Γιώργος Ιωάννου Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Ιωάννου Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ralph Hedley 

Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς

• Το κείμενο αυτό ανήκει στην συλλογή «Για ένα φιλότιμο» που κυκλοφόρησε το 1964. Ο Ιωάννου επομένως γράφει αυτό το κείμενο κοντά στο 1960, γεγονός που γίνεται αντιληπτό και μέσα από το ίδιο πεζογράφημα με την αναφορά στη μετανάστευση, που ήταν το χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1950.
• Ο Ιωάννου ξεκινά την αφήγησή του παρατηρώντας τα παιδιά του προσφυγικού συνοικισμού να παίζουν μπάλα. Η εικόνα αυτή είναι σημαντική για τον αφηγητή καθώς ο ίδιος, όπως μας αναφέρει στο τέλος του πεζογραφήματος, συγκατοικεί με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για εκείνον και με τους οποίους δεν έχει καμία επικοινωνία. Η εικόνα επομένως των παιδιών που παίζουν, δηλώνει μια αρμονική συνύπαρξη, μια επικοινωνία κι ένα συναισθηματικό δέσιμο που έχει λείψει στη ζωή του συγγραφέα.
• Κάθεται σ’ ένα καφενείο του προσφυγικού συνοικισμού και περιμένει να δεις τους πρόσφυγες να επιστρέφουν από τη δουλειά τους. Η παρατήρησή τους προσφέρει ιδιαίτερη χαρά στον Ιωάννου γιατί του δίνει την ευκαιρία να νιώσει έστω και για λίγο πιο κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Μέσα από τα πρόσωπα των προσφύγων επιστρέφει σε εικόνες και ακούσματα που του δίνουν μια γεύση πατρίδας (Ανατολική Θράκη).
• Η κούραση από την καθημερινή δουλειά κάνει τους πρόσφυγες να φαίνονται πιο αληθινοί, μιας και η εικόνα που έχει ο συγγραφέας για τους πρόσφυγες είναι αυτή ανθρώπων ταλαιπωρημένων, που έχουν διανύσει χιλιόμετρα περπατώντας και όλη αυτή η εξάντληση έχει ζωγραφιστεί στα πρόσωπά τους. Ο Ιωάννου βέβαια δεν είχε δει τους αρχικούς πρόσφυγες να καταφτάνουν από τη Μικρά Ασία το 1922 (ο ίδιος γεννήθηκε το 1927) αλλά έχει ακούσει κι έχει διαβάσει τις σχετικές περιγραφές, γι’ αυτό κι έχει συνδυάσει στο μυαλό του τους πρόσφυγες με ανθρώπους ταλαιπωρημένους από το δύσκολο ταξίδι.
• Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που βλέπει ο συγγραφέας είναι τα παιδιά των αρχικών προσφύγων και γι’ αυτό έχουν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, όπως και ο Ιωάννου. Εκείνο όμως που τους διακρίνει από τον Ιωάννου είναι ότι εκείνοι κατοικούν σε προσφυγικούς συνοικισμούς ενώ εκείνος όχι. Ο Ιωάννου δεν είναι παιδί προσφύγων του 1922 και γι’ αυτό οι δικοί του δεν εγκαταστάθηκαν μαζί με τους άλλους σε κάποιον συνοικισμό. Οι παππούδες του Ιωάννου έχουν φύγει από την Ανατολική Θράκη ο ένας το 1913 και ο άλλος λίγο νωρίτερα. Ο πατέρας της μητέρας του είχε φύγει το 1913 όταν οι Τούρκοι, μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων είχαν αρχίσει να ασκούν έντονες πιέσεις στους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας του πατέρα του είχε φύγει λίγο νωρίτερα επειδή σκότωσε έναν Τούρκο που περιτριγύριζε τη γυναίκα του, τη γιαγιά του Ιωάννου δηλαδή. Για το λόγο αυτό ο Ιωάννου συγκαταλέγει τον εαυτό του στους διεσπαρμένους, δηλαδή στους πρόσφυγες που δεν κατοικούν συγκεντρωμένοι σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό αλλά σε διάφορα άλλα σημεία της πόλης.
• Ο Ιωάννου θα ήθελε να κατοικεί κι αυτός σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό γιατί αυτό θα του επέτρεπε να είναι μαζί με ανθρώπους από την ίδια πατρίδα. Παρατηρεί ότι οι πρόσφυγες που κατοικούν συγκεντρωμένοι σε συνοικισμούς διατηρούν καλύτερα και καθαρότερα τα στοιχεία που συνιστούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φυλής τους.
• Όταν βλέπει τους πρόσφυγες «εδώ», δηλαδή στα πλαίσια του προσφυγικού συνοικισμού, μαζί με τους συντοπίτες τους, μοιάζουν πιο γνήσιοι, τα χαρακτηριστικά δηλαδή της ράτσας τους τονίζονται περισσότερο και εμφανίζονται πιο έκδηλα. Όταν όμως συναντά τους πρόσφυγες μακριά από τους συνοικισμούς είναι να σα να χάνουν κάτι από την αλήθεια τους και σα να φαίνονται διαφορετικοί. Ίσως γιατί μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους δε συμπεριφέρονται με την ίδια άνεση και την ίδια ειλικρίνεια αλλά είναι περισσότερο επιφυλακτικοί και αυτό αφαιρεί κάτι από την ξεχωριστή τους ταυτότητα.
• Ο Ιωάννου έχοντας περάσει πολύ καιρό παρατηρώντας τους πρόσφυγες, μιας και ο ίδιος είναι ένας πρόσφυγας, έχει μάθει να καταλαβαίνει τον ακριβή τόπο καταγωγής τους με μεγάλη ευκολία.
• Ο Καύκασος ή Καυκασία είναι περιοχή στην Ευρασία η οποία συνορεύει στα νότια με το Ιράν, στα νοτιοδυτικά με την Τουρκία, στα δυτικά με τη Μαύρη Θάλασσα, στα ανατολικά με την Κασπία Θάλασσα και στα βόρεια με τη Ρωσία.
• Το Ικόνιο (τούρκικα: Konya) είναι πόλη στην κεντρική Τουρκία στο υψίπεδο της Ανατολίας.
• Με το όνομα Ανατολική Ρωμυλία ονομάστηκε επίσημα η περιοχή της βόρειας Θράκης από τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) με την οποία και μετετράπηκε η θρακική αυτή περιοχή σε αυτόνομη επαρχία. Σήμερα ανήκει στην Βουλγαρία, και εκτείνεται από τη Φιλιππούπολη ως τις ακτές του Εύξεινου πόντου.
• Για τον αφηγητή υπάρχουν οι πρόσφυγες που μπορεί να καταλάβει την καταγωγή τους, χωρίς να κάνει λάθος, όπως είναι οι Πόντιοι, οι Καραμανλήδες (Καραμανία – Ικόνιο), οι Καυκάσιοι, οι Μικρασιάτες και οι Κωνσταντινουπολίτες. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που του είναι κάπως πιο δύσκολο, μιας και τα χαρακτηριστικά τους συχνά μοιάζουν με αυτά προσφύγων από άλλες περιοχές, όπως είναι οι Θρακιώτες (Ανατολική Θράκη) που μοιάζουν με αυτούς από τη Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη) και οι Ηπειρώτες που μοιάζουν με αυτούς από το Μοναστήριο ( FYROM).
• Η αναφορά του Ιωάννου ότι ίσως έχει συνηθίσει την προφορά των Θρακιωτών συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι οι δικοί του είναι από την Ανατολική Θράκη, κι επομένως έχει μεγαλώσει ακούγοντας την ομιλία τους.
• Το μπέρδεμα αυτό που αναφέρει ο συγγραφέας (μπερδεύονται – μπερδεύονται – μπερδεύω) έρχεται εν μέρει να υποδηλώσει και την αναγκαία αφομοίωση των προσφύγων που με το πέρασμα του χρόνου αρχίζουν να χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και να μοιάζουν περισσότερο με τους ντόπιους πληθυσμούς.
• Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα είναι διαπίστωση. Το γεγονός ότι ο Ιωάννου κάποιες φορές αδυνατεί να διακρίνει τον ακριβή τόπο καταγωγής κάποιων προσφύγων δεν αποτελεί τόσο ένα σφάλμα από μέρους του, όσο μια διαπίστωση ότι οι διαφορές μεταξύ τους έχουν αρχίσει να μειώνονται και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προσφύγων αρχίζουν να υποχωρούν.
• Για τον Ιωάννου η επαφή με τους πρόσφυγες που έρχονται από μέρη που υπήρχαν Έλληνες αλλά και άλλοι σημαντικοί πολιτισμοί από την αρχαιότητα, του προκαλεί μεγάλη συγκίνηση. Είτε όταν μιλά με άτομα που έχουν κοινή με εκείνον καταγωγή είτε όταν απλά προέρχονται από περιοχές με πανάρχαιους πολιτισμούς.
• Καθώς ο Ιωάννου ακούει τους πρόσφυγες αυτούς να μιλούν μέσα του διστακτικά (δειλιάζουν) σχηματίζονται ονόματα που αντιστοιχούν σε αρχαίους πολιτισμούς, τα λέει από μέσα του και σιγά – σιγά βεβαιώνεται ότι πράγματι οι άνθρωποι αυτοί είναι απόγονοι αυτών των λαών που «τάχα» έχουν σβηστεί. Για τον Ιωάννου, όσο κι αν οι λαοί αυτοί έχουν χαθεί πια, κάτι από αυτούς παραμένει στο αίμα των απογόνων τους, στους ανθρώπους δηλαδή που συγγραφέας βλέπει και ακούει γύρω του.
• Ιδίως μάλιστα όταν ο αφηγητής μιλά με κάποιον που κατάγεται από τα ίδια μέρη μ’ εκείνον αισθάνεται σα να γυρίζει επιτέλους στην πατρίδα. Το αίσθημα που φέρνει αυτή η οικειότητα, αυτός ο κοινός δεσμός αίματος, είναι τόσο δυνατό που προκαλεί στον Ιωάννου μια αίσθηση επαφής, μια αίσθηση επιστροφής στα χώματα της Θράκης.
• Ο Ιωάννου, βέβαια, έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη αλλά η συνεχής αναφορά της χαμένης πατρίδας από τους δικούς του και η γνώση ότι η οικογένειά του έχει γεννηθεί εκεί, του δημιουργούν τη βεβαιότητα ότι κι εκείνος ανήκει και προέρχεται από την περιοχή της Θράκης, γι’ αυτό και την αναγνωρίζει ως πατρίδα του κι ας μην έχει γεννηθεί ή μεγαλώσει εκεί.
• Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η ανάγκη νόστου που ξυπνά μέσα του κάθε φορά που συναντά κάποιον από τα μέρη της Θράκης, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι το αίμα του αναγνωρίζει και αποζητά τον πραγματικό τόπο καταγωγής του.
• Οι Χετταίοι, λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας στη 2η χιλιετία π.Χ.
• Φρύγες: Αρχαίος λαός, ινδο-ευρωπαϊκής καταγωγής, οι Φρύγες, κατά το 2.000 π.Χ. προερχόμενοι από τη Μακεδονία εισήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και μετά την κατάλυση της Χετταϊκής Αυτοκρατορίας, ίδρυσαν ανεξάρτητο κράτος, γνωστό με το όνομα Φρυγία
• Λυδοί: Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη Λυδία, αρχαία χώρα της Μικράς Ασίας
• Μέσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες Έλληνες από την Μικρά Ασία, δημιουργείται στον Ιωάννου η εντύπωση ότι έρχεται σ’ επαφή με απογόνους όλων των αρχαίων πολιτισμών που κατά καιρούς κατοίκησαν την περιοχή αυτή. Ο Ιωάννου δίνει στους ανθρώπους που συναντά αρχαία ονόματα προερχόμενα από αυτούς τους σημαντικούς πολιτισμούς, ονόματα γεμάτα μυστήριο κι αίγλη, σκεπτόμενος με θαυμασμό ότι σε κάποιους από αυτούς κυλά το αίμα των αρχαίων αυτών λαών. Κατανοεί βέβαια ότι αυτό μπορεί να μην ισχύει και ότι οι άνθρωποι αυτοί ενδέχεται να μην έχουν καμία απολύτως σχέση με τους αρχαίους αυτούς πολιτισμούς αλλά εύχεται η σκέψη του να είναι όντως αληθινή κι εκείνος πράγματι να συναντά απογόνους των ένδοξων αυτών λαών.
• Κι όμως τα τελευταία χρόνια... Από το σημείο αυτό το κείμενο αλλάζει ύφος καθώς ο Ιωάννου αναλογίζεται την κατάσταση που επικράτησε στην χώρα μας τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Ο Ιωάννου στα κείμενά του αν και αναφέρεται αρκετές φορές στον εμφύλιο πόλεμο, ποτέ δεν τον ονοματίζει, σα να μη θέλει να δώσει όνομα σε αυτή την τραγική περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Από το 1946 μέχρι και το 1949 η Ελλάδα έζησε μία από τις χειρότερες στιγμές της με τους Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες και τη χώρα να διχάζεται. Οι μνήμες του πολέμου αυτού συνεχίζουν να στοιχειώνουν τους Έλληνες και όπως ο Ιωάννου έτσι και οι περισσότεροι προτιμούν να μη συζητούν για το θέμα αυτό.
• Μετά τον εμφύλιο πόλεμο από τις αρχές του 1950 στην Ελλάδα ξεκίνησε μια έντονη μεταναστευτική περίοδος. Το γεγονός αυτό ενοχλεί τον Ιωάννου, ο οποίος θεωρεί ότι η ανάγκη για μετανάστευση ήταν τεχνητά δημιουργημένοι από τους κυβερνώντες για να απομακρύνουν από τη χώρα όσο περισσότερους από τους πολεμιστές του εμφυλίου μπορούσαν.
• Η αλήθεια είναι από το τέλος του δευτέρου πολέμου η Ελλάδα, σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ, έλαβε υπέρογκα χρηματικά ποσά για την ανοικοδόμησή της αλλά εντούτοις τα χρήματα αυτά δεν έφτασαν ποτέ στον απλό λαό, εξαναγκάζοντας χιλιάδες Έλληνες να ζητήσουν την τύχη τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στη Γερμανία.
• Ο Ιωάννου αισθάνεται ότι ο δεσμός αίματος λειτουργεί αμφίδρομα καθώς όπως εκείνος νιώθει τους άλλους πρόσφυγες δικούς του ανθρώπους, έτσι κι εκείνοι σα να τον αποδέχονται ως δικό τους, δεν δείχνουν να παραξενεύονται κάθε φορά που τους αποχαιρετά, (όταν φεύγει από το καφενείο) και του ανταποδίδουν το χαιρετισμό.
• Πάντως αν και μοιάζει σα να τον αναγνωρίζουν για δικό τους, ποτέ δεν επιμένουν να τον κρατήσουν κοντά τους. Ο δεσμός αίματος που αισθάνεται ο Ιωάννου φτάνει μόνο ως ένα σημείο κοινής αποδοχής, δεν επαρκεί όμως για να δημιουργηθεί μια στενότερη επαφή, μια ζεστή φιλία. Η έλλειψη στενότερης φιλικής επαφής με τους άλλους πρόσφυγες εξυπηρετεί τη μετάβαση του κειμένου στο επόμενο μέρος του που πλέον εισάγει το θέμα της μοναξιάς, μέσα σε μια αποξενωμένη μεγαλούπολη.
• Ο Ιωάννου φεύγει από τους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου κάθε τι του φαινόταν ιδιαίτερο κι αγαπητό, για να μπει στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης όπου η πολύβουη κίνηση αποτελεί το σημαντικότερο χαρακτηριστικό.
• Η παρομοίωση της κίνησης των αυτοκινήτων με την κίνηση των αιμοσφαιρίων δίνει με ενάργεια την εικόνα της πόλης που διατρέχεται από μεγάλους δρόμους με συνεχή ροή αυτοκινήτων και ανθρώπων.
• Συνεχίζει την απόδοση της διαρκούς κίνησης στην πόλη με μια ακόμη παρομοίωση, όπου μας λέει ότι όταν καμιά φορά σταματά να περπατά, νιώθει τους άλλους βιαστικούς περαστικούς να σκοντάφτουν και να περιφέρονται γύρω του, όπως το νερό που περνά γύρω από ένα κούτσουρο.
• Οι εικόνες αυτές έρχονται σε αντίθεση με την ήρεμη παρατήρηση των προσφύγων στο καφενείο, που μας έδωσε στην προηγούμενη ενότητα. Εδώ, μέσα στους δρόμους της πόλης όλοι βιάζονται και κινούνται ασταμάτητα. Δεν υπάρχει η δυνατότητα παρατήρησης, συνομιλίας κι επαφής.
• Ακούει τους περαστικούς να περπατούν με ένταση, αδιάφοροι για τους γύρω τους και νιώθει πώς αν γύρει το κορμί του, όλοι αυτοί θα περάσουν από πάνω του.
• Η σκέψη αυτή του φέρνει στο νου το έθιμο της Γονατιστής, όπου ο αφηγητής συνηθίζει να σκύβει βαθιά στο χώμα για να μην ενοχλήσει το πέρασμα των ψυχών.
• Όλη αυτή η κίνηση της πόλης προκαλεί στον Ιωάννου ένα έντονο παράπονο καθώς σκέφτεται ότι ζει ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο. Συγκατοικεί με ανθρώπους που δεν θέλουν ούτε καν να γνωρίζουν αυτούς που μένουν πλάι τους, για να μπορούν έτσι, όπως μας λέει ο αφηγητής, να διαπράττουν τις αταξίες τους ευκολότερα. Σε μια μεγαλούπολη που έχει χαθεί η αίσθηση της γειτονιάς και όπου οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, είναι ευκολότερο για τους ανθρώπους να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να λογαριάζουν τη γνώμη ή και τα συναισθήματα των γύρω τους.
• Στην τελευταία παράγραφο του κειμένου ο Ιωάννου επανέρχεται στο κεντρικό θέμα των προσφυγικών συνοικισμών, με την επιθυμία που εκφράζει είτε να ζούσε μαζί με τους συγγενείς του στα προγονικά τους εδάφη ή τουλάχιστον σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό, όπου είναι συγκεντρωμένοι άνθρωποι κοινής καταγωγής.

Παράλληλο Κείμενο: «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» Γιώργος Ιωάννου

Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δύο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό˙ έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μόνο παλικάρια αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πώς η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.
... Κοιτάζοντας τις ρημαγμένες γειτονιές, που αυτός τις έβρισκε πάρα πολύ ωραίες, έλεγα διαρκώς μέσα μου: ¨Πότε άραγε θα τιμωρήσουμε κι αυτούς που μας διάλυσαν με τη μετανάστευση;" Πάνω σ' αυτό καθίσαμε για ένα ούζο κάτω από έναν πλάτανο. Σήκωσα το κεφάλι μου και θαύμασα την κορμοστασιά του. Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες...
Το απόσπασμα αυτό από το πεζογράφημα "Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ", έχει αναλογίες με το ακόλουθο απόσπασμα από το πεζογράφημα "Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς": Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν, να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.

Ο Ιωάννου αισθάνεται έντονη αγανάκτηση για την πορεία που πήραν τα γεγονότα στην Ελλάδα μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής, καθώς πιστεύει ότι τόσο ο εμφύλιος πόλεμος, όσο και η εκτεταμένη μετανάστευση που ακολούθησε, δεν ήταν παρά ένα ακόμη μέσο των κρατούντων για να ξεφορτωθούν ανθρώπους που είχαν δικαιώματα και αξιώσεις στην ελληνική κοινωνία. Κι αν ο εμφύλιος πόλεμος υπήρξε μια αναγκαία εξέλιξη που δεν αποτέλεσε αποτέλεσμα μεθόδευσης, πάντως ο συγγραφέας θεωρεί ότι η μετανάστευση ήταν μια κατάσταση για την οποία υπάρχουν ευθύνες, οι οποίες πρέπει κάποτε να αποδοθούν. Η Ελλάδα μετά και το τέλος του εμφυλίου υπήρξε αποδέκτης μεγάλης οικονομικής ενίσχυσης, γεγονός που θα σήμαινε μια πληθώρα ευκαιριών για όλους τους νέους ανθρώπους που είχαν ανάγκη αλλά και μεγάλη διάθεση να εργαστούν. Εντούτοις, παρά την τεράστια εισροή χρημάτων, η κατάσταση που επικράτησε στον εργασιακό τομέα ήταν τόσο απελπιστική ώστε οδήγησε χιλιάδες νέους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη χώρα σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Ο Ιωάννου θεωρεί ότι η ευθύνη για την τεράστια ανεργία βαραίνει τους ιθύνοντες εκείνης της εποχής, οι οποίοι αντί να ενδιαφερθούν για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ενδιαφέρθηκαν μόνο για το πώς θα επωφεληθούν από την οικονομική ενίσχυση που ερχόταν στη χώρα.
Ο συγγραφέας καταγγέλλει τις παρασκηνιακές πράξεις των κρατούντων τόσο για όσα έγιναν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, αλλά κυρίως για την αναλγησία που έδειξαν τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάσει μεγάλο μέρος της δυναμικής νεολαίας της.

Δείτε επίσης:

Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»: «Θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα»: Σε ποια επιστροφή αναφέρεται ο αφηγητής;

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Eντέλει γνωρίζει κάποιος τις κυρίαρχες επιδράσεις του Ιωάννου από άλλους ποιητές/πεζογράφους?Έχω αρκετές επιδράσεις κ πολύ διεξοδικά,αλλά κ επιπλέον που δεν χρειάζονται.Γνωρίζει κάποιος που πρέπει να δοθεί βάση?

Κωνσταντίνος Μάντης είπε...

Οι επιδράσεις που έχει δεχτεί ο Ιωάννου είναι σαφώς αρκετές, οπότε ίσως θα μπορούσες να περιοριστείς στις βασικότερες:
Παπαδιαμάντης, με τη χαλαρή δομή, τις παρεκβάσεις αλλά και την έντονη βιωματικότητα των κειμένων του.
Καβάφης με την απόκρυψη ή έστω τη συγκρατημένη αποκάλυψη της ερωτικής επιθυμίας.
Πεντζίκης με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου.

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...