Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»
Στα διηγήματα του Βιζυηνού οι λιγοστές περιγραφές αποτελούν «οργανικά μέρη της αφήγησης». Οι περιγραφές του συγκεκριμένου διηγήματος επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή;
Ας δούμε κατ’ αρχάς τι γράφει ο Π. Μουλλάς στην εισαγωγή της έκδοσης των διηγημάτων του Βιζυηνού για τις περιγραφές: «... δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί, κατά τον Άλκη Θρύλο, ο Βιζυηνός «περιόριζε τίς περιγραφές που δεν τις αγαπούσε κι όπου αποτύγχανε». Δε συμφωνώ ότι αποτυγχάνει, και το ζήτημα δεν είναι αν τις αγαπούσε ή όχι, αλλά μόνο γιατί και πώς τις χρησιμοποιούσε ή τις περιόριζε. Με άλλα λόγια, το ερώτημα τίθεται ως εξής: τι λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού; Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις ή, τουλάχιστο, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυστερήσουν για λίγο την αφήγηση. Η ομολογία του συγγραφέα μας φαίνεται να είναι πειστική: «Δέν ἀγαπῶ τάς παρεκβολάς ἐν τοῖς διηγήμασιν». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα “ξένα σώματα”, αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώσουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα. Μακριά από τον κόσμο της νατουραλιστικής τεκμηρίωσης, όπου η περιγραφή αναχαιτίζει τη δράση, δίνει ουσιαστικό ρόλο στα αντικείμενα και ανάγει συχνά το περιβάλλον σε μετωνυμική έκφραση των προσώπων, ο Βιζυηνός προτιμά το χώρο της ρομαντικής μεταφοράς και αντίθεσης. Αθεράπευτα ανθρωποκεντρικός και ανθρωπομορφικός, δε λέει ν’ αφήσει από τα μάτια του τους ήρωές του. Όταν επιλέγει μια περιγραφή (πράγμα που δε γίνεται συχνά) είναι γιατί λειτουργεί πολυσήμαντα∙ συνήθως γιατί βρίσκεται σε ανταπόκριση ή αντίθεση με ανθρώπινες ψυχικές καταστάσεις...»
Στο αμάρτημα της μητρός μου οι περιγραφές είναι ελάχιστες και πολύ σύντομες, μιας και βασική επιδίωξη του συγγραφέα παραμένει πάντοτε η απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων του. Οι περιγραφές που συναντάμε είτε προσώπων είτε χώρων εξυπηρετούν την εξέλιξη του διηγήματος με το να φωτίζουν καλύτερα τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων ή με το να προσφέρουν τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το χώρο και τις ειδικές συνθήκες που πλαισιώνουν την εμπειρία κάποιου ήρωα. Όταν για παράδειγμα ο αφηγητής περιγράφει το πρόσωπο της Αννιώς «Ἐνθυμουμαι τούς μαύρους καί μεγάλους αὐτῆς ὀφθαλμούς.... ὅταν μᾶς ἔβλεπεν ὅλους συνηγμένους πλησίον της.», το κάνει για να μας παρουσιάσει πόσο αξιαγάπητη ήταν η μικρή κοπέλα, καθώς ακόμη τότε πίστευε ότι η μητέρα του παραμελούσε τα αγόρια της λόγω της αδυναμίας που είχε στην Αννιώ. Η περιγραφή της Αννιώς μαζί με τα διάφορα περιστατικά που αναδεικνύουν τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της είναι μια προσπάθεια του αφηγητή να δικαιολογήσει την εμμονή που έχει η μητέρα του για εκείνη.
Οι περιγραφές των Αγίων που δίνονται όταν ο αφηγητής μας μιλά για την πρώτη νύχτα που πέρασε μαζί με την Αννιώ και τη μητέρα του στην εκκλησία «... μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τούς ἀτενεῖς ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του.» έρχονται να τονίσουν τον έντονο φόβο που βίωσε εκείνη τη νύχτα και να δώσουν με έμφαση τη μεγάλη αγάπη που είχε για τη μικρή του αδερφή για την οποία ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ακόμη και τους μεγαλύτερους φόβους του.
Η περιγραφή του Γύφτου που συνέθεσε το μοιρολόι, από την άλλη, «... τήν μαύρην καί λιγδεράν κόμην, τούς μικρούς καί φλογερούς ὀφθαλμούς καί τ’ ἀνοιχτά καί τριχωμένα στήθη του.», έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι ένα μεγάλο μέρος του διηγήματος μας δίνεται μέσα από τα μάτια του μικρού Γιωργή, ο οποίος αντιμετωπίζει με το φόβο ενός μικρού παιδιού πολλά περιστατικά της καθημερινότητας. Η ίδια άλλωστε παιδικότητα υπάρχει και στον τρόπο που βλέπει κι ερμηνεύει τη συμπεριφορά της μητέρας του.
Η περιγραφή του δωματίου όπου εξέπνευσε η Αννιώ μας βοηθά να αναπαραστήσουμε την εικόνα εκείνη που τόση εντύπωση προκάλεσε στο μικρό αφηγητή «Πλησίον αὐτῆς ἦτο τοποθετημένη ἀνδρική ἐνδυμασία... καί ἑκατέρωθεν δύο λαμπάδες ἀναμμέναι.».
Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι οι σύντομες περιγραφές που υπάρχουν στο διήγημα αυτό στηρίζουν την αφήγηση της ιστορίας και συνεισφέρουν στην καλύτερη κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που χρησιμοποιούν εκτενείς περιγραφές για να επιβραδύνουν την αφήγηση ή για να εντάξουν με μεγαλύτερη πληρότητα το χώρο στην αφηγηματική διαδικασία, ο Βιζυηνός καταφεύγει σε σύντομες περιγραφές, μόνο όταν πιστεύει ότι μ’ αυτές θα καταστήσει σαφέστερο τον τρόπο αντίδρασης των ηρώων του και θα φωτίσει καλύτερα τις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις.
Δείτε επίσης:
Στα διηγήματα του Βιζυηνού οι λιγοστές περιγραφές αποτελούν «οργανικά μέρη της αφήγησης». Οι περιγραφές του συγκεκριμένου διηγήματος επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή;
Ας δούμε κατ’ αρχάς τι γράφει ο Π. Μουλλάς στην εισαγωγή της έκδοσης των διηγημάτων του Βιζυηνού για τις περιγραφές: «... δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί, κατά τον Άλκη Θρύλο, ο Βιζυηνός «περιόριζε τίς περιγραφές που δεν τις αγαπούσε κι όπου αποτύγχανε». Δε συμφωνώ ότι αποτυγχάνει, και το ζήτημα δεν είναι αν τις αγαπούσε ή όχι, αλλά μόνο γιατί και πώς τις χρησιμοποιούσε ή τις περιόριζε. Με άλλα λόγια, το ερώτημα τίθεται ως εξής: τι λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού; Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις ή, τουλάχιστο, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυστερήσουν για λίγο την αφήγηση. Η ομολογία του συγγραφέα μας φαίνεται να είναι πειστική: «Δέν ἀγαπῶ τάς παρεκβολάς ἐν τοῖς διηγήμασιν». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα “ξένα σώματα”, αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώσουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα. Μακριά από τον κόσμο της νατουραλιστικής τεκμηρίωσης, όπου η περιγραφή αναχαιτίζει τη δράση, δίνει ουσιαστικό ρόλο στα αντικείμενα και ανάγει συχνά το περιβάλλον σε μετωνυμική έκφραση των προσώπων, ο Βιζυηνός προτιμά το χώρο της ρομαντικής μεταφοράς και αντίθεσης. Αθεράπευτα ανθρωποκεντρικός και ανθρωπομορφικός, δε λέει ν’ αφήσει από τα μάτια του τους ήρωές του. Όταν επιλέγει μια περιγραφή (πράγμα που δε γίνεται συχνά) είναι γιατί λειτουργεί πολυσήμαντα∙ συνήθως γιατί βρίσκεται σε ανταπόκριση ή αντίθεση με ανθρώπινες ψυχικές καταστάσεις...»
