Az Jackson
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ψιθυρίζω»
Ενεστώτας
Οριστική
ψιθυρίζω, ψιθυρίζεις, ψιθυρίζει, ψιθυρίζουμε, ψιθυρίζετε, ψιθυρίζουν (ή ψιθυρίζουνε)
Υποτακτική
να ψιθυρίζω, να ψιθυρίζεις, να ψιθυρίζει, να ψιθυρίζουμε, να ψιθυρίζετε, να ψιθυρίζουν (ή να ψιθυρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ψιθύριζε – β΄ πληθυντικό: ψιθυρίζετε
Μετοχή
ψιθυρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
ψιθύριζα, ψιθύριζες, ψιθύριζε, ψιθυρίζαμε, ψιθυρίζατε, ψιθύριζαν ή ψιθυρίζανε
Αόριστος
Οριστική
ψιθύρισα, ψιθύρισες, ψιθύρισε, ψιθυρίσαμε, ψιθυρίσατε, ψιθύρισαν ή ψιθυρίσανε
Υποτακτική
να ψιθυρίσω, να ψιθυρίσεις, να ψιθυρίσει, να ψιθυρίσουμε, να ψιθυρίσετε, να ψιθυρίσουν (ή να ψιθυρίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ψιθύρισε – β΄ πληθυντικό: ψιθυρίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψιθυρίζω, θα ψιθυρίζεις, θα ψιθυρίζει, θα ψιθυρίζουμε, θα ψιθυρίζετε, θα ψιθυρίζουν (ή θα ψιθυρίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψιθυρίσω, θα ψιθυρίσεις, θα ψιθυρίσει, θα ψιθυρίσουμε, θα ψιθυρίσετε, θα ψιθυρίσουν (ή θα ψιθυρίσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ψιθυρίσει, θα έχεις ψιθυρίσει, θα έχει ψιθυρίσει, θα έχουμε ψιθυρίσει, θα έχετε ψιθυρίσει, θα έχουν(ε) ψιθυρίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ψιθυρίσει, έχεις ψιθυρίσει, έχει ψιθυρίσει, έχουμε ψιθυρίσει, έχετε ψιθυρίσει, έχουν(ε) ψιθυρίσει
Υποτακτική
να έχω ψιθυρίσει, να έχεις ψιθυρίσει, να έχει ψιθυρίσει, να έχουμε ψιθυρίσει, να έχετε ψιθυρίσει, να έχουν(ε) ψιθυρίσει
Μετοχή
έχοντας ψιθυρίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ψιθυρίσει, είχες ψιθυρίσει, είχε ψιθυρίσει, είχαμε ψιθυρίσει, είχατε ψιθυρίσει, είχαν(ε) ψιθυρίσει
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ψιθυρίζω»
Ενεστώτας
Οριστική
ψιθυρίζω, ψιθυρίζεις, ψιθυρίζει, ψιθυρίζουμε, ψιθυρίζετε, ψιθυρίζουν (ή ψιθυρίζουνε)
να ψιθυρίζω, να ψιθυρίζεις, να ψιθυρίζει, να ψιθυρίζουμε, να ψιθυρίζετε, να ψιθυρίζουν (ή να ψιθυρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ψιθύριζε – β΄ πληθυντικό: ψιθυρίζετε
Μετοχή
ψιθυρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
ψιθύριζα, ψιθύριζες, ψιθύριζε, ψιθυρίζαμε, ψιθυρίζατε, ψιθύριζαν ή ψιθυρίζανε
Αόριστος
Οριστική
ψιθύρισα, ψιθύρισες, ψιθύρισε, ψιθυρίσαμε, ψιθυρίσατε, ψιθύρισαν ή ψιθυρίσανε
να ψιθυρίσω, να ψιθυρίσεις, να ψιθυρίσει, να ψιθυρίσουμε, να ψιθυρίσετε, να ψιθυρίσουν (ή να ψιθυρίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ψιθύρισε – β΄ πληθυντικό: ψιθυρίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ψιθυρίζω, θα ψιθυρίζεις, θα ψιθυρίζει, θα ψιθυρίζουμε, θα ψιθυρίζετε, θα ψιθυρίζουν (ή θα ψιθυρίζουνε)
Οριστική
θα ψιθυρίσω, θα ψιθυρίσεις, θα ψιθυρίσει, θα ψιθυρίσουμε, θα ψιθυρίσετε, θα ψιθυρίσουν (ή θα ψιθυρίσουνε)
Οριστική
θα έχω ψιθυρίσει, θα έχεις ψιθυρίσει, θα έχει ψιθυρίσει, θα έχουμε ψιθυρίσει, θα έχετε ψιθυρίσει, θα έχουν(ε) ψιθυρίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ψιθυρίσει, έχεις ψιθυρίσει, έχει ψιθυρίσει, έχουμε ψιθυρίσει, έχετε ψιθυρίσει, έχουν(ε) ψιθυρίσει
να έχω ψιθυρίσει, να έχεις ψιθυρίσει, να έχει ψιθυρίσει, να έχουμε ψιθυρίσει, να έχετε ψιθυρίσει, να έχουν(ε) ψιθυρίσει
Μετοχή
έχοντας ψιθυρίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ψιθυρίσει, είχες ψιθυρίσει, είχε ψιθυρίσει, είχαμε ψιθυρίσει, είχατε ψιθυρίσει, είχαν(ε) ψιθυρίσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου