινδυνεύκεις, ἐκεκινδυνεύκει, ἐκεκινδυνεύκεμεν, ἐκεκινδυνεύκετε, ἐκεκινδυνεύκεσαν
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κινδυνεύομαι, κινδυνεύῃ ή κινδυνεύει, κινδυνεύεται,
κινδυνευόμεθα, κινδυνεύεσθε, κινδυνεύονται
Υποτακτική
κινδυνεύωμαι,
κινδυνεύῃ, κινδυνεύηται,
κινδυνευώμεθα, κινδυνεύησθε, κινδυνεύωνται
Ευκτική
κινδυνευοίμην,
κινδυνεύοιο, κινδυνεύοιτο, κινδυνευοίμεθα, κινδυνεύοισθε, κινδυνεύοιντο
Προστακτική
---,
κινδυνεύου, κινδυνευέσθω, ---, κινδυνεύεσθε, κινδυνευέσθων ή κινδυνευέσθωσαν
Απαρέμφατο
κινδυνεύεσθαι
Μετοχή
κινδυνευόμενος
κινδυνευομένη
κινδυνευόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκινδυνευόμην, ἐκινδυνεύου, ἐκινδυνεύετο, ἐκινδυνευόμεθα, ἐκινδυνεύεσθε, ἐκινδυνεύοντο
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
κινδυνευθήσομαι, κινδυνευθήσῃ ή κινδυνευθήσει, κινδυνευθήσεται,
κινδυνευθησόμεθα, κινδυνευθήσεσθε, κινδυνευθήσονται
Ευκτική
κινδυνευθησοίμην,
κινδυνευθήσοιο, κινδυνευθήσοιτο, κινδυνευθησοίμεθα, κινδυνευθήσοισθε, κινδυνευθήσοιντο
Απαρέμφατο
κινδυνευθήσεσθαι
Μετοχή
κινδυνευθησόμενος
κινδυνευθησομένη
κινδυνευθησόμενον