Στο αμάρτημα της μητρός μου οι περιγραφές είναι ελάχιστες και πολύ σύντομες, μιας και βασική επιδίωξη του συγγραφέα παραμένει πάντοτε η απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων του. Οι περιγραφές που συναντάμε είτε προσώπων είτε χώρων εξυπηρετούν την εξέλιξη του διηγήματος με το να φωτίζουν καλύτερα τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων ή με το να προσφέρουν τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το χώρο και τις ειδικές συνθήκες που πλαισιώνουν την εμπειρία κάποιου ήρωα. Όταν για παράδειγμα ο αφηγητής περιγράφει το πρόσωπο της Αννιώς «Ἐνθυμουμαι τούς μαύρους καί μεγάλους αὐτῆς ὀφθαλμούς.... ὅταν μᾶς ἔβλεπεν ὅλους συνηγμένους πλησίον της.», το κάνει για να μας παρουσιάσει πόσο αξιαγάπητη ήταν η μικρή κοπέλα, καθώς ακόμη τότε πίστευε ότι η μητέρα του παραμελούσε τα αγόρια της λόγω της αδυναμίας που είχε στην Αννιώ. Η περιγραφή της Αννιώς μαζί με τα διάφορα περιστατικά που αναδεικνύουν τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της είναι μια προσπάθεια του αφηγητή να δικαιολογήσει την εμμονή που έχει η μητέρα του για εκείνη.
Οι περιγραφές των Αγίων που δίνονται όταν ο αφηγητής μας μιλά για την πρώτη νύχτα που πέρασε μαζί με την Αννιώ και τη μητέρα του στην εκκλησία «... μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τούς ἀτενεῖς ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του.» έρχονται να τονίσουν τον έντονο φόβο που βίωσε εκείνη τη νύχτα και να δώσουν με έμφαση τη μεγάλη αγάπη που είχε για τη μικρή του αδερφή για την οποία ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ακόμη και τους μεγαλύτερους φόβους του.
Η περιγραφή του Γύφτου που συνέθεσε το μοιρολόι, από την άλλη, «... τήν μαύρην καί λιγδεράν κόμην, τούς μικρούς καί φλογερούς ὀφθαλμούς καί τ’ ἀνοιχτά καί τριχωμένα στήθη του.», έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι ένα μεγάλο μέρος του διηγήματος μας δίνεται μέσα από τα μάτια του μικρού Γιωργή, ο οποίος αντιμετωπίζει με το φόβο ενός μικρού παιδιού πολλά περιστατικά της καθημερινότητας. Η ίδια άλλωστε παιδικότητα υπάρχει και στον τρόπο που βλέπει κι ερμηνεύει τη συμπεριφορά της μητέρας του.
Η περιγραφή του δωματίου όπου εξέπνευσε η Αννιώ μας βοηθά να αναπαραστήσουμε την εικόνα εκείνη που τόση εντύπωση προκάλεσε στο μικρό αφηγητή «Πλησίον αὐτῆς ἦτο τοποθετημένη ἀνδρική ἐνδυμασία... καί ἑκατέρωθεν δύο λαμπάδες ἀναμμέναι.».
Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι οι σύντομες περιγραφές που υπάρχουν στο διήγημα αυτό στηρίζουν την αφήγηση της ιστορίας και συνεισφέρουν στην καλύτερη κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που χρησιμοποιούν εκτενείς περιγραφές για να επιβραδύνουν την αφήγηση ή για να εντάξουν με μεγαλύτερη πληρότητα το χώρο στην αφηγηματική διαδικασία, ο Βιζυηνός καταφεύγει σε σύντομες περιγραφές, μόνο όταν πιστεύει ότι μ’ αυτές θα καταστήσει σαφέστερο τον τρόπο αντίδρασης των ηρώων του και θα φωτίσει καλύτερα τις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις.
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου